Fractal

Διήγημα: “Ο Πληγωμένος Νάρκισσος”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

 

Καθισμένος σ’ ένα παγκάκι αργά το βράδυ, ο νους μου ταξιδεύει σ’εκείνη που ήθελα τόσο πολύ να ξανασυναντήσω. Ο μελαγχολικός μου εαυτός αδυνατεί να την ξεχάσει και το βλέμμα μου κάθε φορά κοιτάει ψηλά τον έναστρο ουρανό, αδημονώντας να πέσει ένα αστέρι εδώ και τώρα για να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου. Δυστυχώς όμως, όλα τ’αστέρια παραμένουν καθηλωμένα. Η μοίρα μου φαίνεται δεν είναι διατεθειμένη να μου χαρίσει αυτή την τελετή. Αντίθετα, φρόντισε να μου στείλει για παρηγοριά ένα ηλικιωμένο να με συντροφεύει. Η χαρούμενη όψη του και η ευγενική παράκληση όταν μου ζήτησε να καθίσει δίπλα μου, μ’ έκαναν να τον συμπαθήσω από την πρώτη στιγμή. Παρότι όλα τα παγκάκια δίπλα ήταν αδειανά και η ώρα περασμένη, εκείνος φάνηκε σαν να βρήκε δίπλα μου κάτι που αναζητούσε από καιρό. Όση ώρα καθόμουν μόνος και συλλογιζόμουν εκείνη, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο. Ο ηλικιωμένος όμως, μ’ ένα τρόπο μαγικό μέσα από τα λόγια του, κατάφερε να με κάνει να ξεχάσω τα πάντα και να προσηλωθώ σε αυτόν, σαν παιδί που γεύεται την ευτυχία του παραμυθιού από το άκουσμα μιας τρυφερής φωνής. Αρχικά, με ρώτησε αν είχα ξαναπεράσει ποτέ απ’αυτό το μέρος. Του απάντησα πως ερχόμουν αρκετά συχνά, διότι μου άρεσε πολύ η ησυχία που περιέβαλλε το χώρο κυρίως τις βραδινές ώρες. Αργότερα, όταν παρατήρησε στο βλέμμα μου πως ήμουν προβληματισμένος, προσπάθησε να μου δώσει να συνειδητοποιήσω πως και εκείνος κάποτε ήταν νέος και είχε περάσει από τους ίδιους προβληματισμούς. “Σίγουρα φαίνεσαι σκεπτικός και προβληματισμένος. Μου θυμίζεις εμένα στα νιάτα μου, όταν έψαχνα και εγώ ένα ήσυχο και απόμακρο σημείο για να μπορέσω να ξεχαστώ. Αλλά, αλήθεια για πες μου, αν μπροστά σου δεν έβλεπες τίποτα παρά μόνο σκοτάδι, πώς θα σκεφτόσουν εκείνη τη στιγμή;”. Ειλικρινά δεν ήξερα τι να του απαντήσω, καθώς ποτέ μου δεν είχα φανταστεί να βρίσκομαι σ’ένα σκοτεινό μέρος μοναχός. Συνήθως, πάντα το μάτι ταξίδευε είτε ψηλά στον ουρανό, είτε μπροστά στη θάλασσα. Αλλά αν δεν έβλεπε τίποτα από τα δύο σίγουρα θα ήταν πολύ διαφορετικά.

“Τι να σας πω; Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ μου. Ίσως θα φοβόμουν πολύ”του απάντησα. Φάνηκε σαν να ικανοποιήθηκε από την απάντησή μου και συνέχισε λέγοντάς μου: “Πιστεύω πως σκέφτεσαι πολύ λογικά. Άλλωστε όλοι καταβάθος φοβόμαστε το σκοτάδι. Για σκέψου όμως να ήσουν κλεισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και από δίπλα να άκουγες γνώριμες φωνές να συνομιλούν μεταξύ τους, εκεί πώς θα τ’ αντιμετώπιζες;”. Το σκηνικό είχε πια αλλάξει. Δεν ήμουν σίγουρος και πάλι τι να του απαντήσω, αλλά σκέφτηκα πως αν ήμουν κλειδωμένος σ’ένα δωμάτιο σκοτεινό και άκουγα φωνές, λογικά θα χτυπούσα δυνατά την πόρτα και θα φώναζα για να μ’ανοίξουν. Δεν μ’άφησε να του απαντήσω όμως. Σηκώθηκε απότομα από το παγκάκι και μου είπε:”Σε αφήνω να το σκεφτείς. Πίστεψέ με, θέλει πολύ σκέψη για ν’ απαντήσεις. Σε χαιρετώ και να είσαι σίγουρος πως θα τα ξαναπούμε κάποτε”. Και έπειτα ξεκίνησε να περπατάει. Καθώς απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο, εγώ σκεφτόμουν πως ουσιαστικά δεν γνώριζα τίποτα για εκείνον, αλλά ούτε και για το μέρος όπου θα ξανασυναντιόμασταν. Γρήγορα έτρεξα να τον προλάβω:”Συγνώμη, αλλά δεν μου είπατε ούτε το όνομά σας”. Ο ηλικιωμένος μόλις συνειδητοποίησε πως τον είχα ακολουθήσει, γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε χαμογελαστός:”Έχεις δίκιο νεαρέ μου και συγχώρεσέ με που το παραμέλησα. Το όνομά μου είναι Πληγωμένος Νάρκισσος και για να με συναντήσεις θα πρέπει να μ’ αναζητήσεις στους καθρέφτες γύρω σου. Λοιπόν, χαιρετώ! Εύχομαι να τα πούμε σύντομα”.Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του και ύστερα χάθηκε. Η διαδρομή για το σπίτι ήταν γεμάτη βαθυστόχαστες σκέψεις. Όλα όσα είχα ακούσει από τον Πληγωμένο Νάρκισσο περνούσαν ασυναίσθητα στο υποσυνείδητό μου και προσπαθούσα να βρω μια λύση. Ποιος ήταν άραγε ο Πληγωμένος Νάρκισσος; Και τι να συμβόλιζε το σκοτεινό δωμάτιο στη ζωή μου; Όταν έφθασα στο σπίτι έτρεξα αμέσως στους καθρέφτες. Προσπάθησα να είμαι όσο πιο διακριτικός μπορούσα. Δεν ήθελα να με αντιληφθεί κανείς. Καθόμουν υπομονετικά και περίμενα μπας και τον συναντούσα και πάλι. Ο Πληγωμένος Νάρκισσος όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ. Αντίθετα, είδα ν’αντανακλά η φιγούρα της μητέρας μου από πίσω και να έρχεται ανήσυχη προς εμένα.

Ήταν πολύ δύσκολο να ξεφύγω από το βλέμμα της. Όσο διακριτικός και αν ήμουν, εκείνη σίγουρα θ’αντιλαμβανόταν πως κάτι με προβλημάτιζε. Ο διακαής της πόθος ήταν να με βλέπει χαρούμενο και όσες φορές παρατηρούσε στο πρόσωπό μου μία λύπη, αμέσως ερχόταν να τη μοιραστεί μαζί μου. Η αδυναμία της απέναντί μου με αιχμαλώτιζε καθημερινά και όταν προσπαθούσα να της κρατήσω κρυφό ένα μυστικό, πάντα είχε τον τρόπο να με παρασύρει να της το αποκαλύπτω. Όμως, τώρα για πρώτη φορά δεν έπρεπε να υποκύψω. Ποιος άλλος άλλωστε θα πίστευε πως υπήρχε στην πραγματικότητα ένας ηλικιωμένος που ονομαζόταν Πληγωμένος Νάρκισσος και ζούσε μέσα σε καθρέφτες; Προσπάθησα να την αποφύγω πηγαίνοντας προς το δωμάτιο για να ξαπλώσω. Η μητέρα με ακολούθησε, ήρθε πάνω από το κεφάλι μου και με ρώτησε αν όλα είναι εντάξει. Της απάντησα πως όλα είναι μια χαρά. Μα, εκείνη επέμενε να της πω την αλήθεια. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι για να βρω μια καλή δικαιολογία. Όσο όμως και να ήθελα να συγκεντρωθώ, τα λόγια του Πληγωμένου Νάρκισσου δεν μου το επέτρεπαν. Τότε, σκέφτηκα να της μιλήσω για το σκοτεινό δωμάτιο. “Μητέρα, για να είμαι ειλικρινής υπάρχει κάτι που με προβληματίζει”της είπα και εκείνη ανυπομονούσε να ακούσει. “Απόψε το βράδυ που είχα πάει στο παγκάκι για να πάρω λίγο αέρα, σκεφτόμουν το πως θα ήταν η ζωή ενός ανθρώπου που θα εγκλωβιζόταν μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και οι γύρω του θα μιλούσαν δυνατά χωρίς κανένας να τον βλέπει. Όταν έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του, πίστεψα πως έπρεπε να προσπαθήσω να χτυπήσω την πόρτα μέχρι να μ’ ακούσουν. Αλήθεια εσύ τι θα έκανες;”.Η μητέρα φάνηκε σκεπτική.”Πράγματι, θεωρώ πως είναι η πιο σωστή απόφαση για να μπορέσεις ν’απεγκλωβιστείς. Και εγώ ακριβώς το ίδιο θα έκανα”.Και αφού της εξήγησα πως τώρα που το μοιράστηκα μαζί της αισθανόμουν καλύτερα, ύστερα ήρεμη έφυγε από το δωμάτιο. Το ίδιο βράδυ ονειρεύτηκα και είδα στον ύπνο μου τον Πληγωμένο Νάρκισσο να έρχεται και να με συναντά. Στο χώρο υπήρχαν πολλοί καθρέφτες και εκείνος εμφανίστηκε από κάποιον και μου φώναζε δυνατά:”Νεαρέ μου μην ξεχνάς πως καθρέφτης της ψυχής είναι τα μάτια”.Και το επαναλάμβανε πολλές φορές, μέχρι να το εμπεδώσω. Το πρωί που ξύπνησα, δεν θυμόμουν όλες τις σκηνές από τα όνειρα. Η φράση του όμως, είχε μείνει βαθιά χαραγμένη μέσα μου. Μήπως βρισκόταν τελικά στα μάτια ενός ανθρώπου; Έπρεπε να βγω έξω και να τον αναζητήσω μέσα σε όλους τους καθρέφτες που θα συναντούσα και σε όλα τα μάτια που θα έβλεπα μπροστά μου. Σίγουρα ο Πληγωμένος Νάρκισσος υπήρχε εκεί έξω και περίμενε να τον συναντήσω. Από εκείνο το πρωινό και έπειτα ξεκίνησα την αναζήτηση. Κάθε φορά που έβγαινα και παρατηρούσα τον κόσμο δίπλα μου, προσπαθούσα με κλεφτές ματιές να δω στα μάτια τους αν κάποιος τον έκρυβε μέσα του. Ύστερα πήγαινα στους καθρέφτες των μαγαζιών και καθόμουν με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν. Ακόμα και σε βιτρίνες έψαχνα το συμπαθή ηλικιωμένο, όμως δεν είχε εμφανιστεί πουθενά. Λυπημένος, επέστρεφα σπίτι. Εκεί με περίμενε πάντοτε η στοργική μητέρα. Αναζητούσα την παρηγοριά της και σαν δικαιολογία της έλεγα πως δεν είμαι όμορφος και οι άνθρωποι δεν με κοιτάνε στα μάτια.

Η μητέρα με καθησύχαζε και μου έλεγε πάντα τα ωραιότερα και πιο γοητευτικά λόγια για να μου τονώσει το ηθικό. Με θαύμαζε περισσότερο απ’όλους και μου έδινε τη δυνατότητα να αισθάνομαι ξεχωριστός. Μα αν δεν έβγαινα να ψάξω τον Πληγωμένο Νάρκισσο, ήμουν σίγουρος πως σε κάποια ανύποπτη στιγμή, θα μ’έβρισκε αδύναμο και θα μου έκλεβε το μυστικό μέσα απ’ τα χείλη μου. Συνέχισα να τον αναζητώ, η κατάληξη όμως ήταν και πάλι η ίδια. Απεγνωσμένος λοιπόν αποφάσισα ν’αποσυρθώ και να σταματήσω να ελπίζω πως κάποτε θα ξανασυναντιόμασταν. Καθώς περπατούσα στο δρόμο και αδιαφορούσα για τους γύρω, ξαφνικά είδα να περνά από δίπλα μου εκείνη και μες τα μάτια της κρυμμένος ο Πληγωμένος Νάρκισσος. Δεν μπορούσα να το πιστέψω πως την έβλεπα ξανά! Ήθελα να σταματήσω να της μιλήσω, μα φοβόμουν τρομερά να την προσεγγίσω. Και ο Πληγωμένος Νάρκισσος για ποιο λόγο να κρυβόταν μες τα μάτια της άραγε; Αχ, εαυτέ μου την άφησες και πέρασε από μπροστά σου σαν αεράκι διαπεραστικό! Πήγα προς το σπίτι και πάλι. Κλείστηκα στο δωμάτιο. Προσπαθούσα να σκεφτώ ένα τρόπο με τον οποίο θα έφτανα στο σημείο να της μιλήσω. Ήθελα να γεννήσω στίχους. Μήπως ήταν εκείνη η παρουσία που φώναζε άραγε δυνατά στο απέναντι δωμάτιο και δεν μ’ άκουγε; Δεν ήξερα πως να το αντιμετωπίσω. Αναστέναζα και κρυβόμουν απ’όλους. Η μητέρα δεν ήθελα να αντιληφθεί τίποτα. Οι καθρέφτες πλέον δεν είχαν σημασία. Τώρα που είχα βρει που είναι κρυμμένος ο Πληγωμένος Νάρκισσος έπρεπε να τον συναντήσω. Ύστερα από λίγες μέρες τη βρήκα τυχαία. Δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία. Την έβλεπα καθόταν πιο πέρα, μα εγώ έπρεπε να κάνω το βήμα. Για μια φορά στην ζωή μου έπρεπε να φανώ αποφασιστικός. Την είδα που κατευθυνόταν προς τα έξω. Ίσως έφευγε μια για πάντα και χανόταν. Έτσι σκεφτόμουν την ευκαιρία που έπρεπε ν’αρπάξω. Και αν ποτέ μου έως τώρα πραγματικά δεν είχα προσπαθήσει για κάτι, απόψε έπρεπε να το επιδιώξω. Πήγα προς το μέρος της και τα βλέμματά μας συναντηθήκαν. Άλλες φορές μπορεί και να ντρεπόμουν, μα τώρα βλέποντας καθαρά τον Πληγωμένο Νάρκισσο να με κοιτά, είχα ένα παραπάνω λόγο για να προσπαθήσω. Χαιρετηθήκαμε ύστερα από χρόνια. Ο φόβος μου για την απόρριψη ολοένα και αυξανόταν. Αποφάσισα να της μιλήσω και να της ζητήσω να μ’ακολουθήσει για να πάμε κάπου να συζητήσουμε .Φάνηκε διστακτική. Σαν ν’ αναρωτιόταν από μέσα της το λόγο για τον οποίο ήθελα να την προσεγγίσω. Την ξανακοίταξα μες τα δυο της μάτια και της υποσχέθηκα πως ήθελα μονάχα να μοιραστεί μαζί μου μια βόλτα και έπειτα θα την γυρνούσα και πάλι πίσω. Η διστακτικότητά της είχε μεταμορφωθεί πια σε δίλημμα και εγώ έπρεπε να την πείσω. Αισθάνθηκα την ανάγκη να της πιάσω το χέρι απαλά και να την κλέψω για λίγο απ’ όλους. Δεν περίμενα να μου ανταποκριθεί. Της είπα να μ’ εμπιστευτεί και να αισθανθεί απελευθερωμένη. Έπειτα ξεκινήσαμε να περπατάμε για πολύ ώρα, ώσπου φτάσαμε στο παγκάκι όπου είχα συναντήσει και τον Πληγωμένο Νάρκισσο. Δεν ήξερα αν θα ήταν η κατάλληλη στιγμή ν’ αναφερθω για τον ηλικιωμένο που έκρυβε μες τα μάτια της. Ήμουν τρομερά μπερδεμένος. Παρατηρούσα την απέραντη ομορφιά της και αιχμαλωτιζόμουν στα πανέμορφα χαρακτηριστικά της. Την είπα να καθίσει δίπλα μου. Θυμήθηκα κάποιους στίχους που είχα γράψει. Δεν ήθελα όμως να της απαγγείλω. Ήθελα να της εξηγήσω το τι σήμαινε ο κάθες στίχος στη ζωή μου ξεχωριστά. Της μίλησα για ένα κάστρο που τόσα χρόνια τα τείχη του με είχαν εγκλωβίσει. Της έδωσα να καταλάβει πως κάθε φορά που κοιτούσα το φεγγάρι αισθανόμουν σαν να το βλέπω να μελαγχολεί. Οι άνθρωποι γύρω μου όμως δεν το αντιλαμβανόντουσαν. Αντίθετα προσπαθούσαν να με πληγώνουν όλο και περισσότερο με τη στάση τους και τα βλέμματά τους, μέχρι που στο τέλος κατάφεραν να μου κόψουν τα φτερά για να μην ξαναπετάξω. Της εξήγησα επίσης, πως κάθε φορά ονειρευόμουν τη στιγμή που θα κούρνιαζα μες την αγκαλιά της, αλλά δυστυχώς ένα ευαίσθητος χαρακτήρας αυτού του κόσμου μαθαίνει να ονειροπολεί και να ζει μοναχικά μες τη φαντασία του. Μα, τώρα την είχα μπροστά μου και μες στα μάτια της έβλεπα τον ενθουσιασμό της και μαζί και του Πληγωμένου Νάρκισσου. Την πήρα στην αγκαλιά μου και σφιχτά την κρατούσα ελπίζοντας να αισθανθεί τον ψυχικό μου κόσμο. Όμως κάποια στιγμή χάθηκε μες στο σκοτάδι. Όλα ήταν μαύρα γύρω μου και ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο σκηνικό που μου είχε περιγράψει κάποτε ο Πληγωμένος Νάρκισσος. Μια φωνή μου μιλούσε από κάπου εκεί στα σκοτεινά και μου φάνηκε γνώριμη. Τόσο γνώριμη και συνάμα τρομαχτική που φώναζε δυνατά για να την ακούσω: “Ήμουν βρέφος όταν για πρώτη φορά η μητέρα με έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά της. Ένα χαμογελαστό και ευδιάθετο σπλάχνο, που το λάτρεψε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στη ζωή της. Αυτή η παθιασμένη λατρεία της απέναντί μου, ήταν και η αιτία που πήρε την απόφαση να με βαφτίσει Πληγωμένο Νάρκισσο. Για εκείνη εγώ ήμουν ο Θεός της και παράλληλα ο θνητός σύντροφος που είχε στήριγμα για να βασιστεί και σαν θυμάμαι τον εαυτό μου νεαρό να βγαίνει στον έξω κόσμο για να τον γνωρίσει, στο τέλος πληγωμένος συναισθηματικά επέστρεφε και πάλι πίσω στο σπίτι. Το στοργικό βλέμμα της μητέρας δεν το συνάντησα ποτέ σε κανέναν άλλον δίπλα μου. Δεν άντεχα την απόρριψη και τον πόνο. Πίστευα πως η ζωή μου θα κυλούσε για πάντα δίπλα της, αρμονικά και γεμάτη αγαλλίαση. Όμως, μια φορά βρέθηκα και εγώ στη δική σου θέση, το σκοτάδι μ’είχε εγκλωβίσει και οι φωνές από το διπλανό δωμάτιο ακουγόντουσαν όλο και πιο δυνατά. Ήταν η φωνή της μητέρας μου. Την άκουγα καθαρά. Χτυπούσα ανυπόμονα την πόρτα και πίστευα πως θα μ’ ακούσει. Μα, όσο εκείνη δεν ανταποκρινόταν στο χτύπημά μου, τόσο ο φόβος και ο πανικός μ’εγκλώβιζαν περισσότερο. Δεν σκεφτόμουν τίποτ’ άλλο. Της έλεγα:”Μητέρα άνοιξε την πόρτα δεν μ’ακούς;”αλλά εκείνη συνέχιζε να μιλάει δυνατά. Σ’εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο έζησα την υπόλοιπη ζωή μου. Από τότε μέχρι σήμερα που είμαι γέρος ηλικιωμένος, ποτέ μου δεν μπόρεσα να βρω τον τρόπο να την ανοίξω. Και ξέρεις για ποιο λόγο νεαρέ μου; Διότι δεν είχα την πίστη και την υπομονή σαν εσένα να πιστέψω σε κάτι που μου έλεγε το ένστικτό μου. Ποτέ μου δεν επέμεινα στη ζωή και δεν προσπάθησα να βρω το κίνητρο ν’αντιμετωπίσω τον κάθε φόβο μου εκεί έξω. Όμως, εσύ το έκανες! Πίστεψες στα λόγια ενός άγνωστου ηλικιωμένου, βγήκες να τον αναζητήσεις και στο τέλος κατάφερες και να τον απεγκλωβίσεις. Και όλα αυτά για να καταλάβεις πως όπως ποτέ κανείς δεν θα έδινε βάση στα λόγια ενός ξένου που συνάντησε τυχαία στο παγκάκι, έτσι και εσένα ποτέ κανείς δεν θα συνειδητοποιούσε πως μια παρουσία θα μπορούσε να γίνει η έμπνευση και ο διακόπτης που θα έδινε και πάλι φως σ’αυτό εδώ το σκοτεινό δωμάτιο. Εδώ είναι ο κόσμος σου νεαρέ μου, αλλά εδώ είναι και τα κλειδιά της πόρτας. Άνοιξέ την λοιπόν τι περιμένεις; Και μη σου φανεί παράξενο αν και στο διπλανό δωμάτιο οι φωνές ζητούσαν απεγνωσμένα λίγο φως για να δουν. Εσύ φώτισέ τους και άφησέ τους να συναντήσουν τον κόσμο σου, όπως φωτίζεις τόσα χρόνια την ψυχή σου πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί και απελευθερώνεις τους προβληματισμού σου”. Έκτοτε, ένα λαμπερό φως άρχισε να λάμπει και πάλι, εκείνη ήταν ακόμη μες στην αγκαλιά μου και στα μάτια της δεν υπήρχε πια ο Πληγωμένος Νάρκισσος. Αγναντεύαμε ξένοιαστοι πάνω ψηλά τον έναστρο ουρανό και λίγη ώρα αργότερα έπεσε ένα αστέρι προς τα κάτω. Μόλις το είδε, αμέσως μου ζήτησε να κάνω μια ευχή. Η δική μου ευχή όμως είχε ήδη πραγματοποιηθεί!

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top