Ένα ποίημα: “Ο Ποιητής και η Γυναίκα”
Της Κατερίνας Κανάκη Αξούγκα //
– Ξαγρυπνώ ανάμεσα σε λέξεις
που κήρυξαν αντάρτικο στη σκέψη μου.
Πετάνε καβάλα σε όνειρα,
που χτυπιούνται στον τοίχο
και στην οροφή.
– Κι εγώ πάντα εκεί, στο ίδιο σημείο,
καρφί στον τοίχο σου να κρεμάς
την πληγωμένη σάρκα σου,
άδειο πουκάμισο μιας απόφασης
που ποτέ δεν πάρθηκε…
-Κατατάχτηκαν στο στρατώνα
νεοσύλλεκτοι όρκοι για να πάνε
στην Τρωική εκστρατεία.
Για το άδειο πουκάμισο της Ελένης.
-Σου το πα…
Δεν ήθελα ποτέ πολλά.
Έναν σκοπό, για να ‘χω
να στέκομαι περήφανη στο τέρμα.
Τότε θα κάνει ένα βήμα η ζωή μπροστά
κι ένα βήμα πίσω ο θάνατος.
-Κι εγώ ήθελα να αγαπηθώ,
να ξεκουράσω την αγωνία της ζωής μου.
Να ακουμπήσω στα χείλη την υστεροφημία
του απολογισμού ανέξοδα,
χωρίς την αμφιβολία της άλλης αλήθειας.
– Γράφουμε από χωριστές επάλξεις.
Στα κάστρα οι δικές μου λέξεις στρατιώτες
πάντοτε μοιραίοι, έτοιμοι για μιαν έξοδο,
χτυπώντας στα τυφλά.
Μα πάντοτε στο θάνατο ωραίοι!
– Το Κάστρο το δικό μου
έχει αφύλακτες διαβάσεις, πύργους ερημωμένους,
θώρακες σκουριασμένους, τα τιμαλφή μου κλεμμένα
κι εμένα έναν ιππότη, Δον Κιχώτη,
και η Δουλτσινέα κλαίει παράμερα στην έρημο,
στο λερωμένο μαντήλι που της χάρισα.
– Προτίμησες τα τείχη…
Εκεί σβήνεις τώρα ένα- ένα τα κεριά…
– Όχι! Δεν πρέπει να κλάψω.
Γιατί τα δάκρυα μου κόστισαν ακριβά
κι έμαθα να τα κρύβω
στο σκοτάδι σβήνοντας τα κεριά…
– Όλες σου οι μάχες αναίμακτες.
Τα χέρια σου ζήλευες πάντα, γιατί σε πρόδιδαν.
Ήταν πιο θαρραλέα από τα μάτια.
-Πήρα την ετυμηγορία:
όχι εξίσωση άρνησης.
Και σιώπησα από πάθος στην αλήθεια.
– Σκοτώστε τον λοιπόν! Είναι αθώος!!
Είναι των ασημάντων ασήμαντος.
Κρίμα που δεν μπορώ να γίνω Γκιώνης.
Χάθηκε κι αυτός.
– Θα έρθει ο προδότης……
Κατερίνα Κανάκη Αξούγκα
( Δύο γράφοντες – γραφή αυτόνομη) έργο: Β. Ρήνας