Fractal

Διήγημα: “Ο … Νιόνιος και τα δέντρα”

Του Νίκου Τσούλια //

 

 

 

Είχαμε στριμωχτεί στη γωνία του ενός δωματίου της μικρής μας χαμοκέλας, εγώ και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές μου. Κοντά στη μαλάθα. Δεν πήγαινε πιο πέρα. Στην άλλη άκρη στο μικρό παράθυρο φαινόταν μια σκιά. «Ο … Νιόνιος είναι», σκεφτήκαμε και δεν το είπαμε μεταξύ μας, γιατί νομίζαμε ότι θα ήταν καλύτερα.

Αλλά η σκιά εκεί, δεν κουνιόταν καθόλου, ο … Νιόνιος δεν έφευγε.
«Μα πότε θα έλθει ο πατέρας μας και η μάνα μας; Δεν το ξέρουν ότι από το δρομάκι μας περνάει κάθε μέρα ο … Νιόνιος;». Είδαμε και απόδαμε.
«Θα βγω έξω με το μαχαίρι, το μεγάλο της κουζίνας». Ήμουνα ο άντρας και έτσι έπρεπε να κάνω. Περπάταγα προς την πόρτα, αλλά ο φόβος έστελνε το μυαλό μου προς την άλλη άκρη, στη γωνία. Βγήκα έξω. Έκανα κύκλο, μακριά από τον τοίχο του σπιτιού, για να έχω χώρο να τρέξω προς την αυλή. Δεν ακουμπούσα κάτω, η γάτα θα με ζήλευε. Έφτασα απέξω από το παράθυρο.

«Κανένας»!
Φώναξα, ένιωθα σαν απελευθερωτής, ήταν η πρώτη γενναία πράξη της ζωής μου.
«Μα η σκιά υπάρχει ακόμα», απάντησαν από μέσα.
Ήταν η σκιά της αμυγδαλιάς, που ‘πεφτε από τα παιχνιδίσματα που έκανε το φεγγάρι μαζί της.

Δεν το ‘παμε πουθενά ούτε το ξανακουβεντιάσαμε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ.
«Πώς δεν την είχαμε ξαναδεί; Ίσως, όταν είναι και οι μεγάλοι, οι σκιές να μη φαίνονται…».

«Παππού! Θα με φάεεει…, Θα με φάεεει…».
Με είχε σηκώσει ψηλά με τα δυο του χέρια ο … Νιόνιος, σπαρτάραγα σαν το ψάρι, ο παππούς μου πιο δίπλα έσκαβε με την αξίνα, με κοιτούσε και χαμογελούσε. Όλα τα θυμάμαι ζωηρά, ήμουνα πολύ μικρός, δεν πήγαινα σχολείο, δεν με έφαγε, δεν θυμάμαι πώς σώθηκα…

Ο …Νιόνιος δεν είχε πειράξει κανέναν, αρνάκι ήταν, που να το ξέραμε εμείς τότε, αφού τον φώναζαν μουρλο-Νιόνιο;
Πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν τρελός. Ο κυρ-Νιόνιος ήταν αλαφροΐσκιωτος, είχε μια νοητική υστέρηση, ήταν ο πιο αγαθός άνθρωπος του χωριού.
Ποια νοητική υστέρηση; Νομίζω πως απλά είχε έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, απλό, χωρίς πονηριά και σκοπιμότητα.

Δεν ζήλευε τίποτα. “Αφού δεν είναι δικό μου, γιατί να το ζηλέψω;”. Άμα του έδινες κάτι, απαντούσε αυτόματα: “και εγώ τι θα σου δώσω; δεν έχω τίποτα”.
Στους χωμάτινους δρόμους που γέμιζαν λάσπη τον χειμώνα δεν πέρναγε από τις άκρες προς τα χωράφια αλλά μέσα στη μέση “μα θα πατήσω πάνω στα σπαρτά; τι φταίνε τα κακόμοιρα και τι φταίνε και αυτοί που τα έσπειραν;”
Ζώο ποτέ δεν πείραζε, ακόμα και αυτά τα σκυλιά που τον κυνηγούσαν αυτός τους χαμογελούσε και περίμενε πότε θα σταματήσουν να γαβγίζουν.

Προτιμούσε να κάνει παρέα με τα παιδιά. Αλλά κανένας δεν τον ήθελε. Οι εποχές εκείνες της αγραμματοσύνης και της προκατάληψης δεν άφηναν περιθώριο για να αναζητήσεις το αληθινό. Η οικογένειά του βυθισμένη στην άγνοια θεωρούσε ότι ο Θεός τους είχε τιμωρήσει με τον … Νιόνιο, οι γονείς του αισθάνονταν ένοχοι και οι “άλλοι”, οι έξω από την “πόρτα του σπιτιού του”, το κουβέντιαζαν κρυφά το θέμα, με υπαινιγμούς, με άφθονα “Θεός φυλάξει”, κρυφοέκαναν το σταυρό τους που δεν τους είχε συμβεί σε αυτούς, ένιωθαν έξυπνοι απέναντί του και έκαναν εύκολα αστεία μαζί του.

Τα παντελόνια του δεν ήταν κανονικά, δεν τον ένοιαζε, λίγο κάτω από το γόνατο έφταναν. Τα μανίκια του δεν έφταναν να σκουπίζει τη μύτη του και έκανε κινήσεις σαν να προφύλασσε το πρόσωπό του με τον αγκώνα. Τα παπούτσια του όμως ήταν μεγάλα, δεν τα έδενε ποτέ και ακολουθούσαν τα πόδια του με καθυστέρηση, έτσι και αλλιώς βάδιζε αργά – ποτέ δεν βιαζόταν- και ανάλαφρα.
Όταν μεγαλώσαμε, καταλάβαμε ότι φορούσε ό,τι απέμενε από τους άλλους. Τι να του αγόραζαν και καινούρια κιόλας;
«Με βαρέσανε οι δικοί μου»!
Ήταν το παράπονό του. Δεν τα καταλαβαίναμε, αφού οι δικοί του ήταν καλοί άνθρωποι, “γιατί το έκαναν;” Αλλά τότε όλοι βάραγαν. Το ξύλο ήταν για το καλό μας, έτσι νόμιζαν…

Αγάπαγε τα δέντρα λες και ήταν άνθρωποι.

Καθότανε με τις ώρες και κοιτούσε τα δέντρα, πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη και πάει λέγοντας. Ακόμα και το χειμώνα που ο τόπος ήτανε γεμάτος λάσπες καθότανε καταγής και χαζολογούσε. Και εμείς κοιτούσαμε τον μουρλο – Νιόνιο – έτσι τον φωνάζαμε τότε όλοι, μικροί και μεγάλοι – που κοίταζε τα δέντρα.

«Τους μιλάω… Το κάθε δέντρο έχει δική του φάτσα… Τους βάζω και ονόματα. Εσείς τα πιτσιρίκια που παίζετε πάνω στα δέντρα, ξέρω, συμφωνείτε μαζί μου».
Ανέβαινε και αυτός πάνω στα δέντρα. Και καθότανε με τις ώρες.

Αγαπημένη του η Πεύκα.
«Είδατε που όλοι μιλάτε για την πεύκα;», έλεγε και ξανάλεγε και δεν καταλαβαίναμε τι εννοούσε.
Μέχρι που κάποιος μεγάλος μας το εξήγησε.
«Όλος ο τόπος τριγύρω μας, όλοι οι λόγκοι του χωριού μας είναι γεμάτοι πεύκες. Αλλά, όταν θέλουμε να πούμε ότι πάμε εκεί, λέμε πάω στην «Πεύκα», λες και είναι η μοναδική.
Ήταν πράγματι μοναδική, ξεχώριζε, δέσποζε στο ύψωμα, μες στο χωράφι του κυρ – Αριστείδη, ήταν πανύψηλη, είχε πάρει το όνομα από όλες τις πεύκες, σα να μιλούσε για λογαριασμό όλων…

Αλλά ο κυρ – Αριστείδης έκοψε τις κάτω κλάρες και δεν μπορούσε να ανέβει ο … Νιόνιος.
«Μην πέσει και βρω κανένα μπελά», είπε και όλοι συμφώνησαν και έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να το πούνε στη δασονομία, ακόμα και ο αγροφύλακας έκανε τα στραβά μάτια.
Έπεσε σε σιωπή. Δύσκολα μιλούσε. Πέρναγε και ξαναπέρναγε από κει που παίζαμε μπάλα, μας κοίταζε για λίγο και χανότανε ξαφνικά, παλιότερα καθότανε με τις ώρες και κουβαλούσε τη μπάλα τρέχοντας όταν έφευγε έξω από το γήπεδό μας· μερικές φορές έκανε και τον διαιτητή, αλλά χωρίς να τον ακούμε. Άμα είμαστε πολλοί, δεν τον φοβόμαστε.

Το σκίντο, με τρεις μεγάλους κορμούς αγκαλιασμένους πήγαινε ο ένας προς τα εδώ και άλλοι δύο προς την άλλη μεριά, μοναχό μες στο χωράφι, περίμενε τους κουρασμένους που δούλευαν να ξαποστάσουν το μεσημέρι, τις άλλες ώρες ήταν δικό μας. Παίζαμε τα αυτοκίνητα, που είχαν αρχίσει να περνάνε όλο και πιο συχνά τη δεκαετία του ‘60 από τη δημοσιά, σκαρφαλώνοντας στις κορυφές και άντε να βρεις άκρη ποιος έτρεχε πιο γρήγορα, μάλλον όποιος έκανε πιο γρήγορα και πιο δυνατά το βββρρρ…
Ο … Νιόνιος εκεί, αποκάτω κοίταζε και ξανακοίταζε. «Δεν σας πειράζω, το σκίντο κοιτάω, από εδώ μοιάζει σαν την κυρά – Βασιλική, τη γριά που είναι καμπουριασμένη μέχρι το χώμα».

Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν οι καιροί, αν και ποτέ δεν κατάλαβα τι είναι αυτό που αλλάζει τα πράγματα και τους καιρούς και μη μου πείτε ότι είναι ο χρόνος, γιατί αυτό δε λέει τίποτα, μια λέξη είναι. Σκορπίσαμε σαν του λαγού τα παιδιά, Αθήνα και Πάτρα.
Φτιάχναμε το μέλλον μας.
Πίσω μας, το παρελθόν το λεηλατούσε ο χρόνος (συμβατικά το λέω, γιατί δεν μπορώ να πω κάτι άλλο) μαζί με τη φτώχεια και το φράγμα.
Το νερό έφτασε στα σπίτια μας και ακόμα πιο πάνω.

Όταν η έγνοια για το “αύριο” μας άφησε κάποια ανάσα, γυρίσαμε για λίγο να δούμε τη λίμνη και τα απομεινάρια.
Δεν υπήρχε τίποτα. Είμαστε χωρίς παρελθόν!
Πάνε τα σπίτια μας, είναι στο βυθό. Πάνε τα δέντρα, το σκίντο, η «Πεύκα».
Πάει ο … Νιόνιος.

Τώρα, χρόνια πολλά μετά, επινοούμε το παρελθόν.
Άμα βλέπουμε δέντρο, ψάχνουμε την εικόνα του.
«Με τι μοιάζει;».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top