Fractal

Διήγημα: “Ο παππούς Αριστείδης και ο θάνατος”

Της Μαρίας Σκαμπαρδώνη // *

 

 

Ο παππούς μου, ο κύριος Αριστείδης, ήταν ένας άνθρωπος ήρεμος, γαλήνιος. Τα χρόνια του είχαν αποτυπωθεί επάνω στο σώμα του και το λόγο του. Θυμάμαι πάντα να εξιστορεί με στόμφο τα κατορθώματά του στον πόλεμο, να έρχεται στο σπίτι και να μας φέρνει γλυκά, δώρα, ρούχα. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να κρατήσει κακία, ακόμη και εκείνες τις φορές που ο εγωισμός της εφηβείας μου τον πλήγωνε. Ο παππούς Αριστείδης πάντα αντιμετώπιζε το καθετί με ψυχραιμία, δεν έβαζε τις φωνές και πίστευε ότι οι κακίες δεν οδηγούν πουθενά. Συνήθιζε να διαβάζει πάντα την εφημερίδα του, έτρωγε λιτά, κοιμόταν νωρίς. Συνήθιζε να βγαίνει έξω και να περπατάει για λίγη ώρα στην παραλία. Επειδή δούλευε από μικρός, το σώμα του παρέμενε ακόμη και τώρα, εξαιρετικά γυμνασμένο. Αγαπούσε εμένα και τον μικρότερο αδελφό μου πολύ και πάντα μας έλεγε να ακολουθούμε την αλήθεια της καρδιάς μου. Στα μάτια μου ο παππούς μου ήταν ένας ήρωας, ένας Σούπερμαν. Μπορούσε να νικήσει, να καταφέρει τα πάντα. Η ηλικία του δεν του στέρησε τίποτα από την ορμή και τη ζωντάνια της δικής μου νιότης. Περιποιούταν τον κήπο, ήξερε και να μαγειρεύει. Ήταν ένας άνθρωπος που έδειχνε να μη φοβάται το τέλος, το θάνατο, παρά τη μεγάλη του ηλικία. Δε φοβόταν τίποτα, ήθελε να ρουφήξει τη ζωή. Μέχρι το τέλος.

Μία μέρα, ένα ξαφνικό τηλεφώνημα διακόπτει την ηρεμία του σπιτιού. Η μητέρα μου σηκώνει το ακουστικό για να φωνάξει λίγο αργότερα με φωνή τρεμάμενη: ‘’πώς; έμφραγμα;’’, μία φωνή που ακούστηκε μέχρι εμάς. Ο παππούς μου προδόθηκε από την καρδιά του και έπρεπε να υποβληθεί σε επέμβαση για να ζήσει. Για εμένα, ήταν ένα πλήγμα. Πώς ο παππούς μου, ό ήρωας, ο άτρωτος αυτός άνθρωπος θα μπορούσε νικηθεί από την καρδιά του; Ο παππούς μου πέρασε δύο εβδομάδες στην εντατική και όλα έδειχνα ότι θα τα καταφέρει, θα αντέξει. Πίστευα γιατί ήξερα ότι έχει γερή κράση και ίσως καταφέρει να ξεπεράσει και αυτό το εμπόδιο. Δυστυχώς, πολλές επιπλοκές επιβάρυναν τον οργανισμό του και εγκατέλειψε τη μάταιη αυτή ζωή για πάντα. Όταν η μητέρα μου προσπάθησε να μας αναγγείλει το γεγονός αυτό, σε εμένα και τον αδελφό μου, προσπάθησε να μας μιλήσει για έναν κόσμο στον οποίο οι ψυχές των ανθρώπων πηγαίνουν όταν φεύγουν, ότι υπάρχει κάπου αλλού ηρεμία, γαλήνη παντοτινή. Δεν ξέρω αν τα πίστευε όλα αυτά, μπορεί να ήθελε απλώς να μας ηρεμήσει. Όταν αντιληφθήκαμε τι ήθελε να μας πει, ξεσπάσαμε σε κλάματα, πρέπει να ακουστήκαμε πολύ μακριά. Μέσα μου κάτι ράγισε. Δε γνώριζα ότι ο παππούς μου είχε πρόβλημα υγείας, φαινόταν πάντα τόσο ακμαίος και υγιής. Μέσα μου κάτι έσπασε. Σκεφτόμουν τη μορφή του παππού μου νύχτα-μέρα. Μέσα στην ψυχή μου άρχισε να καλλιεργείται ο φόβος του θανάτου, φοβόμουν εκείνο το άγνωστο, φοβόμουν ότι δε θα ξαναδώ ούτε εγώ τους ανθρώπους που αγαπώ.

Στην κηδεία του παππού μου πήγα, παρά τη μεγάλη άρνησή μου. Έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου ότι ο παππούς Αριστείδης έφυγε από τη ζωή αυτή. Δε θα τον έπαιρνα ξανά αγκαλιά, δε θα μου έφερνε δώρα και σοκολάτες ξανά, δε θα μου ποτέ ξανά μπουναμά στα Χριστούγεννα.

Ήμουν 16 και έφτασα 20 χρονών. Επισκεπτόμουν το μνημείο του παππού μου, μιλούσα μαζί του και όσο περίεργο και αν ακουστεί, ένοιωθα ότι με άκουγε και μου απαντούσε. Με τον τρόπο. Του ζητούσα να δώσει ένα σημάδι ζωής για να μπορέσω να ηρεμήσω μέσα μου. Εκείνο το βράδυ στον ύπνο μου, ο παππούς μου ήρθε και η μορφή του ήταν ίδια. Γαλήνια, ήρεμη. Τον έβλεπα να με παίρνει αγκαλιά, να πηγαίνουμε μαζί στου λούνα παρκ και τον άκουσα να μου λέει ότι δεν πρέπει να στεναχωριέμαι. Ξύπνησα εκείνη τη στιγμή, ήμουν αναστατωμένος και ιδρωμένος. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα. Μέσα μου καταλάγιασε ο πόνος, ο παππούς μου έζησε όμορφα. Δε νίκησε το θάνατο, κέρδισε όμως τη ζωή, μέχρι την τελευταία του στιγμή ήταν ευτυχισμένος. Ήξερε ότι τον αγαπούσαμε και ήθελε την ευτυχία του αυτή να συνεχίσουμε να τη νοιώθουμε και εμείς. Και συνέχισα, έπρεπε να μη σταματήσω να είμαι καλά. Γιατί το όφειλα στον παππού μου, να θέλω να κερδίσω τη ζωή. Και τότε, ο  θάνατος δε με φόβιζε όπως στην αρχή. Με φόβιζε περισσότερο να ζω μία ζωή μέσα στο φόβο, και ήθελα να ξεκινήσω να την αγαπώ περισσότερο. Γιατί έτσι δε θα φοβάμαι πια το θάνατο, δε θα τον νικήσω ποτέ έτσι και αλλιώς. Αλλά θα μπορώ με περηφάνια να λέω ότι είμαι ένας νικητής της ζωής.

Σε ευχαριστώ παππού.

 

 

 

* Η Μαρία Σκαμπαρδώνη, είναι 23 ετών και είναι Δημοσιογράφος. Είναι αρθρογράφος σε πολλά και αξιόλογα sites (Κλόουν, Λόγιος Ερμής, Babyads, Antivirus) και επίσης είναι συνεργάτης και αρθρογράφος στο E Psychology, που είναι το πιο έγκυρο site Ψυχολογίας στην Ελλάδα. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά και έχει πιστοποίηση γνώσεων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η αγάπη της για τον αθλητισμό την οδήγησε στο να ασχοληθεί 11 χρόνια με το Taekwondo και να αποκτήσει μαύρη ζώνη. Η Φιλοσοφία και η Ψυχολογία είναι τα αγαπημένα αντικείμενα μελέτης της και θα προσπαθεί πάντα μέσα από την πένα για τη διερεύνηση της αλήθειας ως ένας σκεπτόμενος και ελεύθερος άνθρωπος.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top