Fractal

Η μαύρη κοινότητα μπρος στον καθρέφτη

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος // 

 

poulimenos«Ο πουλημένος» του Πολ Μπέιτι, μτφ: Νίκος Α. Μάντης, σελ. 416, Εκδ. Καστανιώτη

 

Ναι, ο Τζέιμς Μπόλντουιν του μυθιστορήματος «Μια άλλη χώρα» (εκδ. Πατάκη) με τις σελίδες του βιβλίου να φλέγονται από θυμό και έναν από τους μαύρους πρωταγωνιστές να δηλώνει: «Σε κρατάνε εδώ επειδή είσαι μαύρος, ενώ διατυμπανίζουν ανοησίες για τη χώρα της ελευθερίας και την πατρίδα των γενναίων… Μερικές φορές θα ‘θελα να μπορούσα να γίνω μια μεγάλη γροθιά και να κάνω αυτή την ελεεινή χώρα σκόνη. Μερικές φορές πιστεύω ότι δε δικαιούται να υπάρχει».

Ναι, ο Ραλφ Έλισον του μυθιστορήματος «Ο Αόρατος άνθρωπος» (εκδ. Κέδρος) με την ιστορία ενός μαύρου τον οποίο κανείς δεν ήθελε να ξέρει ότι υπάρχει. Λες και τα βήματά του τα είχε καταπιεί η αφάνεια λόγω του χρώματός του.

Ναι, η Μάγια Αγγέλου με την λεπταίσθητη ποίησή της, η δυναμική πρόζα της Τόνι Μόρισον, το γεμάτο μυστήριο, αστυνομική ίντριγκα, αλλά και με ισχυρές δόσεις γύρω από το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ. Όλοι αυτοί και κάμποσοι άλλοι θαυμαστοί αφροαμερικανοί συγγραφείς έχουν διαμορφώσει το λογοτεχνικό φαντασιακό της μαύρης κοινότητας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Το πρόβλημα δεν τελείωσε με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή τον Μάλκολμ Χ, το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει. Η θέση του μέσου μαύρου στις ΗΠΑ δεν είναι τόσο δεδομένη, όσο θα περίμενε κανείς έπειτα από τόσες δεκαετίες διάπυρων διεκδικήσεων και συλλογικών αιτημάτων που βάφτηκαν ακόμη και με αίμα. Οι συμπληγάδες από τις οποίες είναι αναγκασμένη να περάσει η όποια λύση (αν μπορεί να υπάρξει τέτοια) είναι από τη μια η πολιτική ορθότητα που προσπαθεί να «σκουπίσει» οποιαδήποτε αμυχή υπάρχει στον δημόσιο λόγο. Αίφνης, υπάρχουν φωνές που ζητούν να αφαιρεθεί η λέξη «νέγρος» ακόμη και από κλασικά μυθιστορήματα. Από την άλλη, ο νέοσυντηρητισμός που τείνει να εξελιχθεί σε κυρίαρχο ρεύμα (η ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία δεν είναι τυχαία) δίνει πάτημα σε ακραίες φωνές με αποτέλεσμα να πληθαίνουν τα κρούσματα ρατσιστικής βίας στους δρόμους των ΗΠΑ.

Μέσα σε όλα αυτά έρχεται ο Πωλ Μπέιτι να ταράξει τα νερά. Και το κάνει με όλους τους συμβατικούς και αντισυμβατικούς λογοτεχνικούς τρόπους. Το μυθιστόρημα που του χάρισε φέτος το Βραβείο Booker (πρώτη φορά το λαμβάνει αμερικανός συγγραφέας) ξεβολεύει πολλές συνειδήσεις, καθώς εμπρόθετα ξηλώνει εξαρχής όλες τις συμβάσεις και τις ζωτικές κατασκευές που έχει διαμορφώσει η αμερικανική κοινωνία για τον εαυτό της. Αν υπάρχει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που μπορεί να λειτουργήσει και ως καθρέφτης της αμερικανικής κοινωνίας είναι σίγουρα το «Ο πουλημένος». Αν και δύσκολα θα βρεθεί δημόσιο πρόσωπο που θα δεχθεί να αντικρίσει το πραγματικό του είδωλο. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αισθάνεται και ο ίδιος άβολα στην καρέκλα του Ανώτατου Δικαστηρίου στο οποίο έχει προσαχθεί. Η κατηγορία; Θέλει να επαναφέρει στην πόλη μου, το Ντίκενς (μια κουκκίδα στο χάρη του Λος Άντζελες ή, αλλιώς το «τελευταίο προπύργιο της μαυρίλας») το διαχωρισμό των φυλών. Να εγκαθιδρύσει το απαρτχάιντ και μέσω αυτού να επαναφέρει στο χάρτη την αποτελματωμένη περιοχή του. Το παράδοξο; Είναι μαύρος, γαλουχημένος από έναν άκρως ιδιόμορφο πατέρα, τον επονομαζόμενο «Γητευτή των Μαύρων», ο οποίος στην πραγματικότητα αποτέλεσε τη βασική πηγή για όσα έμαθε (το σχολείο ήταν περιττό) και βίωσε (με τρόπο αρκούντως ιδιαίτερο). Η ανάπτυξή του ήταν μια σύντηξη σκέψης και πράξης. Όταν ο πατέρας του δολοφονείται από αστυνομικούς (τα κίνητρα είναι εξόχως ρατσιστικά), ο γιος μένει ξεκρέμαστος μη γνωρίζοντας αν πρέπει να περπατήσει με τα… παπούτσια του πατέρα του ή, παρακινημένος από την πυρετώδη ανησυχία του για το μέλλον του Ντίκενς, να στρέψει τη δράση του προς ένα παράτολμο εγχείρημα. Το αυτό πράττει. Γίνεται ένας «πουλημένος». Φυσικά δεν περιμένει καμία επιδοκιμασία (ούτε καν ψιθυριστή), γι’ αυτό και καταλήγει να καπνίζει μαριχουάνα στο εδώλιο του κατηγορουμένου και να αντικρίζει τη σεπτή έδρα του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ με μιαν αίσθηση αμετάβλητης έκφρασης. Έκανε το καλύτερο που μπορούσε για να επανέλθει η… κανονικότητα της φυλετικής διάκρισης στην μικρή κοινωνία της περιοχής του. Όπως διατείνεται και ο ίδιος, δεν έχει επιβεβαιωθεί από κανέναν αν το φαινόμενο της κοινωνικής ενσωμάτωσης είναι φυσικό, αποτέλεσμα της κοινωνικής εντροπίας και ευταξίας, ή αφύσικο.

Τι, όχι; Ο Μπέιτι σπάει τον σκληρό φλοιό των κατεστημένων ιδεολογημάτων περί παθητικότητας της μαύρης κοινότητας και την αντίστοιχη ισοπεδωτική κοσμοθεωρία των λευκών περί δικής τους ανωτερότητας. Τα θραύσματα είναι πολλά και προκαλούνται από κύματα οργιώδους σάτιρας. Ο Μπέιτι δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Κάθε πρόταση είναι σφυριά καρφωτή στο βασίλειο των πεποιθήσεων που μετέτρεψαν την Αμερική σε ένα έθνος έμφοβο, συντηρητικό, σκληροπυρηνικό, ψευδόμενο με τον εαυτό του. Τα ιερά και τα όσια της αφροαμερικανικής κοινότητας γίνονται φύλλο και φτερό. Τι παράξενο, ο κεντρικός ήρωας δεν διστάζει να διατηρεί ακόμη και δούλο, έναν απόμαχο κομπάρσο σε ταινίες διαλογής, ο οποίος οικεία βουλήσει αποδέχεται το ρόλο του μαύρου σκλάβου με μαύρο αφέντη. Ω, τι «εξαίσια» ιδέα που έχει ο ήρωας του Μπέιτι. Γίνεται ένας κοινωνικός εμπρηστής. Ένας κατ’ επάγγελμα αγρότης (καλλιεργεί εξαίσιες ποικιλίες φρούτων) που παίρνει αυτοβούλως το ρόλο του φυσικού διαχωριστή.

 

Paul Beatty

Paul Beatty

 

Αυτό σημαίνει να φτιάξει ακόμη και σχολείο όπου ο διαχωρισμός των λευκών από τους μαύρους θα είναι εμφανής. Κάπως έτσι η εγκληματικότητα στους δρόμους θα μειωθεί στο ελάχιστο. Τα μέλη των συμμοριών, παιδαρέλια που ακούνε με μανία γκάνγκστα ραπ, παίζουν με όπλα και καπνίζουν μαύρο, θα συμμορφωθούν με τις νέες συνθήκες και όλα θα πάρουν το δρόμο τους. Η παρωδία και το σκώμμα μετατρέπουν το μυθιστόρημα σε λίκνο διαπεραστικής πρόζας. Από το βιβλίο παρελαύνουν κλασικές φιγούρες της αφροαμερικανικής κοινωνίας. Άνθρωποι που κουβαλούν μέσα τους όλα τα στερεότυπα με τα οποία γαλουχήθηκαν. Οι συμπεριφορές τους φέρουν το ευδιάκριτο στίγμα ενός ιδεοψυχαναγκαστικού μάντρα: «οι μαύροι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα». Ο Μπέιτι γράφει σαν να εμπνέεται από τους αδελφούς Μαρξ, τους Άμποτ και Κοστέλο, το λευκό Χόλιγουντ, την ποπ κουλτούρα κι όλα αυτά «κοιτώντας» λογοτεχνικά τη δική του ποιητική σκευή (ο Μπέιτι είναι περισσότερο γνωστός ως ποιητής), τον Τόμας Πίντσον και τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Πρόκειται για μια μεταφορική εκζήτηση που αγγίζει θέματα πολυπολιτισμικότητας σε μια κοινωνία, όπως η αμερικανική, που φοβάται να αγγίξει καθώς καίνε. Για τον έλληνα αναγνώστη, ενδεχόμενα, όλα τούτα είναι μακρινά. Ίσως, όμως, και όχι. Αν καταφέρει να ξεπεράσει κανείς πρόσωπα, καταστάσεις και λήμματα αφιερωμένα σε νόμους που θεσπίστηκαν κατά καιρούς στις ΗΠΑ και αφορούσαν το φυλετικό ζήτημα, θα βρεθεί μπροστά σε ένα άκρως νεωτερικό κείμενο κατάστικτο από οξυμμένο χιούμορ, παροξυσμό σε σημείο ζέσεως και ειρωνική μεθοδικότητα. Η μετάφραση ανήκει στον Νίκο Α. Μάντη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top