Fractal

Για τη «Λάμψη 1983{

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Συλλογικό «Ο ποιητής Ορέστης Αλεξάκης – Ακούστιος ποντοπόρος της αβύσσου», επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης, Δημήτρης Αγγελής, εκδ. Κουκκίδα, σελ. 124

 

Η Λάμψη του 1983, ένα πετυχημένο σύνολο, μια σύνθεση με ψυχή και ουσία που λάμπει ιδιαιτέρως μέσα στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη.

Η ταυτότητα του ποιητή απαιτεί μια βαθιά προσέγγιση και καθόλου μια επιφανειακή, βιαστική ή σύντομη. Στην Αυτοσύστασή του (1) ο ίδιος οριοθετεί το βάθος και την ποιότητα, θα έλεγε κανείς: «Mε λένε Ορέστη μα στη λέξη/μη σταθείς/Παρακαλώ προσπάθησε/πίσω άπ’ τη λέξη/να δεις τη νύχτα του χιονιού/και του αγριμιού/το μάταιο μες στην ερημιά/ν’ ακούσεις κλάμα/ Ένα προσωπικό ημερολόγιο; Μια τοποθέτηση για την ύπαρξη ,όπως συνηθίζει μέσα στο έργο του; Αν μας αφορά η ποιητική του Αλεξάκη, είναι γιατί δεν καταποντίζεται στα Τάρταρα ενός Λυρισμού, αλλά γιατί κρατώντας όλο της το βάρος «με φως και ζόφο πλάθεται και κυριαρχεί» γενναία πάνω στο μεγάλο Τίποτα.

Και ο ίδιος «μολονότι ξένος και μονήρης/ανθίζω κάποτε στο φως ωραίος και πλήρης/» Το παιχνίδι της αντίθεσης στην Αισιοδοξία (2) επιβεβαιώνει την παραπάνω τοποθέτηση. Το φως είναι πάντα παρόν στους στίχους του παρά την αμφισβήτηση των κατόπτρων  που «τον ασχημίζουν τόσο» (Αισιοδοξία, 2) Μοιραία η απεύθυνση σε ένα Εσύ και η απεγνωσμένη αναζήτησή του. Είναι μαρτύριο που πάντα αργεί να ‘ρθει και πρόωρα φεύγει (Ωκεανός, 3) Δυσφορία από την πόλη (την καταραμένη), την βοή, τον κουρνιαχτό, τις μάσκες (τις τρομαγμένες), το βλέμμα (το απελπισμένο του ναυαγού), το φως (το τριμμένο). Παρακμή, εσωτερική ανησυχία, μια αίσθηση αρνητική που δεν αποδυναμώνεται από τη σωρεία των επιθέτων που συνοδεύουν τα θλιμμένα ουσιαστικά. Ο αφηγητής λάμπει αναίτια και με την φαντασία του ταξιδεύει, κάνοντας την προσωπική του υπέρβαση: «Δεν έμαθε η Μαρία πως ταξιδεύω/πως πια δεν κατοικώ σε αυτό το σώμα» (Η επίσκεψη, 5)

 

Ορέστης Αλεξάκης

 

Είναι στη στόφα των ποιητών να βάλλονται από τη Νύχτα και τις ανελέητες μνήμες που συνθέτουν εικόνες μακάβριες. Με τρομάζουν οι μνήμες/περπατάνε/με βήματα ηχηρά πάνω στη στέγη (Η Νύχτα,6) Και είναι η αντίθεση στον Χτύπο (7) που μας φέρνει, μαζί με τον ποιητή, αντιμέτωπους με το μεγάλο παίγνιο που  στηρίζεται στην αντιπαράθεση Ζωής και Θανάτου. Ο έρωτας, ο θάνατος, οι ζωντανοί, οι πεθαμένοι, όσοι έρχονται, όσοι φεύγουν και πώς να τα ισορροπήσει όλα αυτά κανείς; Ίσως ζωντανοί και νεκροί να μπορούν μονάχα στα όνειρα να συνυπάρξουν. Στα όνειρα από την υφή των οποίων είναι ο άνθρωπος πλασμένος, όπως ο Σαίξπηρ είχε πει. Και είναι τα αναπάντητα ερωτήματα πάνω σε ένα αδιάκοπο πηγαινέλα με τους ρόλους κυνικά να εναλλάσσονται: Ποιός είναι; O ζωντανός /που αναχωρεί/ Ποιός είναι; O πεθαμένος / που επιστρέφει (Χτύπος, 7) O  πεθαμένος κάθε τόσο επιστρέφει και «Νέμεση» ονομάζεται, ζητά το αίμα του πίσω, η θεία δίκη τριγυρνά στον κήπο του φονιά (Νέμεση, 8) Αν είναι πρόσφυγες  οι νεκροί, αν είναι διωγμένοι από την όμορφη πατρίδα που ζωή λέγεται, ίσως η λάμψη τους είναι ένα φως που σβήνει κι ο ποιητής τί θέση έχει μέσα σε όλα αυτά. Βρίσκεται πάντα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και η αισθητική του μυρίζει θάνατο κι «είναι πυκνή σαν πέτρα ή σαν σίδερο». Ένας ορισμός για τον ποιητή και το ρόλο του (Κι ο ποιητής…12): «…αδέσποτο σκυλί που  μάταια ψάχνει /στο θεϊκό δοχείο απορριμμάτων». O Αλεξάκης βάζει τη λάμψη, πλάι στο σκοτεινό ουρανό, στο νερό, στην αλήθεια, στη μνήμη, τη μοναξιά. Δείγμα ψυχής και αισθητικής, περιουσία συναισθημάτων, πνεύμα σε ροή, γοητευτική πύκνωση αισθήσεων και λέξεων. Στην Αισθητική του γράφει: «Mε την πυκνότητα της πέτρας ή του σίδερου/ή και του ακόμα πιο πυκνού θανάτου. Ο χρόνος κυλά ερήμην μας. Ο ποιητής σημειώνει την δική του αργοπορία. Να ακούει τον χρόνο ατάραχος να ρέει ,μεγάλα μονοπάτια να τον προσπερνούν και κείνος κλεισμένος στο σαρκίο «σαν όστρακο  σε υποθαλάσσιο βράχο/που μέσ’  απ’ το κλεισμένο κέλυφός του/ακούει θρόους φυκιών νερών ψιθύρους» (Επιδίωξη,15) Ωστόσο, κάθε φορά βρίσκει τη δύναμη σαν τυμβωρύχος να μπαίνει στην Ομορφιά και να την αφουγκράζεται, να την ξεκλειδώνει, να ρεμβάζει ,να «καταθαμπώνεται». Γιατί είναι  «πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα  τα μάτια της ψυχής του»  που θα ‘λεγε και ο Διονύσιος Σολωμός. Η ψυχή του ήλιος που τσακίζει το σκοτάδι, Καλό που ξέρει να ισορροπεί με το Κακό χωρίς κομμάτια του να χάνει, «μουσική των ανθισμένων κήπων». Οι στίχοι του μεταφράζονται σε Αγάπη και Ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη της ζωής. Μπορεί εκείνος να ζει και να ονειρεύεται και να διαχέεται στην απεραντοσύνη. Ακόμα κι αν χάνεται στην μοίρα των βυθών, πάλι το φώς υμνεί με την ποίησή του και μαζί του θέλει πάντα να συνδιαλέγεται. Και οι σιωπές και οι παύσεις του είναι Φως. Γράφει στην Παρομοίωσή (18) του: «Σαν αστερίας που λάμπει στο βυθό του, έτσι η ψυχή μου λάμπει και σωπαίνει.» Το φως και η μνήμη τον κάνουν να κλείνεται στον μικρό του βέβαιο τόπο και να ζει τη μικρή του ανθρώπινη αυταπάτη, αλλά είναι πάντα έτοιμος να  αναζητεί τον εαυτό του αποδεχόμενος τις ρωγμές, τις σκιές και τις εύθραυστες ισορροπίες. Δεν φοβάται να πει στην Προσέγγιση (20) πως οι νεκροί είναι κοντά, πώς νιώθει ότι πλησιάζουν τους ζωντανούς και πως ίσως είναι ο καιρός να τους μιλήσουν. Και δεν είναι τούτο καθόλου τρομαχτικό. Αφού κάθε φορά η ποίηση του Αλεξάκη έρχεται να μας υπενθυμίσει πως ο θάνατος  είναι μέσα στη ζωή, είναι μέρος της. Ήλιος και βροχή πάντα σε ανταπόκριση, σε αγαστή συνύπαρξη, καθώς δεν τεμαχίζεται  η ζωή. Τα αντίθετα είναι τα πιο ταιριαστά  μέσα στον «ρόδινο στοχασμό» του ποιητή. Στην Ανταπόκριση (21) γράφει: «Καθώς εσύ φεγγοβολείς /εγώ/ νιώθω σχεδόν ηδονικά/να σκοτεινιάζω». Είναι άραγε οι σύντροφοι επισκέπτες απειλή για να φοβάται πάλι; Ζυμώνει τον φόβο του καλά μέσα στα ποιήματα είναι η αλήθεια. Και είναι όλη η ποίησή του «ένα πουλί από φως στο μαύρο φόντο» (Απειλή, 23)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top