Fractal

«Δεν είμαι γελωτοποιός, είμαι νάνος και μόνο νάνος»

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Περ Λάγκερκβιστ: «Ο Νάνος», Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 160

 

Ο Νάνος του μυθιστορήματός μας έχει εξήντα έξι εκατοστά ύψος, το κεφάλι του είναι κατά κάτι μεγαλύτερο του φυσιολογικού, δεν έχει γένια, το πρόσωπό του είναι γεμάτο ρυτίδες, όμως το ύφος του είναι σοβαρό και δεν του ταιριάζουν οι αστείες ζαβολιές, γιατί ποτέ του δε γελά. Επομένως δεν του ταιριάζει καθόλου ο ρόλος του γελωτοποιού. Μισεί το ανθρώπινο γένος, παρ’ όλο που από αυτό έχει προέλθει, όμως υποστηρίζει ότι η ράτσα του είναι πανάρχαια, αλλά ο ίδιος τη βρίσκει σιχαμερή και μισεί τους όμοιούς του, όπως μισεί και τον εαυτό του.

Οι γονείς που γεννούν τέτοια όντα  δεν τα κρατούν, αλλά τα πουλάνε για λίγα σκούδα σε ισχυρούς πρίγκιπες για να τους διασκεδάζουν με τα κακοφτιαγμένα σώματά τους. Έτσι κι αυτός πουλήθηκε για είκοσι σκούδα και βρέθηκε σ’ έναν πύργο, όμως δεν ήταν διατεθειμένος να διασκεδάσει κανέναν. Απλά βρέθηκε στην υπηρεσία του Πρίγκιπα και της Πριγκίπισσας Θεοδώρας. Η αυλή είναι γεμάτη παράξενους ανθρώπους, σοφούς που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν το νόημα της ζωής και την ανθρώπινη μοίρα σε σχέση με τα ουράνια σώματα.

Με τον Πρίγκιπα έχει καλές σχέσεις δέχεται να τον υπηρετεί με σκυλήσια αφοσίωση, όμως του είναι δύσκολο να τον καταλάβει. Αντίθετα καταλαβαίνει καλύτερα την Πριγκίπισσα, παρ’ όλο που τα συναισθήματά του είναι μπλεγμένα. Από τη μια νιώθει να την αγαπά και να την επιθυμεί κι από την άλλη τη μισεί επειδή γνωρίζει τις ασελγείς πράξεις της και τα μυστικά της, που δε θα τα μαρτυρούσε ποτέ όσο κι αν βασανιζόταν. Υπάρχει και μια μικρή πριγκίπισσα η κόρη τους η Αντζέλικα, την οποία ο Νάνος δεν πολυσυμπαθεί, γιατί αυτή τον περνά για παιδί έτσι μικροκαμωμένος που είναι και θέλει να παίζει μαζί του παιδεύοντάς τον.

Υπήρχαν κι άλλοι νάνοι κάποτε στο παλάτι, όμως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κατάφερε να τους ξεφορτωθεί και τώρα είναι μόνος του.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο παλάτι ο αυθέντης Μπερνάρντο, ο οποίος θα αναλάμβανε να κάνει μια τοιχογραφία στην τραπεζαρία της Φραγκισκανικής μονής του Τίμιου Σταυρού. Όμως δεν έκανε μόνο αυτό, τεμάχισε και μελέτησε το σώμα του κρεμασμένου Φραντσέσκο, ζωγράφισε το Νάνο γυμνό παρ’ όλες τις αντιρρήσεις αυτού, έκανε το πορτραίτο της Πριγκίπισσας, αλλά σχεδίασε και κάτι μηχανές που θα έσερναν το θάνατο σ ’έναν πόλεμο. Σχεδίασε διάφορα άρματα μάχης με μεγάλες λεπίδες και διάφορες ιππήλατες εφευρέσεις με ρόδες που θα έφταναν στο αντίπαλο στράτευμα, προκειμένου να διασπάσουν και την πλέον ισχυρή παράταξη του εχθρού, για ν’ ανοίξουν δρόμο στο πεζικό. Όλα αυτά θα γίνονταν πράξη προκειμένου ο Πρίγκιπας με το στρατό του να επιτίθετο εναντίον των Μοντάζα, μια και οι αστρολογικές μελέτες προέβλεπαν αίσια έκβαση της εκστρατείας, αυτήν την εποχή. Για την επιτυχία της επιχείρησης ο Πρίγκιπας προσέλαβε τον κοντοτιέρο Μποκκαρόσσα με τους μισθοφόρους του, ο οποίος απροειδοποίητα και  με άκρα μυστικότητα θα περνούσε τις άβατες ορεινές περιοχές και θα προετοίμαζε την εισβολή. Η μάχη ήταν ευνοϊκή για τα στρατεύματα του Πρίγκιπα και έδειχνε ότι η νίκη θα ήταν με το μέρος του. Ο Πρίγκιπας είχε πάρει μαζί του και το Νάνο, μόνο που δεν τον άφησε να πολεμήσει. Έτσι αυτός για να περνά την ώρα του κατέγραφε λεπτομερώς όλα τα γεγονότα. Απ’ όπου πέρασε ο Μποκκαρόσσα και οι μισθοφόροι του πετσόκοβαν τον αντίπαλο, λεηλατούσαν, έκαιγαν και απογύμνωναν τα πάντα, αντίθετα ο Πρίγκιπας σεβόταν τον εχθρό του, ξεχνούσε ότι βρισκόταν σε εχθρικό έδαφος, μέχρι που συμμετείχε  σ’ ένα γλέντι τους, που έκαναν για το μάζεμα της σοδειάς  κι έφαγε και ήπιε μαζί τους. Σε κάποια μάχη που κινδύνευσε ο Πρίγκιπας του έσωσε τη ζωή ο δον Ρικάρντο, που ήταν ερωτευμένη μαζί του η Πριγκίπισσα Θεοδώρα.

Κάποια στιγμή έπιασε δυνατή βροχή που κράτησε μέρες και έκανε τους στρατιώτες να γίνουν νωθροί και τα έξοδα να πολλαπλασιάζονται. Η νίκη ήταν σχεδόν με το μέρος τους όμως δεν υπήρχαν χρήματα για να συνεχίσουν. Ο Πρίγκιπας απευθύνθηκε για δανεισμό στην Ενετική Γερουσία, η οποία όμως αρνήθηκε. Επειδή δεν υπήρχαν χρήματα σταμάτησε και ο Μποκκαρόσσα να βοηθάει τον Πρίγκιπα. Ο Πρίγκιπας βρισκόμενος σε δύσκολη θέση και βλέποντας πως ο πόλεμος δεν προσφέρει τίποτα καλό και στους δύο λαούς εκτός από καταστροφές, πείνα και μιζέρια, αποφασίζει να συνθηκολογήσει με τον οίκο των Μοντάζα. Ο Λοντοβίκο Μοντάζα βρήκε λογικές τις προτάσεις του και δέχτηκε να διαπραγματευτεί. Από τότε όμως που ο Πρίγκιπας θέλησε να συνθηκολογήσει, έπεσε στα μάτια του Νάνου και άρχισε να τον περιφρονεί.

 

Pär Fabian Lagerkvist

 

Ο Λοντοβίκο με το γιο του τον Τζιοβάνι και την ακολουθία του έκανε επίσημη και μεγαλοπρεπή είσοδο με σαλπιγκτές και  έφιππους σωματοφύλακες. Η ημέρα ήταν γεμάτη δεξιώσεις, γεύματα και συνομιλίες. Συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα του θρόνου να υπογράψουν την ειρήνη, όπου υπήρχαν και άρθρα για την κατάργηση των συνοριακών φρουρίων, την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και  τη διευκόλυνση των εμπορικών σχέσεων. Αφού υπέγραψαν σε δύο αντίγραφα, έκατσαν στο τραπέζι για να φάνε. Η Αντζέλικα έκατσε δίπλα στον Τζιοβάνι και γρήγορα ανέπτυξαν μία οικειότητα μεταξύ τους. Όλοι έτρωγαν και καταβρόχθιζαν τα πάντα, όπως επίσης έπιναν τα πάντα. Στο τραπέζι εκτός από αγριογούρουνα και άλλα κρεατικά, υπήρχαν παγόνια, φασιανοί, καπόνια, πάπιες, μουρούνες, κυπρίνοι και μπριζόλες ελαφιού. Κατόπιν σωροί από γλυκά, ζαχαρωτά και καραμέλες. Συγχρόνως παίζονταν διάφορα θεατρικά δρώμενα και χορευτικά, όμως το τελευταίο ήταν το πιο διδακτικό, που ήταν παρμένο από την ελληνική μυθολογία. Ο θεός Άρης δίνει διαταγή στους πολεμιστές που εμφανίστηκαν στη σκηνή να παλέψουν μέχρι θανάτου και αφού έπεσαν ηρωικά εμφανίστηκε η θεά Αφροδίτη με τις νύμφες οι οποίες  έπεσαν από πάνω από τα παλληκάρια  και θρηνώντας τα, έλεγαν πώς  δεν είναι δυνατόν  τόσο νέα και ωραία παλληκάρια να παρασύρονται από τον Άρη και να χάνουν  τη ζωή τους χωρίς λόγο. Κατόπιν η θεά εξήρε την αγάπη που είναι πηγή και ζωογόνος δύναμη όλων των πραγμάτων και είπε επίσης ότι η θεία δύναμή της θα κατακτήσει τη γη και θα τη μετατρέψει σε ευτυχισμένο τόπο αγάπης και αιώνιας ειρήνης.

Ο Νάνος βλέποντας τους εχθρούς στο παλάτι, να τρώνε κάθε φορά που ερχόταν καινούρια πιατέλα  σα να μην είχαν φάει τίποτα και σαν να μην είχαν πιει τίποτα, είχε τόσο πολύ θυμώσει που ήθελε όλους να τους εξοντώσει. Έτσι γέμισε σε όλους τα ποτήρια τους με το καλό κρασί που φυλάει ο Πρίγκιπας και αφού ήπιε πρώτα ο Πρίγκιπας προέτρεψε όλους να πιούν. Όμως ο Νάνος έβαλε στους καλεσμένους από το κρασί που έφτιαξε ο ίδιος κι εκείνοι άρχισαν να βογκάνε από σουβλιές θανατηφόρες. Τότε ακούστηκε μια φωνή που είπε ότι κάποιος τους δηλητηρίασε. Ο Λοντοβίκο πέθανε ακαριαία, όπως και ο δον Ρικάρντο. Ο Τζιοβάνι δεν είχε πιεί κι έτσι σώθηκε. Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα δεν πέθαναν, γιατί ίσως σ’ αυτούς ο Νάνος, δεν έβαλε από το δικό του κρασί.

Την αρχηγία του κράτους των Μοντάζα την ανέλαβε ένας θείος του Τζιοβάνι ο Έρκολε Μοντάζα, ο οποίος  αφού πλήρωσε τα διπλά στον Μποκκαρόσσα τον προσέλαβε για να επιτεθεί στο κράτος του Πρίγκιπα, ξεσηκώνοντας μάλιστα και  το λαό του για  να πάρει εκδίκηση.  Η επίθεση άρχισε  από την κοιλάδα δίπλα στο ποτάμι. Απ’ όπου περνούσαν έκαιγαν, λεηλατούσαν και θανάτωναν. Τα στρατεύματα του Πρίγκιπα οπισθοχωρούσαν και η πόλη γέμιζε πρόσφυγες. Ο Μπερνάρντο βοηθούσε  τον Πρίγκιπα για την οχύρωση της πόλης. Υπήρχε έλλειψη τροφίμων και οι άνθρωποι κατέφευγαν στο να τρώνε γάτες, σκύλους ακόμα και ποντίκια. Έτσι δεν άργησε να πέσει μια άσκημη αρρώστια η πανούκλα, που ξεκίναγε με ρίγη, φοβερούς πονοκεφάλους, ώσπου τα μάτια και η γλώσσα πρήζονταν, όλο το σώμα κοκκίνιζε και βρώμικο αίμα κυκλοφορούσε στο κορμί. Η πανούκλα μέρα με τη μέρα όλο και πιο  πολύ απλωνόταν. Τα εχθρικά στρατεύματα είχαν στρατοπεδεύσει έξω από την πόλη και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να επιτεθούν. Ένα βράδυ ο Τζιοβάνι το έσκασε και μπήκε κρυφά στο παλάτι για να συναντήσει την αγαπημένη του Αντζέλικα. Τον πήρε χαμπάρι ο Νάνος και πήγε να ειδοποιήσει τον Πρίγκιπα, όμως επειδή από τη μια ήταν εχθρός και από την άλλη από την αρχή δεν τον είχε χωνέψει, παρουσίασε τόσο άσχημα την περίσταση στον Πρίγκιπα, ότι  πήγε να τη βρει για να την εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του και ότι ήθελε να προκαλέσει την ατίμωση της Αντζέλικα. Ο Πρίγκιπας θολωμένος μπήκε στο δωμάτιό της συνοδευόμενος από τον φρουρό και παίρνοντας το ξίφος του φρουρού αποκεφάλισε τον Τζιοβάνι την ώρα που κοιμόταν με την Αντζέλικα. Το άψυχο σώμα του το πέταξαν στο ποτάμι. Η Αντζέλικα από τη λύπη της αυτοκτόνησε πέφτοντας στο ποτάμι, που μάλιστα πριν πάει στο ποτάμι άφησε ένα γράμμα, που έλεγε πως δεν αυτοκτονεί, αλλά πέφτει στο ποτάμι για να τη μεταφέρει στον αγαπημένο της που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Από τότε ο Πρίγκιπας ήταν τόσο συντετριμμένος, που δεν ξαναμίλησε στο Νάνο κι ούτε ήθελε τις υπηρεσίες του.

Ο Πρίγκιπας εύρισκε παρηγοριά στην παρέα της Φαμμιέττα, μιας κυρίας επί των Τιμών, η οποία ήταν ήρεμη και όμορφη, μιας και η Πριγκίπισσα από το θάνατο του δον Ρικάρντο ήταν πολύ στεναχωρημένη και απόγινε με το θάνατο της κόρης της. Δεν έτρωγε, αυτομαστιγωνόταν και προσευχόταν στον Εσταυρωμένο. Η υπηρέτρια της Πριγκίπισσας πέθανε από την πανούκλα όπως και η Φαμμιέττα. Μέχρι και οι εχθροί έλυσαν την πολιορκία μόλις η πανούκλα άρχισε να χτυπά κι αυτούς. Κάποια στιγμή ο  Νάνος επισκέφτηκε την Πριγκίπισσα για να δει μήπως ήθελε κάτι, επειδή  κανείς δεν πήγαινε να τη νοιαστεί. Τότε εκείνη τον παρακάλεσε να τη μαστιγώσει για να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες της. Εκείνος το έκανε ευχαρίστως, γιατί έτσι πίστευε ότι έπαιρνε την  εκδίκησή του. Αφού τη μαστίγωσε την άφησε αναίσθητη και η Πριγκίπισσα μετά από λίγο πέθανε. Με την κατηγορία ότι μαστίγωσε την Πριγκίπισσα και την οδήγησε στο  θάνατο τον έβαλαν φυλακή, αλλά επειδή είχε δώσει όρκο ότι δε θα μαρτυρούσε τα μυστικά της Πριγκίπισσας σε κανέναν, αρνιόταν τα πάντα ακόμα και μετά από τα απάνθρωπα βασανιστήρια που του έκαναν. Όταν τον πήγαν στο δικαστήριο ο δικαστής  τον τιμώρησε να αλυσοδεθεί στο υπόγειο του κάστρου και να μείνει αιωνίως.  Κάποια στιγμή όταν του ελευθέρωσαν τα χέρια, ζήτησε από τον δεσμοφύλακά του να  του πάει μελάνι και τις σημειώσεις του για να συνεχίσει να γράφει, ώστε να περνά πιο  ευχάριστα τις ώρες του. Όντας μες τη φυλακή έμαθε πως η Πριγκίπισσα πέθανε και αφού την έβαλαν σ’ ένα σιδερένιο φέρετρο, την μετέφεραν στην πριγκιπική κρύπτη στον καθεδρικό ναό. Βαθμιαία η Πριγκίπισσα έγινε Αγία από το λαό που τη  λάτρεψε, επειδή περιφρόνησε τη ζωή της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βασανίσει το σώμα της μέχρι θανάτου. Μάλιστα ο Μπερνάρντο ζωγράφισε μία Παναγία με  τα χαρακτηριστικά της Πριγκίπισσας με το αινιγματικό χαμόγελο, γεμάτο θείο μυστήριο.

Η πανούκλα υποχώρησε τελικά αφού θέρισε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η ζωή ξαναβρήκε το ρυθμό της και η πόλη τη φυσιογνωμία της. Ο Νάνος όμως παραμένει αλυσοδεμένος περιμένοντας μήπως ο Πρίγκιπας τον αναζητήσει και θελήσει να τον ελευθερώσει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top