Fractal

Διήγημα: “Ο Ορέστης κι οι καβαλάρηδες”

Του Παναγιώτη Κροκιδά // *

 

 

 

Η στρατιά των καβαλάρηδων ήταν τεράστια. Ατελείωτη, δίχως αρχή και δίχως τέλος, περνούσε σαν ποτάμι από μπροστά του. Ατάραχοι, κοιτώντας ευθεία, δίχως τίποτα να μπορεί να τους αποσπάσει την προσοχή, οι καβαλάρηδες προχωρούσαν προς τον σκοπό τους. Τα μάτια τους ήταν βαθιά κρυμμένα μέσα στις σιδερένιες κάσκες τους. Μα ο ίδιος μπορούσε να νιώσει το βλέμμα τους φλογερό, απόκοσμο, ταγμένο σε όποιον σκοπό – ανόσιο ή ιερό- οι πολεμιστές εκείνοι ακολουθούσαν. Τίποτα, όμως, καλό δεν προμήνυε αυτή η ατελείωτη δύναμη για τον εχθρό που θα τους αντιμετώπιζε.

Ο βηματισμός των γιγάντιων αλόγων, η κλαγγή των αρματωσιών – ένα τραγούδι επικείμενης καταστροφής που είχε μείνει σαν απόηχος στα αυτιά του, ακόμα και όταν εκείνος δεν ήταν εκεί πια.

«Μμμ…», μούγκρισε η Ισμήνη «δώσε μου το αλάτι, σε παρακαλώ»

Ο Ορέστης κοιτούσε κάπου πέρα από τον τοίχο της μικρής κουζίνας.

«Ορέστη!», είπε η Ισμήνη.

Ο Ορέστης βγήκε από την περισυλλογή του και την κοίταξε, «Ήταν πολλοί, Ισμήνη. Καβαλάρηδες να περνάνε από εκείνη την πύλη, δίχως τέλος. Αέναα»

«Αέναα», είπε η Ισμήνη, «μάλιστα»

«Τους έβλεπα κρυμμένος πίσω από μια κολόνα»

«Καταλαβαίνω. Αχ, καίει», είπε η Ισμήνη, «αλλά έδεσε. Είναι μούρλια. Θες να δοκιμάσεις;», του έτεινε την κουτάλα με την σάλτσα.

«Ανήμπορος έβλεπα εκείνους τους ιππείς να προχωρούν»

Η Ισμήνη έριξε αλάτι στην κατσαρόλα και ανακάτωσε με την κουτάλα.

«Είχαν κάτι… ήταν… ήταν – δεν ξέρω», είπε σιγανά ο Ορέστης. Έψαχνε εκείνη την αίσθηση που του είχε αφήσει ο μονότονος βηματισμός των αλόγων, οι σιδηρόφρακτοι καβαλάρηδες, και με την οποία είχε ξυπνήσει νευρικός. Συγκλονισμένος.

«Αγέρωχοι;», είπε η Ισμήνη ενώ έβγαζε την πετσέτα. «Πλύνε την κατσαρόλα. Μπαίνω για μπάνιο, εντάξει;»

«Αγέρωχοι – δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη λέξη. Ήταν – προκαλούσαν ένα δέος, αλλά ανάμεικτο με τρόμο. Πώς είναι ο Νταρθ Βέιντερ; Εκφοβιστικοί. Ερεβώδεις. Ναι, ναι. Ερεβώδεις καβαλάρηδες. Ακούς;», γύρισε και την κοίταξε «Ισμήνη;»

Η Ισμήνη πέταξε την ποδιά της σε μια καρέκλα «Σε άκουσα ντε», είπε, έκανε να φύγει, γύρισε και τον κοίταξε κουνώντας το κεφάλι της.

«Πλύνε την κατσαρόλα», φώναξε φεύγοντας προς τον διάδρομο.

Ο Ορέστης γύρισε προς το παράθυρο. Θεέ μου, ήταν τόσοι πολλοί, σκέφτηκε. Κρυμμένος, ανήμπορος, να βλέπει τις φιγούρες εκείνες πάνω στα άλογα να περνούν δίχως σταματημό. Πέρα από το κροτάλισμα των φορεσιών τους και τον γδούπο των βαριών βημάτων των αλόγων, επικρατούσε μια απόλυτη ησυχία. Λες και κάποιος να είχε σταματήσει όλους τους υπόλοιπους ήχους.

Μια απόλυτη σιγαλιά πριν το ξέσπασμα ενός ορυμαγδού άνευ προηγουμένου.

«Μπαίνω στο μπάνιο!», ακούστηκε η φωνή της Ισμήνης μέσα από το σπίτι.

Το βράδυ είδε πάλι το όνειρο. Κρυμμένος σε μια εσοχή δίπλα στην πύλη, ανήμπορος να κουνηθεί, παρακολουθούσε την ατελείωτη στράτα των ιππέων να παρελαύνουν. Το ίδιο και το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ. Τα πρωινά ξυπνούσε χλωμός, με την ταραχή του να δίνει την θέση της στην αίσθηση πως κάτι έπρεπε να κάνει, πως έπρεπε να μιλήσει, να πει για αυτό που έβλεπε. Για τους καβαλάρηδες, που ήταν ατελείωτοι και τόσο αποφασισμένοι.

«Είδα πάλι το όνειρο»

«Το όνειρο;», αποκρίθηκε η Ισμήνη.

«Ναι, απόψε είδα το ίδιο όνειρο. Το ίδιο όνειρο που βλέπω τις τελευταίες νύχτες»

Η βάρκα έπλεε με ανάλαφρους κραδασμούς. Ο Ορέστης κωπηλατούσε με ήρεμους ρυθμούς, άφηνε τα κουπιά και έσμιγε τα μάτια του καθώς το φως έπεφτε μέσα από τα δέντρα της όχθης. Η Ισμήνη έκοψε ένα κομμάτι από το μήλο που καθάριζε και το έτεινε στον Ορέστη. Δάγκωσε το υπόλοιπο και ρουφώντας τα ζουμιά είπε «ποιο όνειρο;»

«Εκείνο το όνειρο με τους καβαλάρηδες», είπε ο Ορέστης.

«Τους καβαλάρηδες; Ποιους καβαλάρηδες;», είπε και αναδεύτηκε πάνω στα μαξιλάρια της, στην πρύμνη της βάρκας.

«Σου μίλησα για αυτό, Ισμήνη. Όταν ήμασταν στην κουζίνα, δεν θυμάσαι; Οι καβαλάρηδες που περνούσαν από μπροστά μου και – »

«Α, ναι. Που ήταν κάπως στραβωμένοι και κακοί»

«Ε… δε νομίζω πως ήταν έτσι ακριβώς. Αλλά, ναι αυτό το όνειρο λέω»

«Και;». Με έναν κρότο έσπασε ένα καρύδι και το έβαλε στο στόμα της.

«Δεν είναι παράξενο; Να βλέπεις ένα όνειρο ξανά;», ρώτησε ο Ορέστης.

Η Ισμήνη μούγκρισε ικανοποιημένη από την ευδαιμονία της στιγμής: τον ήχο του νερού, την ιδανική θερμοκρασία και το αεράκι που της έπαιρνε τα μαλλιά, την αίσθηση των καρυδιών που έσπαγαν στα χέρια της, αφήνοντας στην παλάμη της τα σπασμένα τσόφλια, τον Ορέστη που συνήθως αδέξιος τώρα κωπηλατούσε με αρμονικές, αρρενωπές κινήσεις. Έδωσε μια χούφτα καθαρισμένα καρύδια στον Ορέστη και ξάπλωσε, φτιάχνοντας το μαξιλάρι στην πλάτη της. Έβαλε το χέρι της στο νερό και μουρμούρισε. Και εκείνη έβλεπε κάποια όνειρα ξανά, είπε.

«Όπως τότε που με απέλυσαν», είπε, «Τι εφιάλτης! Κάθε νύχτα ζούσα εκείνη την εμπειρία ξανά και ξανά. Στα όνειρά μου ήταν χειρότερο από την πραγματικότητα»

«Ναι, τα όνειρα…», ψέλλισε ο Ορέστης.

«Τα όνειρα ίσως σε θωρακίζουν», τον διέκοψε, κοιτώντας ξαπλωμένη τα δέντρα από πάνω τους. «Το έχεις σκεφτεί; Χμ…». Αναλογίστηκε έτσι την κουβέντα που, γιατί όχι, ήταν μια χαριτωμένη, όμορφη στιγμή, σε αρμονία με την εικόνα της ιδανικής βαρκάδας με τον αγόρι της.

«Μα γιατί να βλέπω αυτούς τους καβαλάρηδες; Τι σημαίνει αυτό; Που πηγαίνουνε τόσο αποφασισμένοι; Είναι ατελείωτοι, το καταλαβαίνεις; Ψηλοί, βλοσυροί, με επιθετικά όπλα»

«Έτσι είναι τα όπλα – επιθετικά», είπε η Ισμήνη βάζοντας σε δύο ποτήρια κρασί.

Ο Ορέστης σηκώθηκε απότομα από την θέση του, χτύπησε το ποτήρι που

του έτεινε η Ισμήνη, το οποίο διαγράφοντας μια μικρή τροχιά βυθίστηκε στο νερό, και κάνοντας την βάρκα να ταρακουνηθεί, στάθηκε με τα πόδια σε διάσταση.

«Να, έτσι κρατάνε τα όπλα τους», είπε φέρνοντας το ένα κουπί στον ώμο του, τινάζοντας νερά. Η Ισμήνη έχοντας σωθεί από μια σχεδόν βέβαια βουτιά στο νερό, κρατιόταν από την βάρκα, ενώ με το άλλο χέρι έσφιγγε το μπουκάλι με το κρασί.

«Τρελάθηκες, Ορέστη; Τι σε έχει πιάσει με αυτό το βλαμμένο όνειρο; Σαν μανιακός κάνεις», είπε και μάζεψε το ποτήρι της από τον πάτο της βάρκας.

Ο Ορέστης έμεινε μετέωρος με το κουπί ανά χείρας, καθώς οι καβαλάρηδες χανόντουσαν μέσα στις ομίχλες του κεφαλιού του. Κάθισε αβέβαιος, έβαλε το κουπί στο νερό και συνέχισε. Η Ισμήνη τον κοίταξε έντονα, χαμογέλασε. Ο Ορέστης, την κοίταξε με ένα βλέμμα ενοχικό, κάνοντάς την να ξεσπάσει σε γέλια. Γέλασε και ο Ορέστης.

Και τα γέλια τους γέμισαν την στενή χαράδρα.

Όπως όλες οι νηφάλιες στιγμές που ταρακουνιούνται από ένα απρόοπτο, διαλύθηκε για να σχηματιστεί από τα εις τα εξ ων συνετέθη όπως λένε – το κρασί, η επιμονή της Ισμήνης που ήθελε να είναι μια ωραία Κυριακή, ο έρωτας των δυο νέων, έσπρωξαν το όνειρο στα βάθη του μυαλού του Ορέστη. Εκεί που οι σκέψεις κατεργάζονται τεχνάσματα και σχέδια για να αναδυθούν μέσα από τα σκοτάδια του ύπνου.

Ήταν τα τιτάνια βουνά, ζωσμένα με σύννεφα, που προμήνυαν μόνο κάτι βαρυσήμαντο ̇ κάτι αναπόδραστο. Οι καβαλάρηδες κατέβαιναν ακατάπαυστα, μια στράτα να ζώνει οφιοειδώς την πλαγιά και να περνάει την πύλη που βρισκόταν κρυμμένος ο Ορέστης. Μερικές φορές, σμίγοντας τα μάτια του σα να διέκρινε ένα κάστρο πάνω στο βουνό. Την επόμενη φορά κοίταξε καλύτερα: τα σύννεφα, ο γαλάζιος ουράνιος θόλος πάνω από το βουνό, γινόντουσαν ένα με τις μακρινές εκείνες πλαγιές και κορυφές. Σαν οι εσοχές και τα φαράγγια, οι χαράδρες και τα οροπέδια, να έπαιρναν σχήματα. Κάπου τείχη διακρινόντουσαν. Αλλού πυργίσκοι εμφανίζονταν, και κάπου αλλού πολεμίστρες. Μια οφθαλμαπάτη πάλευε με το φυσικό τοπίο. Μήπως τα μάτια του Ορέστη τον γελούσαν ή όντως κάποιο τιτάνιο κατασκεύασμα βρισκόταν στις οροσειρές και κρυβόταν με την βοήθεια δαιμόνιων τεχνασμάτων;

Όχι, δεν τον γελούσαν. Ύστερα από κοπιαστική συγκέντρωση, τα μάτια του ξεσκέπασαν τα παιχνίδια των βουνών και πια τα τείχη τώρα φαίνονταν να απλώνονται κατά μήκος της ακρώρειας και των πλαγιών από κάτω. Έζωναν το βουνό σαν στεφάνι.

Κι από εκεί, από κάποια μεγάλη πύλη, ξεχύνονταν οι καβαλάρηδες.

Η Ισμήνη συνέχιζε να κινείται στην καθημερινότητά της ανέμελη, παιδεύοντας το μυαλό της μόνο με τα εγκόσμια προβλήματα. Ο Ορέστης, από την μέρα της βαρκάδας είχε σταματήσει οποιαδήποτε αναφορά άμεση ή έμμεση στους καβαλάρηδες. Προσπαθούσε να κάνει πως δεν τρέχει τίποτα. Και ζούσε μόνος του αυτήν την κρυπτική, βασανιστική ενύπνια εισβολή του αλλόκοτου στις νύχτες του. Κοντολογίς, ζούσε ένα δράμα κρυφό.

«Πάμε απόψε κινηματογράφο; Παίζει αυτή την τόσο καταπληκτική Αρμένικη ταινία. Αχ, πες ναι!»

Ο Ορέστης ένεψε. Προσπαθούσε να ισορροπήσει την νοητική του λειτουργία μεταξύ του ενθουσιασμό της Ισμήνης για τα πλάνα του Σαββατοκύριακου και μιας ανασύστασης του ονείρου του: του βουνού και του κάστρου στην οποία είχε επιδοθεί, προσπαθώντας να εντοπίσει σημεία ζωής στο κτίσμα, πέραν των καβαλάρηδων – κάποιου στρατηλάτη, καστελάνου ή τέλος πάντων οποιουδήποτε που κατοικούσε εκεί μέσα. Μα εδώ και ώρα ένα ακατάληπτο μουρμουρητό έφτανε στα αυτιά του.

«Ορέστη;», κροτάλισε τα δάχτυλα της κοντά στο πρόσωπό του «είσαι εδώ; Τι έχεις; »

Η εικόνα διαλύθηκε από την εισβολή της πραγματικότητας: είχε εντοπίσει μια ανθρώπινη φιγούρα για να καταλήξει πως ήταν ένα παιχνίδι του φωτός με μια πύλη. Ο Ορέστης γύρισε απότομα, κάνοντας την Ισμήνη να γείρει προς τα πίσω αιφνιδιασμένη «θα πάμε κινηματογράφο;»

«Α, μα ναι!», φώναξε ο Ορέστης, ανοίγοντας τα μάτια του ζωηρά «Φυσικά. Κινηματογράφος. Τι καταπληκτική ιδέα. Μα θα είναι αδιανόητο να χάσουμε αυτή την ταινία. Να την δούμε! Πρέπει!», είπε και την έπιασε από τους ώμους και την τράνταξε δυνατά, με έναν αναπάντεχο ενθουσιασμό.

Η Ισμήνη τραβήχτηκε, χαϊδεύοντας τον δεξί της ώμο και τον κοίταξε δύσπιστη, αμφιταλαντευόμενη μεταξύ της συγκαταβατικότητας ή μιας καλά ελεγχόμενης εξαπόλυσης της οργής της που την ένιωθε να φουντώνει. Ο Ορέστης συνήθιζε να αφαιρείται και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον είχε πιάσει να αιθεροβατεί, τη στιγμή που εκείνη περίμενε την απόκρισή του σε όσα του είχε ξεδιπλώσει – δείγμα, φυσικά, πως δεν είχε ακούσει τίποτα όσο εκείνη με σθένος υπερασπιζόταν τον εαυτό της από τον φθόνο των συνεργατών, την αδιαλλαξία του αφεντικού της ή τις επίμονες παρεμβάσεις των γονιών της στην προσωπική της ζωή. Από την ανεκτικότητα που έδειχνε τον πρώτο καιρό της σχέσης τους είχε περάσει στην επίπληξη, πατάσσοντας αυτά τα ξεστρατίσματα του νου του Ορέστη με κανονιοβολισμούς αγανάκτησης και παρατηρήσεων. Δεν ήταν όμως καλός δέκτης ο ίδιος, έτσι όπως έσκυβε το κεφάλι και ψέλλιζε συγγνώμη. Ο Ορέστης φαινόταν να εισπράττει την οργή της με μια ενοχική δεκτικότητα, κάτι που την έκανε να νιώθει άσχημα με τον εαυτό της. Έτσι η φούρια της με τον καιρό έγινε αποδοχή. Ίσως, σκέφτηκε, αυτή του η πτυχή, του αιθεροβάμονα, να ήταν που την έκανε να τον αγαπήσει. Κι από την αποδοχή πέρασε στην προσήνεια σε αυτές τις διαλείψεις του Ορέστη.

«Ανόητε», είπε τελικά και τον αγκάλιασε. Ο Ορέστης μύρισε το αφρόλουτρο στα μαλλιά της Ισμήνης, ανακατεμένο με εκείνη την μοναδική, δική της μυρωδιά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε την μυρωδιά των χρυσάνθεμων των βουνών με την οποία ξυπνούσε κάθε πρωί, ενώ ο καλπασμός των αλόγων έσβηνε αργά και έδινε την θέση του στους ήχους της πόλης.

Δεν είχε κοιτάξει ποτέ προς την κατεύθυνση που πήγαιναν οι καβαλάρηδες. Στην αρχή ήταν ο τρόμος που τον είχε παραλυμένο στην θέση του. Αργότερα, μάλλον η συνήθεια, καθώς επίσης και η ανάγκη του να ρουφήξει όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσε από την σκηνή. Τον ρουχισμό, τον οπλισμό των πολεμιστών, τα βουνά. Το τιτάνιο οχυρό από το οποίο έβγαιναν – σαν κρυμμένος εκεί να ετοίμαζε μια αναφορά για όποιον ήταν έτοιμος να ακούσει. Μήπως τον είχε στείλει κάποιος εκεί, που αργά ή γρήγορα θα του

ζητούσε αναφορά εκείνης της ριψοκίνδυνης κατασκόπευσης;

Ένα βράδυ γύρισε και κοίταξε προς τα εκεί που πήγαιναν. Είδε την ορδή των καβαλάρηδων να εκτείνεται μέχρι εκεί που το μάτι μπορούσε να δει μέχρι τον ορίζοντα, όπου ένας μεγάλος ήλιος έδυε. Ή ίσως και να ανέτειλε. Γύρισε ξανά και κοίταξε τα βουνά, το κάστρο που έκρυβε τα μυστικά εκείνης της απόκοσμης επιστράτευσης.

Όταν ξύπνησε, το μετείκασμα της στράτας να χάνεται στον ορίζοντα, κάτω από τον κόκκινο ήλιο, τον έκανε να ταρακουνήσει το κεφάλι του δυνατά, μέχρι να εμφανιστεί το σκοτεινό δωμάτιο γύρω του. Δίπλα του, τον θάμνο των μαλλιών της Ισμήνης.

«Ισμήνη», ψιθύρισε, «Ισμήνη»

Η Ισμήνη μούγκρισε.

Οι ιππότες, ήθελε να τις πει. Οι ιππότες – μα δεν ήξερε τι άλλο. Δεν ήξερε το όνειρο που του στοίχειωνε τον ύπνο πως να ερμηνεύσει. Μα ακόμα κι αν ήξερε, η Ισμήνη δεν ήθελε να ακούσει. Ίσως να έφταιγε εκείνος, που δεν μπορούσε να μεταδώσει το βάσανό του.

«Καταπληκτικό!»

«Ναι…», μουρμούρισε ο Ορέστης. Ο συνομιλητής του ήταν ενθουσιασμένος. Είχε ξεχάσει το χέρι της ξανθιάς δίπλα του, που για ώρα το έτριβε όσο εκείνη μιλούσε με μια παρέα, και που τώρα κρεμόταν άψυχο δίπλα του.

«Φαίνεται πως έχεις αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια αυτού του ονείρου. Καταπληκτική διαύγεια. Εγώ κάθε πρωί προσπαθώ να γράφω τα όνειρά μου σε ένα σημειωματάριο Μου το έχει συστήσει ο ψυχολόγος μου. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ανοησίες μπορείς να γεμίσεις», κάγχασε ο άντρας – Μάξιμος ήταν το όνομά του.

Ο Ορέστης κάγχασε κι εκείνος με την προοπτική μιας τέτοιας συγκομιδής, ενώ από μέσα του σκέφτηκε πως ίσως να προτιμούσε ανοησίες από εκείνο το επίμονο όραμα που τον επισκεπτόταν κάθε νύχτα.

«Μα το δικό σου», σφύριξε ο άντρας. Εκείνη την στιγμή δέχτηκε ένα πεταχτό φιλί από την συνοδό του, που φαινόταν να ενημερώνει το μικρό πηγάδι γύρω τους για τα μελλοντικά τους πλάνα – ένας γάμος, κάποιο σπίτι που εξοπλιζόταν.

«Το δικό σου», συνέχισε αφού συγκατένευσε στο πηγάδι Μάξιμος, «είναι φτιαγμένο από κινηματογραφικό υλικό». Την προσοχή του αποσπούσε η παρέα που ζητούσε εξηγήσεις για τα πλάνα του ζευγαριού. Δεν μπορούσε η γυναίκα να μιλάει μόνη της και για τους δύο, ήταν ανάρμοστο για οποιονδήποτε άνθρωπο να νεύει έτσι για το μέλλον του.

«Μα τι να κάνω», μονολόγησε απελπισμένος ο Ορέστης. Κοίταξε προς το σαλόνι τον κόσμο που χόρευε. Κυρίως ζευγάρια που αναζωπύρωναν το πάθος τους για κοινή διασκέδαση. Ένας μεσήλικας τίναζε σπαστικά τα πόδια και τα χέρια του, προσπαθώντας να δελεάσει μια μικρούλα που έπινε φοβισμένη το ποτό της.

«Τι να κάνω με αυτό το όνειρο; Τι σημαίνει, να πάρει η ευχή;», άρπαξε το γόνατο του τύπου δίπλα του. Εκείνος γύρισε έκπληκτος.

«Ε, φίλε. Συγγνώμη, Ορέστης είπαμε; Ορέστη, διάβασε έναν ονειροκρίτη, ε; Γιατί όχι», είπε, τράβηξε το πόδι του από το χέρι του Ορέστη και γύρισε στην παρέα.

Ονειροκρίτη, σκέφτηκε, ο Ορέστης, για να απορρίψει αμέσως αυτήν την ανεγκέφαλη ιδέα. Έπιασε το βλέμμα του τύπου να του ρίχνει ματιές, μέχρι που απορροφήθηκε πλήρως στην ομήγυρη που περίμενε να ακούσει. Καλεσμένοι που δεν είχαν το κουράγιο να σηκωθούν να χορέψουν και με τα ποτήρια στο χέρι περίμεναν να ακούσουν: τα πλάνα του τύπου να παντρευτεί την ξανθιά, το τραπέζι, το κόστος. Τα μωρά που θα έκαναν, έπιασε την ξανθιά να λέει και να πεταρίζει τα βλέφαρά της.

Ίσως να ήταν ελαφρόμυαλη. Ίσως και όχι. Αλλά εκείνος ο τύπος ήταν βλαμμένος, αναμφισβήτητα. Ήθελε να μπει και ο Ορέστης στην κουβέντα, να καγχάσει για το μέλλον τους. Διαβάστε έναν ονειροκρίτη, θα τους έλεγε.

«Τι κάνεις εδώ μόνος σου;»

Ο Ορέστης πετάχτηκε.

«Τι έγινε;», έκανε η Ισμήνη και κάθισε στην αγκαλιά του.

«Εδώ, συζητούσα με τον… τον Μάξιμο», είπε προσπαθώντας να μιλήσει σιγά, δίχως να φανεί ύποπτο. Μα ο άντρας άκουσε το όνομά του και γύρισε.

«Τι λέγατε;», ρώτησε η Ισμήνη μοιράζοντας ματιές εκατέρωθεν, προσπαθώντας να αναμοχλεύσει το φιλικό κλίμα μεταξύ των δύο αντρών.

Ο Ορέστης σηκώθηκε απότομα, παίρνοντας την Ισμήνη από την μέση, την στιγμή που ο τύπος με την ξανθιά θα άνοιγε το στόμα του. Την τράβηξε από το χέρι και απομακρύνθηκαν.

«Ουφ, έσκασα εδώ μέσα. Δεν έχει πολλή ζέστη;», είπε ο Ορέστης και κατευθύνθηκε προς την βεράντα, με την Ισμήνη στο κατόπι του. Πίσω τους η μουσική, τα κροταλίσματα των ποτηριών και τα βροντερά γέλια χαμήλωσαν.

Πάντα φρόντιζε να μένει καλυμμένος. Ακόμα και όταν έπαιρνε την ματιά του από τους καβαλάρηδες και αγνάντευε την κοιλάδα, κρύβοντας με το χέρι τον τεράστιο ήλιο ή όταν έγερνε μέσα από την εσοχή που λούφαζε για να κοιτάξει το βουνό, προσπαθώντας να συλλάβει λεπτομέρειες για εκείνο το κάστρο, δεν ρίσκαρε να αποκαλύψει τον εαυτό του.

Ωστόσο, μέσα από τις παράξενες διόδους του ασυνείδητου, που άγνωστο τι εντολές διοχετεύουν στις επιθυμίες μας, ο Ορέστης άρχισε να κινείται. Πράγμα που έκανε τον Ορέστη να ξυπνάει τα πρωινά με μια ταραχή ανάμεικτη με αγανάκτηση. Τι στο καλό έκανε, τέλος πάντων, εκείνος ο άλλος, ο ονειρικός εαυτός του – εκείνη η υποσυνείδητη οντότητα με την οποία μοιραζόταν το όραμα των καβαλάρηδων, και που φαινόταν πως είχε κι εκείνη την δική της βούληση. Κουνιόταν, έκανε απότομες κινήσεις, κοιτούσε προκλητικά τους καβαλάρηδες. Και μια φορά βγήκε από την κρυψώνα του και στάθηκε, με θράσος θα έλεγε κανείς, δίπλα στην στράτα. Κι έτσι δεν άργησε να έρθει η στιγμή που έγινε αντιληπτός. Μέσα από την στράτα, ένας ξερός μεταλλικός ήχος ακούστηκε, καθώς ένα καβαλάρης έστριψε το κεφάλι του προς την μεριά του Ορέστη. Τον κοιτούσε μέσα από τις σκοτεινές εσοχές του κράνους του, προχωρώντας πάνω στο άλογό του, μέχρι που με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού του, γύρισε και κοίταξε ευθεία.

Ο Ορέστης ξύπνησε μέσα στη νύχτα με τον ιδρώτα να στάζει, σηκώθηκε και ξαγρύπνησε στην βεράντα. Το χέρι έφερνε νευρικά το τσιγάρο στο στόμα του. Το πρωινό τον βρήκε να κάθεται στην πλαστική καρέκλα, παρακολουθώντας την ρουτίνα των διαμερισμάτων της απέναντι πολυκατοικίας να ζωντανεύει.

«Καλημέρα», είπε η Ισμήνη. Ο Ορέστης ανασηκώθηκε απότομα, χτυπώντας

την κούπα από το χέρι της Ισμήνης, που έπεσε και έσπασε στο πάτωμα της βεράντας. Η Ισμήνη τσίριξε. Εκείνος ζήτησε συγγνώμη, εκείνη τον αγκάλιασε, λέγοντας πως τον κοιτούσε μέσα από τα σκεπάσματα της εδώ και ώρα. Ήταν τόσο λογοτεχνικός, εκεί έξω στην καρέκλα του. Θα έδενε τόσο αρμονικά με την εικόνα μια κούπα καφέ.

«Τι σκεφτόσουν;», είπε και τον φίλησε

«Να… έβλεπα την πολυκατοικία και σκεφτόμουν πως η αστική καθημερινότητα είναι…»

«Είναι;»

Ο Ορέστης, κάνοντας ελιγμούς μέσα στα σοκάκια του λογισμού του, προσπαθώντας να αποφύγει την εικόνα του πολεμιστή να τον κοιτάει, καταπιέζοντας την έκπληξη, τον αιφνιδιασμό, τον φόβο για την επόμενη φορά είπε, «είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Δεν είναι;» και η Ισμήνη πρόσεξε πόσο χλωμός, πόσο άυπνος φαινόταν.

Προσπαθούσε να τιθασεύσει εκείνο το άλλο του μισό που έθεσε σε κίνδυνο την ακεραιότητά του και τον φανέρωσε στον καβαλάρη. Ξαπλωμένος, με κλειστά τα μάτια και την Ισμήνη δίπλα του βυθισμένη στον μακάριο ύπνο της, έστελνε κύματα νοητικά σε ό,τι άλλο κατοικούσε μέσα στο κεφάλι του. Έπρεπε να σωφρονιστεί, να μην κάνει ανοησίες. Με μια ακαθόριστη ανακούφιση τον πήρε ο ύπνος. Μάλλον όμως ήταν πια αργά. Γιατί ακόμα κι αν είχε πετύχει να συνετίσει τον εαυτό του -και έτσι φαινόταν, αφού δεν είχε κουνηθεί από την θέση του- δεν άργησε το κεφάλι ενός καβαλάρη να γυρίσει. Τον κοίταζε έτσι μέσα από τα βάθη της κάσκας του, μέχρι που λες και δόθηκε ένα σύνθημα, όλη η στράτα σταμάτησε απότομα και με μια κίνηση, όλοι οι πολεμιστές γύρισαν τα κεφάλια τους εκεί που κοιτούσε ο συμπολεμιστής τους: τον Ορέστη.

Ξύπνησε φωνάζοντας. Πήδηξε στο κρεβάτι και άρχισε να χοροπηδάει, κουνώντας τα χέρια του με σπασμωδικές κινήσεις, πήδηξε στο πάτωμα και κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο. Με τα χέρια τεντωμένα μπροστά του, παραδόθηκε σε ένα κλαψούρισμα μέχρι που το σκοτάδι διαλύθηκε, φως γέμισε το δωμάτιο και η φωνή της έντρομης Ισμήνης τον συνέφερε.

Είχε φανερωθεί, είχε περιέλθει σε μια νέα κατάσταση, δεινή, από την οποία δεν υπήρχε γυρισμός. Μέσα από τις σκιές την κρυψώνας του, η απόκοσμη ματιά εκείνου του πλάσματος -να ήταν άραγε εκείνος ο καβαλάρης και οι όμοιοί του άνθρωποι;- χώθηκε και τον ξετρύπωσε. Ένιωσε ευάλωτος σαν ένα ποταπό έντομο. Μα αυτό ήταν: εισβολέας που είχε αποκαλυφθεί, ένα παράσιτο που βρέθηκε μπρος στα σχέδια τους. Μα δεν ήθελε να είναι μάρτυρας εκείνης της επιχείρησης. Πώς θα τους το εξηγούσε; Θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια, να τρέξει στο λιβάδι, προς τον ήλιο που ανέτειλε. Ή έδυε.

Θα μπορούσε να πέσει στα γόνατα, να ζητήσει συγχώρεση. Να πει πως ένα όνειρο ήταν για εκείνον, δεν θα μπλεκόταν στα σχέδια τους – όποια κι αν ήταν εκείνα. Δεν ήταν ένας δολιοφθορέας.

Πώς βρέθηκε έτσι μπλεγμένος! Γιατί; Δεν έβγαζε νόημα.

Δεν έβγαζε νόημα!

«Ορέστη. Ορέστη!», η φωνή της Ισμήνης που του κρατούσε το χέρι, τον

έβγαλε από τις σκέψεις.

«Τί σου συμβαίνει; Τί είναι; Τί δεν βγάζει νόημα;»

Βρισκόντουσαν στην κουζίνα. Θυμήθηκε πως τον είχε σηκώσει από το πάτωμα σε εκείνη την έξαλλη κατάσταση μεταξύ κλαυθμών και μουρμουρητών, και τον είχε πάρει από το χέρι, ταραγμένη και η ίδια, και τον έβαλε να καθίσει μπροστά από το τραπέζι. Ετοίμασε ένα ρόφημα και για τους δυο τους και περίμενε μέχρι ο Ορέστης να ηρεμίσει.

«Ορέστη. Ορέστη με ακούς;»

Ο Ορέστης ένευσε, σκυμμένος πάνω από την κούπα του. Την αγκάλιασε με τις παλάμες του και αφέθηκε στην γλυκιά θερμότητα.

«Με τρόμαξες, έκανες σαν τρελός πάνω στο κρεβάτι. Χοροπηδούσες και γρύλιζες. Και μετά πήγες και κόλλησες στην ντουλάπα – έκλαιγες, κάτι έλεγες – θεέ μου, τι εικόνα κι αυτή!»

«Δεν… δεν ήταν τίποτα. Ένας εφιάλτης ήταν. »

Η Ισμήνη ήταν έτοιμη να του πει πως τελευταία δεν φαινόταν καθόλου καλά, φαινόταν να ταξιδεύει μονίμως αλλού ο λογισμός του, ήταν ευερέθιστος. Μα τι συνέβαινε σε αυτόν τον άντρα; Σκυμμένος πάνω από την κούπα του, χλωμός, αποκαμωμένος, παρουσίαζε μια μάλλον αξιοθρήνητη εικόνα. Ίσως να του μιλούσε, μα κάποια άλλη στιγμή. Σηκώθηκε, τον χάιδεψε στα μαλλιά και τον σήκωσε.

«Πάμε στο κρεβάτι μας, αγαπημένε. Σήκω», είπε με τον θεατρικό τόνο που ήξερε πως πάντα έβρισκε ανταπόκριση στον Ορέστη.

«Όποιος κι αν έρθει στον ύπνο σου, θα τον ταχτοποιήσω εγώ. Κανείς δεν πειράζει το αγόρι μου έτσι, για πλάκα», είπε, σπρώχνοντας τον Ορέστη στο υπνοδωμάτιο. Προχωρούσε, σέρνοντας τα πόδια του.

«Μόνο εγώ έχω αυτό το δικαίωμα», συμπλήρωσε καγχάζοντας και έριξε μια αγκωνιά στον Ορέστη. Μέσα στην ζάλη του και την γενική αδυναμία του, επέδρασε σαν ζυγισμένο χτύπημα, και τον έριξε κάτω.

«Ορέστη!»

«Είμαι καλά. Είμαι καλά», είπε ο Ορέστης και σηκώθηκε, παραμερίζοντας την Ισμήνη που είχε σκύψει να τον βοηθήσει.

«Παραπάτησα. Αυτό είναι όλο»

«Θεέ μου, τι δράμα κι αυτό απόψε»

Οι σκέψεις του Ορέστη ήταν στην απειλητική διάθεση των καβαλάρηδων. Εκείνη η αίσθηση επικείμενης καταστροφής, της οποίας ήταν ένας βουβός μάρτυρας φάνταζε μια μακρινή, χαρωπή ανάμνηση. Εκείνη η πνευματική κατάσταση κατά την οποία έσπαγε το κεφάλι του για να αποκρυπτογραφήσει το νόημα της πανστρατιάς φάνταζε τόσο ευχάριστη. Ευπρόσδεκτη. Επιθυμητή, σχεδόν. Γιατί τα πράγματα είχαν πάρει άλλη τροπή πια.

«Εμένα θέλουν να εξοντώσουν πρώτα και μετά θα ασχοληθούν με όποιον δύστυχο έχει σειρά», μονολογούσε. Τροπή, την οποία πυροδότησε η ριψοκίνδυνη, όπως έλεγε και καταριόταν τον εαυτό του, απροσεξία που τον έκανε να αφεθεί και να παρατηρεί ανέμελος το περιβάλλον. «Αντί να καθίσω στα αυγά μου…»

Γιατί πια είχε γίνει στόχος. Άπαξ και τον είδαν μια φορά οι καβαλάρηδες, πειθήνια και ζοφώδη όργανα μιας ανώτερης οντότητας, δεν τον ξέχασαν. Το βλέμμα τους κάθε φορά, στο ίδιο σημείο του ονείρου, στρεφόταν πάνω του.

Κάποια στιγμή ξεπέζεψαν. Την επόμενη νύχτα κινήθηκαν προς το μέρος του. Και κάθε φορά ξυπνούσε αναστατωμένος, με την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο, έχοντας αφήσει τους πολεμιστές ένα βήμα πιο κοντά του. Ένας ασφυκτικός κλοιός να τον πλησιάζει, ένα βήμα πιο κοντά κάθε νύχτα που περνούσε. Οι αινιγματικές προσωπίδες, με τις κόγχες σκοτεινές να κρύβουν τις προθέσεις τους έμεναν για ώρα αποτυπωμένες στον αμφιβληστροειδή του μέχρι να φτάσει αλαφιασμένος στην δουλειά του.

Αν κάποιος σκεφτεί πως θα μπορούσε να αναλάβει δράση «Μίλα Ορέστη» ή «τρέξε Ορέστη την επόμενη φορά», ο Ορέστης θα κουνήσει το κεφάλι του απεγνωσμένος. Γιατί, μέσα από μια ονειρική, ανεξήγητη διάθεση καθόταν ακίνητος. Μέσα σε εκείνο το ανδρείκελο του ονειρικού εαυτού του, παγιδευμένος ο Ορέστης ένιωθε τα βλέμματα των πολεμιστών από το κάστρο μέχρι εκεί που η κοιλάδα χανόταν στον ορίζοντα, να τον κεραυνοβολούν. Και με έναν συντονισμένο βρόντο τα βήματά τους να τον πλησιάζουν.

Και όταν τον έφταναν; Όταν τον έφταναν τι θα συνέβαινε;

«Θα έρθει το τέλος μου, σίγουρα. Θα με εξοντώσουν. Θα με ποδοπατήσουν και δε θα ξυπνήσω ποτέ. Η βίαιη επίθεσή τους θα αποκάνει τις αντοχές μου. Ίσως από τον τρόμο να πάθω ανακοπή και να μείνω έτσι στον τόπο. Ή θα πάθω εγκεφαλικό, γιατί το κεφάλι μου το άμοιρο δε θα μπορεί να αντέξει τέτοια φρίκη. Θα έρθει το τέλος, δε θα ξυπνήσω ποτέ. Δε θα βγω ζωντανός. Είμαι παγιδευμένος εκεί, καταδικασμένος. Δαιμόνιοι καβαλάρηδες, μου την φέρατε. Αυτός ήταν ο στόχος! Αυτός, ναι, να βρεθώ ο ανίδεος, πιασμένος σαν το ποντικό. Με παραπλάνησαν, ενώ εμένα ήθελαν από την αρχή.

»Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να σωθώ: να μην κοιμηθώ. Αν δεν κοιμηθώ, δεν θα δω τους καταραμένους εκείνους καβαλάρηδες. Έτσι θα λυθούν όλα μου τα προβλήματα. Όλα μια χαρά. Μια χαρά!

«Ορέστη. Ορέστη! Που βρίσκεσαι;»

Το χέρι της Ισμήνης στο μάγουλό του τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Μπροστά του σχηματίστηκαν τα αναψοκοκκινισμένα ζυγωματικά της, τα χείλη της ήταν υγρά. Με μια ματιά στα σκοτεινά, χαμηλά, είδε πως ήταν από πάνω της, μέσα της.

«Ξέρεις πόση ώρα είμαι έτσι;»

«Όχι, να… κι εγώ… κι εγώ εδώ είμαι», είπε και άρχισε να κάνει γρήγορες παλινδρομικές κινήσεις. Πάνω-κάτω, με βία.

«Ορέστη. Ορέστη, σταμάτα»

Ο Ορέστης συνέχισε αβέβαια ακόμα εκείνη την αξιολύπητη επίδειξη σεξουαλικής δραστηριότητας και σταμάτησε.

«Κάθισε δίπλα μου, έλα. Ξάπλωσε»

Η Ισμήνη τον έβαλε να μιλήσει. Να της πει τι συνέβαινε και έχανε έτσι τον εαυτό του τον τελευταίο καιρό.

Ο Ορέστης της εξιστόρησε˙ περνώντας από διαδοχικά στάδια αβεβαιότητας, ματαιότητας, φόβου, ντελίριου και απόγνωσης, κατασκεύασε ένα άθυρμα από όσα βίωσε όλες εκείνες τις νύχτες.

Η Ισμήνη ένευσε με το κεφάλι της. Προσπαθούσε να επεξεργαστεί και να αξιολογήσει ό,τι είχε ακούσει

«Εγώ φταίω», είπε τελικά. «Εγώ. Δεν έπρεπε να σε αποπάρω έτσι. Όχι», κούνησε το κεφάλι της, «ήταν κάτι που έπρεπε να μοιραστείς μαζί μου, ήθελες να το βγάλεις από μέσα σου. Και διογκώθηκε. Σε έφαγε αυτή η ιστορία. Έπρεπε να μου μιλήσεις. Δεν νιώθεις καλύτερα τώρα;»

Ο Ορέστης σκέφτηκε πως πράγματι ένιωθε κάπως ξαλαφρωμένος. Σαν το τεράστιο βάρος που τον πλάκωνε να είχε, έστω και ελάχιστα, ελαττωθεί. Δεν μπορούσε, όμως, να εναποθέσει την λύτρωση στην ψυχοθεραπευτική επίδραση της εξιστόρησης πια.

«Αν ξαναέρθουν-», είπε με παράπονο.

«Ίσως ξαναέρθουν. Ίσως. Αλλά δε θα είναι τόσο σίγουροι πια. Δε θα ξεπεζέψουν τόσο αποφασισμένοι. Και κάθε νύχτα εσύ θα αποχτάς ένα κομμάτι του ελέγχου. Εσύ θα ελέγχεις αυτήν την ιστορία»

«Ναι, μακάρι»

Η Ισμήνη ανασηκώθηκε απότομα στην θέση και χτύπησε ενθουσιασμένη στον ώμο τον Ορέστη, κοιτώντας τον, καθώς συλλάμβανε και επεξεργαζόταν μια ιδέα, μέχρι που κάθισε και είπε «Είναι ίσως μια ιστορία που περιμένει να γραφτεί από εσένα! Μια ιστορία που φύτρωσε σαν σπόρος στο κεφάλι σου, και προσπαθεί να σου αποσπάσει την προσοχή. ‘Έι, εδώ είμαι. Κάνε κάτι’. Να την προσέξεις, να την αγκαλιάσεις και να την εξελίξεις! Να την μεγαλώσεις, να γίνει αυτό που θα μπορούσε να γίνει τελικά. Αυτό θέλει»

Μια ιστορία που είχε καταλάβει το κεφάλι του, συλλογίστηκε ο Ορέστης. Αγκάλιασε την Ισμήνη.

«Ναι…», είπε. Γυρόφερε αυτήν την ιδέα στο μυαλό του. Αυτή η κοπέλα ήταν δαιμόνια. Ίσως αυτή να ήταν η λύση στο αινιγματικού όνειρο που τον είχε στοιχειώσει.

Θα μπορούσε να το γράψει. Να χαλιναγωγήσει, να δώσει υπόσταση στις προθέσεις, τα σχέδια, τα πλάνα του ανώνυμου που κατηύθυνε τους αδυσώπητους, πειθαρχημένους καβαλάρηδες. Και αν ήταν μια επικείμενη καταστροφή ή σωτηρία στην οποία όδευαν, ο Ορέστης μόνο θα μπορούσε να αποφασίσει.

Για πρώτη φορά, μετά από όλες εκείνες τις βασανιστικές νύχτες, ο Ορέστης έκλεισε τα μάτια του γαλήνιος. Ήταν έτοιμος να γράψει την ιστορία του. Έπρεπε να ξεκινήσει από τους ερεβώδεις καβαλάρηδες. Να τους δείξει ποιος κρατάει την πένα.

 

 

 

 

* O Παναγιώτης Κροκιδάς σπούδασε φυσικός και εργάζεται στην έρευνα, σε ιδρύματα του εξωτερικού. Από μικρός διάβαζε και από τότε πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρονικές τροχιές μπλέχτηκαν και με τις μυρωδάτες σελίδες της λογοτεχνίας και έγιναν ένα. Διαβάζει συνεχώς και καμιά φορά σκαλίζει δικές του ιστορίες.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top