Fractal

Διήγημα Fractal: “Ο παππούς Κων/νος”

Της Χρυσούλας Βακιρτζή // *

 

-Α, Παναϊα μ’, τρόμαξε να φύγει η καθούσα! Αυτή η Μαλάμω όπου κάθεται, πιάνει αράχνες μέχρι να σηκωθεί απ’ ον τόπο της, βρε Παγώνα…

-Εσύ να μη μιλάς, Κωνσταντίνε. Ήρθε η γυναίκα να περάσει λίγο την ώρα της, να την έδιωχνα:

-Κι εσύ  άλλο που δεν θέλεις. Δέκα ώρες πέρασαν να κάθεσαι ‘κει κοντά στο ντουβάρι της αυλής κι άσε με εμένα να φωνάζω τρία μερόνυχτα στη σειρά! Ορίστε… Ορίστε, έκαψες και τις πατάτες που τηγάνιζες για το παιδί!

 

Με πέτρα και ξύλο ήταν χτισμένο το δίπατο σπίτι, στο οποίο γι’ άλλη φορά επικρατούσαν εντάσεις, ενστάσεις θυμών και νεύρων –κυρίως στο μικρό δωμάτιο δεξιά του πάνω ορόφου του χωριού Γεωργιανής Παγγαίου. Μπαινόβγαινε φουριόζα η γιαγιά, τρέχοντας απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο ενώ  οι διαξιφισμοί της με τον παππού έδιναν κι έπαιρναν.

Μόνιμα ήταν πια αραγμένος ο παππούς Κωνσταντίνος  στο σιδερένιο του κρεβάτι που βρισκόταν στο δωμάτιο των συνηθισμένων τους διαξιφισμών. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τους πόνους στη μέση και τα σοβαρά προβλήματα με την όρασή του, ο λεβέντης και θυμόσοφος παππούς, παρέμεινε ακμαίος σε μυαλό και πνευματική διαύγεια.. Αραγμένος ήταν μόνο στο σώμα., γιατί στο μυαλό ο 85χρονος παππούς , γονιός της μαμάς μου, τα ‘χε κάτι παραπάνω από 400, όπως λέει και το λαϊκό ρητό.

-Στον παππού να το πεις, Κατερίνα μου, στον παππού σου! Μη δει να σταυρώνω μια κουβέντα με τη Μαλάμω και δώστου κοπανάει το μπαστούνι του στο πάτωμα, ο πεισματάρης… Αλλά, ξέρω, θέλει να παρατάω τους πάντες και τα πάντα για να έρτω κοντά του! Σα μικρό παιδί κάνεις, Κωστή…

-Εμένα  με ψάχνανε μια βδομάδα τρεις διμοιρίες των Λευκορώσσων το ’17 –θα ‘μου, δε θα ‘μουν δεκάξι χρονώ αμούστακο αγόρι!

Ευτυχώς που με σκέπασε με το σώμα του, ‘κείνο το άσπρο άλογο, πουλάρι ήταν, μικρό σαν και μένα, και μου έσωσε τη ζωή… Αλλιώς, έτσι που μας πέταξε όλους η οβίδα την ώρα της έκρηξης, τώρα θα ‘μουν νεκρός, καλή μου Άννα… Να, ορίστε, έχω και τον μεγαλόσταυρο! Πεθαμένο  με είχανε για μια βδομάδα, δηλωμένο ήδη στους νεκρούς της Ελλάδας… Πώς έζησα, πώς ανάπνεα μέσα σ’ εκείνη τη σκοτεινή λακκούβα, βαθιά μέσα στο χώμα, μου λες;

Σαν ένα όμορφο, θαυμαστό παραμύθι έδινε κι έπαιρνε από στόμα σε στόμα τούτη η παλιά περιπέτεια του παππού. Όλοι, μα όλοι στο σόι μας θαυμάζαμε τον παππού, όταν λέγαμε μεταξύ μας την ιστορία του. Δούλευε ξυλοκόπος στο Άγιο Όρος, όπου είχε πάει  απ’ την πατρίδα του, τα Μύδια της Θράκης, όταν στη Ρωσία οι κομμουνιστές έριξαν τον Τσάρο και ξέσπασε εμφύλιος σπαραγμός σ’ αυτήν την αχανή χώρα. Λίγα πρόλαβε να δει, αλλά πολλά κατάλαβε σ’ εκείνες τις στέπες που βρέθηκε να είναι επιταγμένος στο πλευρό του Λευκού Στρατού.

 

Ώρες ατέλειωτες περνούσα στη σκέψη αυτής της τόσο όμορφης, όμως εξίσου τρομαχτικής περιπέτειας του παππού Κωστή. Ονειρευόμουν να την γράψω κιόλας κάποια στιγμή, τούτην εδώ την ιστορία, όταν θα γινόμουν μεγάλη και τρανή συγγραφέας.

Ο ίδιος δε συνήθιζε να μιλάει πολύ, ωστόσο το βλέμμα του έλεγε πολλά με τη σοβαρότητα και τον στοχασμό του όταν σε κοιτούσαν –κάτω από την τραγιάσκα με τα γκρίζα καρό τετραγωνάκια, που συνήθιζε να φοράει, κυρίως για να προστατεύονται τα μάτια του στο φως και την αντηλιά.

Μόνο όταν τον έπαιρνε το μεγάλο παράπονο με τη γυναίκα του, την Παγώνα,  που συνήθιζε να τον αφήνει μονάχο του, τις απογευματινές ώρες.  Όλα ου τα έκανε, σε τίποτα δεν τον άφηνε η μικρόσωμη και πάντα αεικίνητη γιαγιά μας.  Και το ζεστό φαί του και το γιαούρτι, πάντα καλά στραγγισμένο απ’ τα χεράκια της. Ποτέ δεν αμελούσε το φρέσκο νερό, το τσάι με τα εννιά  διαφορετικά βότανα. Υπέφερε πολύ απ’ τον προστάτη του ο Κωστής της, που ήταν γι’ αυτήν ο κόσμος της όλος κι έπρεπε να πίνει πολλά υγρά, ώστε να μην τον πιάνουν πόνοι στην κύστη του.

-Κάπνισε ο κύριος τα σέρτικα τσιγάρα, τα ‘χε κρυμμένα μέσα στην καμινάδα, στο τζάκι καλέ, και ύστερα βαρέθηκε μόνος του! Αμ, θα μαλώσω τον Γιάννη, που τον ακούει και του φέρνει στα κρυφά τσιγάρα, έτσι και τον πιάσει κάνα άσθμα –δε κοιτάει τα κουρέλια του….

Τώρα, πώς κατάλαβε η άμια Παγώνα, όπως την αποκαλούσε όλη η Γεωργιανή, ότι το προηγούμενο απόγευμα ο μπαμπάς μου έκρυψε τρία πακέτα τσιγάρα «Έθνος, εξαιρετικά» μέσα, βαθιά στην καμινάδα του παλιού τζακιού, ποτέ μου δεν θα μπορέσω να βρω εξήγηση σ’ αυτό.  Εγώ η ίδια κρατούσα τσίλιες, όση ώρα οι πατερούληδες προσπαθούσαν να καταχωνιάσουν τα άφιλτρα μέσα στην καμινάδα. Άγιος Βασίλης κόντεψε παρά τρίχα να γίνει, ο Γιάννης ο λεπτόσωμος γαμπρός της άμιας Παγώνας.

Όσο για το τι προφυλάξεις πήρα, όσην ώρα ο παππούς Κωστής απολάμβανε τις τζούρες του, ενώ εγώ είχα την εποπτεία Δράμας – Νκήσσιανης – Σερρών –χώρια τη Γεωργιανή και το Παγγαίο, όλα αποδείχτηκαν μάταια. Τι κι αν κατέβαζε πολύ χαμηλά το καφέ τσεμπέρι, ώστε να μην πάρει κανείς απ’ τους γύρω της χαμπάρι, ότι έπληττε και το έριχνε στον ύπνο η κυρα Παγώνα, τίποτα μα τίποτα δεν της ξέφευγε αυτηνής!

Πόσο μάλλον εγώ κι ο παππούς μου, ο ήρωας του ξακουστού πολέμου, που πήρε και τον τιμητικό σταυρό ως στρατιώτης του Λευκού Στρατού. Εξάλλου, λευκό ήταν και το νεκρό πουλάρι που τον σκέπασε έτσι όπως πετάχτηκε απ’ το ωστικό κύμα της οβίδας και του προστάτευσε την ίδια του τη ζωή, όντας αμούστακο αγόρι τότε ο Κωστής.

Παρ’ όλες τις απειλές, τις αποφάσεις, τα περιέργως αναποδογυρισμένα μάλλινα σώβρακα και τους λίαν ενοχλητικούς καθρέφτες, ο πρωτοξάδερφός μου, ο όμορφος Κωνσταντίνος, κληρονόμησε το μαγικό μπλε βελούδινο κουτάκι, που φύλαγε ο παππούς τον μικροσκοπικό σταυρό απ’ τον καιρό της νεκρανάστασής του στον Πόλεμο του ’17.

-Τι τα θέλεις, Παγώνα… Ο Κωνσταντίνος, τ’ αγγόνι μας,  έχει μόνο πάρει όλο το ακριβές το όνομά μου. Αυτός θα συνεχίσει τις ρίζες μου και θα τις φυλάξει για τα δικά του παιδιά. Δωσ’ του κι αυτές τις παλιές εικόνες της πατρίδας μας, άμα πεθάνω. Να, μαζί με το σπίτι, ας φυλάξει και τα ‘κονίσματα… ξέρει αυτός!

Επιτέλους! Τον είχε φέρει με τα νερά της τον Κωνσταντίνο της, που τον όταν τον παντρεύτηκε ήταν δεν ήταν δεκατεσσάρων ετών η Παγώνα.

Τι κι αν μεγάλωσε σχεδόν στα χέρια του Κωνσταντίνου της, ο οποίος δε ήταν και φανατικός της πολιτικής του Καραμανλή

–Καραμανλικός ξεκαραμανλικός ο παππούς σου, χρυσούλι μου, εγώ την Κυριακή τον Ανδρέα θα ψηφίσω! Τουλάχιστον, στα χέρια αυτουνού τρώμε κι εμείς ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί. Κοίτα πόσο πήραν τ’ απάνω τους οι αγροτικές συντάξεις μας;!

Βέβαια, ο πρωτοξάδερφος, ο οποίος κληρονόμησε επάξια τον τιμητικό σταυρό  του παππού μας, βάφτισε Βαλεντίνα την πρώτη του κόρη και Αθηνά τη δεύτερη. Ούτε ο ξάδερφος Κωνσταντίνος, ούτε η  σύζυγός του, η λονδρέζα Λώρα, θεώρησαν σκόπιμο ένα από τα παιδιά τους να λάβει το όνομα των παππούδων. Τιμής Ένεκεν δηλαδή!

-Όλα καλά, μόνο να μην το μάθει ο παππούς κι αρχίσει τον εξάψαλμο! Όπως θα έλεγε με έξαψη μικρού, σκανδαλιάρικου κοριτσιού και η γιαγιά.

 

 

* Η Χρυσούλα Βακιρτζή είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, βιβλιοκριτικός. Γεννήθηκε  στην Καβάλα. Σπούδασε Αγγλικά, Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις και Ψυχολογία. Κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας ceac και επίτιμο  μέλος  της ΕΛΨΕ. Έχει γράψει εννιά ποιητικές συλλογές, διηγήματα και δοκίμια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top