Fractal

Διήγημα: “Ο πίνακας και η ακτινολόγος”

Του Κώστα Πατίνιου // *

 

 

f18

 

Είχε τα χρόνια του Χριστού˙ κουβαλούσε το δικό της σταυρό και ανέβαινε αργά αργά το δικό της Γολγοθά. Ωραία νέα και ατυχής, αν και το «ατυχής» με επιφύλαξη το λέω, γατί και η τύχη είναι υποκειμενική. Δεν της έλειψαν οι σχέσεις ούτε οι έρωτες ούτε οι εραστές. Δεν την έφαγαν τα χρόνια, αλλά… Οι διεργασίες που γίνονταν μέσα σ’ αυτό το αυγοειδές κεφαλάκι, με τη μελαχρινή χαίτη να το καλύπτει, είναι που προκαλούσαν την «ατυχία» της.

Ο Πάρης ήταν ο μόνος της φίλος. Την έμαθε καλά, πολύ καλά θα έλεγα. Γνώριζε κάθε της κίνηση τα τρία τελευταία χρόνια. «Συστήθήκαν» σ’ ένα κατάστημα με πίνακες ζωγραφικής και δυο μέρες αργότερα βρέθηκε στο σπίτι της. Έμενε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα σε προάστιο της Λευκωσίας. Ακτινολόγος στο επάγγελμα˙ τις καθημερινές και τις Κυριακές, όταν δούλευε, η ζωή κυλούσε σχετικά ήσυχα. Το πρόβλημα ήταν σε μικρότερο βαθμό τα βράδια και σε μεγάλο βαθμό τις Κυριακές που δεν είχε βάρδια.

Ακτινολόγος στο επάγγελμα, με τις ακτίνες και τα μηχανήματα που χειριζόταν, μπορούσε να δει πίσω από αυτά που βλέπει ένα γυμνό μάτι. Μπορούσε να βοηθήσει στη διάγνωση των στρεβλώσεων της φυσικής ροής της υγείας των ανθρώπων, αλλά δεν μπορούμε ν’ ακτινογραφήσει και να δει τη δική της στρεβλωμένη πραγματικότητα που φαινόταν με γυμνό μάτι.

Τα βράδια όταν ήταν μόνη, γέμιζε το ποτήρι της κρασί, επέλεγε την αγαπημένη της μουσική και καθόταν αναπαυτικά στον καναπέ έχοντας στα χέρια της ένα βιβλίο και διάβαζε. Τα μάτια της κάθε τόσο δάκρυζαν και ξεροκατάπινε σαν να της στάθηκε κάτι στον λαιμό. Σηκωνόταν να πάρει το μαντίλι της για να τα σκουπίσει, έπινε λίγο νερό, αλλά δεν επέστρεφε αμέσως˙ μόνο στεκόταν και κοίταζε για ώρα τον αγαπημένο της πινάκα, τον οποίο αγόρασε πριν από τρία χρόνια.

Ήταν ένας πινάκας, ο οποίος απεικόνιζε ένα γυμνό άνδρα που κρατούσε ένα σεντόνι,  ένα γυμνό άνδρα με την πλάτη στραμμένη προς το θεατή του και το κεφάλι γυρισμένο έτσι ώστε να βλέπει στα μάτια όποιον τον κοιτάζει. Του μιλούσε για όλα τα στραβά και ανάποδα που πίστευε ότι της τύγχαναν στη ζωή, για τα γουρούνια τους άνδρες που το μόνο που θέλουν είναι να «πηδήξουν». Μια γυναίκα τού μιλούσε για τη μοναξιά, την απέραντη μοναξιά που ένιωθε τα κρύα βράδια του χειμώνα που διανύαμε. Του μιλούσε και του περιέγραφε, σαν να μην ήταν εκεί αυτόπτης μαρτυράς στην κάθε της στιγμή.

Οι Κυριακές που δε δούλευε γίνονταν ακόμα πιο βαρετές. Κλεισμένη στο σπίτι όλη μέρα. Παλαιότερα, τις Κυριακές, πήγαινε στο χωριό και έκανε παρέα στη μητέρα της που ζούσε μόνη και τη φρόντιζε μια οικιακή βοηθός. Έχει 5-6 μήνες που μακαρίστηκε η μάνα της. Δε βγαίνει, μένει σπίτι και κάνει παρέα στη μοναξιά της, διαβάζει, ακούει μουσική και μιλά με το γυμνό άντρα του πινάκα.

Τις Κυριακές άλλαζε και ο πίνακας φαινόταν διαφορετικός από τις άλλες μέρες. Φαινόταν πιο σκυθρωπός, πόσα να δει και αυτός, πόσα να ακούσει, βάρεσε το κεφάλι του. Μια Κυριακή δεν άντεξε. Την ώρα που αποκοιμήθηκε η κυρία του, ο γυμνός άνδρας του πίνακα μάζεψε το σεντόνι, το έριξε κάτω από την κορνίζα, κατρακύλησε και κατέβηκε. Κάλυψε τη γύμνια του με το σεντόνι, στάθηκε για λίγο και κοίταξε από άλλη οπτική γωνιά την κυρία που τον φιλοξενούσε τα τρία τελευταία χρόνια. Μετά πήρε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της και μ’ ένα μολύβι που βρήκε διπλά στο τραπέζι, της έγραψε: «Θέλει θάρρος η ζωή» και υπόγραψε: «Με αγάπη, Πάρης». Έσκυψε, τη φίλησε και έφυγε. Έμεινε στον τοίχο μια κορνίζα μόνη, σαν ακτινογραφία της άδειας της ζωής.

 

 

 

* Ο Κώστας Πατίνιος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1971 κυκλοφορούν τρία βιβλία του με διηγήματα και ποίηση από τις εκδόσεις Αρμίδα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top