Fractal

Διήγημα: “Ο Πελαργός”

Της Ιωάννας Κορδοπάτη // *

 

 

f4

 

 

Πόσες πόλεις και χωριά έχω επισκεφτεί; Έχασα πια το μέτρημα. Πολλές. Σχεδόν όλη την ελληνική επαρχία.

Βουνό και θάλασσα. Κυρίως βουνό: εκεί ο κόσμος ψωνίζει περισσότερο. Όλο και κάτι θα του λείπει.

Μόλις φτάσει στην πλατεία το φορτηγό μας βγαίνουν σιγά-σιγά οι γυναίκες απ’ τις πόρτες τους. Ισιώνουν τα μαλλιά τους, στρώνουν με απλές ,κάθετες κινήσεις τα ρούχα τους. Δυο κινήσεις όλες και όλες είναι ικανές να ξαναδώσουν στο κουρασμένο πρόσωπο της νοικοκυράς τη λάμψη της θηλυκότητας. Για αυτό καμιά τους δεν βιάζεται. Πάντοτε πλησιάζουν αργά. Ο ρυθμός -το ξέρουν-είναι που ξεχωρίζει τη γοητεία απ’ την υστερία.

Περιμένει υπομονετικά ο Ανέστης και ετοιμάζει το εμπόρευμα. Μαζί ταξιδεύουμε, οι δυο μας. Τον ξέρω από την εποχή που είχε μαγαζί στην Ομόνοια. Τριάντα χρόνια πριν, και βάλε!

Υαλοπωλείον, «το Κρύσταλλο» !

Μέσα είχε εμαγιέ, πλαστικά, γυάλινα, ξύλινα, αλουμίνια μα κρυστάλλινα άλλα δεν είχε!

Τότε είχα περίοπτη θέση στη βιτρίνα του. Ήμασταν έξι ολόιδια ποτηράκια του λικέρ, πράσινα με ένα περίτεχνο μπουκάλι στο κέντρο. Ο Ανέστης μας έψαξε, μας βρήκε και μας έφερε στο μαγαζί του. Σαν έκπτωτοι πρίγκιπες νιώσαμε ανάμεσα σε τόσα φτηνά κατσαρολικά!

Ο Ανέστης, της Τρίτης Δημοτικού όπως του πέταξε μια μέρα η δεσποινίς Ολυμπία, του Πολυτεχνείου!

Για χάρη της Ολυμπίας βρέθηκα στο μαγαζί. Επειδή αγαπούσε τα χρωματιστά γυαλάκια. Κυρίως τα πράσινα.

Μα τι ευγενικά χέρια είχε η Ολυμπία! Πως άγγιζε τα πράγματα: με βεβαιότητα κι όμως απαλά! Είχα φοβηθεί μια μέρα πως θα πέσω και θα γίνω κομμάτια καθώς με περιεργαζόταν στο φως της λάμπας, μα με κράτησε. Έτσι όπως κρατούσε το πρόσωπο του Ανέστη και το περιεργαζόταν στο φως των ματιών της, το πράσινο.

Πρώτη φορά την είδε όταν ήρθε να δουλέψει στο αρχιτεκτονικό γραφείο απέναντι, στον τρίτο.

Η Ολυμπία είχε μόλις τελειώσει τη σχολή της. Ο Ανέστης είχε μόλις τελειώσει τη ζωή του. Νωρίς.

Ένας γρήγορος γάμος και τρία παιδιά το ένα πίσω απ’ το άλλο.

Πρώτη δουλειά για την Ολυμπία.

Πήρε βαθιά ανάσα, κοντοστάθηκε στην είσοδο της οικοδομής.

Πάτησε με το δεξί. Πίσω απ’ το τζάμι του μαγαζιού του την είδε ο Ανέστης. Αχ να πατούσε και αυτός με το δεξί μαζί της!

Πάτησε. Πως και γιατί; αυτά στα τόσα χρόνια που ζω δεν τα έχω απαντήσει.

Πάντως πέντε ολόκληρα χρόνια έμπλεξαν τις ζωές τους.

Στα πέντε αυτά χρόνια, ο Ανέστης έγινε από άνθρωπος που ήταν, πελαργός! Στεκόταν στο ένα του πόδι: το δεξί. Μα το άλλο δεν το πάτησε. Το βήμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τρία παιδιά και μια γυναίκα στην ιδιοκτησία της οποίας ήταν το κατάστημα, κρατούσαν το πόδι του γερά στο έδαφος.

 

Στα πέντε χρόνια, η Ολυμπία έφερε ένα κιβώτιο στο μαγαζί. Το πέταξε στα πόδια του και χωρίς κουβέντα έφυγε.

Καρτ ποστάλ, φωτογραφίες, δύο δακτυλίδια, σκουλαρίκια σε σχήμα καρδιάς, γράμματα, και κάτι πράσινο που είχε γίνει κομμάτια.

Από όλα μας, μόνο εγώ έμεινα. Γλύτωσα με ένα βαθύ ράγισμα.

 

Είμαι πάνω από τριάντα χρόνια με τον Ανέστη.

Φύγαμε απ’ το μαγαζί. Φύγαμε από παντού.

Φαίνεται πως μετά από πέντε χρόνια στο ένα πόδι, και με την Ολυμπία φευγάτη , κάπου στη βόρεια Ελλάδα, ο Ανέστης στο τέλος πέταξε.

Από τότε δεν έχουμε σπίτι. Γυρίζουμε όλη τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θράκη. Με το φορτηγό. Οι δυο μας.

Καλά περνάμε. Κάθε βράδυ κάνει την προσευχή του ο Ανέστης και με φυλάει πάνω στο ράγισμα.

Κάθε μέρα τρέχουν τα χιλιόμετρα, οι πόλεις, οι άνθρωποι, τα χρόνια! Όπως τρέχουν λίγο-λίγο ξεθωριάζουν. Μόνο το χρώμα μου δεν ξεθώριασε καθόλου, το πράσινο.

 

 

 

* H Ιωάννα Κορδοπάτη γεννήθηκε στη Θήβα που θα ήταν απλώς και μόνο μια επαρχιακή πόλη, αν δεν ήταν η γη του μύθου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top