Fractal

Χρονογράφημα: “Ο Μήτσος, η Κικίτσα κι η νταρντάνα”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

Φωνές ακούγονταν από τον τρίτο όροφο. Σπασίματα, ουρλιαχτά και βρισιές.

-Εξαφανίσου γρήγορα από τα μάτια μου! Αχαϊρευτε τζαναμπέτη!

-Μα Κικίτσα μου να σου εξηγήσω…

-Δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτα.. Τι αναπτήρας είναι αυτός ρε παλιοκερατά; Εγώ αυτόν σου αγόρασα;

-Μα τον έχασα τον δικό σου, Κικίτσα μου, και αγόρασα άλλον! Να, φιλώ σταυρό!

-Πάψε βρέ την κοροϊδία που αγόρασες άλλον. Και τι σημαίνουν τα αρχικά Δ.Α; Δήμος Αθηναίων;

-Τώρα άμα σου πω πως το βρήκες… θα με πιστέψεις;

-Όχι ρε, δεν σε πιστεύω! Που με πήρες απ’ την μάνα μου μπουμπούκι και μ έκανες…

-Ξυλάγκουρο !

-Τι ξυλάγγουρο βρέ συ;

Και πάνω στα γλυκόλογα του σκάει το πορτατίφ στην πλάτη.

-Κικίτσα μου…. ψυχή μου… με παρεξήγησες! Εγώ που σ’ έχω κορώνα στο κεφάλι μου;

-Έτσι ε; Κορώνα στο κεφάλι σου ε; Ε, πάρε το στέμμα σου και περιπάτει

είπε η Κικίτσα καθώς του τοποθέτησε ένα ωραιότατο κρύσταλλο Βοημίας με ανοιχτό λαιμό για τα τραταρίσματα.

Ο Μήτσος απ’ την μια στιγμή στην άλλη έγινε ωραιότατη ανθοστήλη, σαν αυτές που είχαν οι γιαγιάδες μας στις γωνίες στην σάλα του σπιτιού. Μόνο το σεμεδάκι του έλειπε να τον τοποθετήσουν στην γωνίτσα, αυτήν που καθότανε συνήθως όταν πιάναν τα μπουρίνια την Κικίτσα.

Μια ζωή τα ίδια πράματα. Ρεζίλι είχαν γίνει στην πολυκατοικία και σε όλη την γειτονιά. Τρόμαζε να την ησυχάσει κάθε φορά έχοντας κάμποσες απώλειες καθότι η Κικίτσα σπουδαία νοικοκυρά και το σπίτι ήταν πλήρως εξοπλισμένο από πολεμοφόδια. Ο δε Μήτσος πηγαίνοντας στην δουλειά, είχε τον κάζο των συναδέλφων.

-Ρε Μητσάρα… με γάτα μάλωσες το βράδυ;

-Με αρκούδα!

έλεγε αυτός τσαντισμένος και κλεινόταν στο γραφείο του.

-Κρίμα την μουστάκα σου ρε,

ακούγονταν πίσω από την κλειστή πόρτα.

Φτάνοντας στο νοσοκομείο, είδαν και έπαθαν να του βγάλουνε το «στέμμα». Είχε σφηνώσει τόσο πολύ, όσο και η ζήλεια στην Κικίτσα η οποία μυξόκλαιγε πάνω απ’ το κεφάλι του.

-Αχ Μητσάκο μου! Τι σου έκανα εγώ η άχρηστη! Αυτή η καταραμένη η ζήλια μου τα φταίει, με έχει κάνει άλλον άνθρωπο!

Ο Μήτσος απολάμβανε την μετάνοια της Κικίτσας αλλά πόσο να ανεχθείς μια γυναίκα που ξυπνάει ζάχαρη το πρωί και καταλήγει δηλητήριο το βράδυ;

-Φεύγω Μήτσο μου. Πάω σπίτι να πάω να πάρω καθαρά ρούχα και να αφήσω τα λερωμένα. Να κάνω κι ένα μπανάκι…ε; άνθρωπος είμαι κι εγώ…να ξεκουραστώ μια στάλα και έπειτα θα γυρίσω το βραδάκι.

-Να πας Κικίτσα μου….να πας…

μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο Μήτσος.

Άλλο που δεν ήθελε να βρει την ησυχία του για λίγο, να ησυχάσει το κεφαλάκι του. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε μέχρι που μπήκε η αδελφή νοσοκόμα της εφημερίας, με τα ανοιχτά μπαλκόνια της, με τις δροσερές αυλές της, με τα φαρδιά χαμόγελά της, ευάερη και ευήλια σαν τα οικόπεδα στο Δήλεσι που διαφήμιζαν στο ραδιόφωνο!

-Ανάσταση Χριστού θεασάμενη….

σιγομουρμούρισε ο Μήτσος μόλις την είδε να μπαίνει και άρχισε να εξυψώνεται το ηθικό του!

-Α χα χα….. καλέ κύριε Αναγνώστου, τι πάθατε και ψάλλετε αναστάσιμα μες το καταχείμωνο;

-Μπήκε η άνοιξη στον θάλαμο μου, ήρθε μια οπτασία στο όνειρο μου, ένα πλάσμα του θεού-με οδήγησε αλλού…

-Α χα χα ,καλέ κύριε Δημήτρη μου, πως τα λέτε έτσι αστεία;

χαχάνιζε η αδελφή όλο τσαχπινιά.

Σκύβοντας να του αλλάξει την γάζα στην πληγή ο Μήτσος είδε το φως του! Μη χάνοντας ευκαιρία την βούτηξε κατά πάνω του και γίνανε γάζες, χαζαπλάστ, κουμπιά και σεντόνια ένας μύλος. Τα βογγητά και τα γελάκια τους ακούγονταν σε όλον τον όροφο και μεγάλο σούσουρο έπεσε στο νοσοκομείο. Εκεί πάνω στα αναστάσιμα, μπούκαρε και η Κικίτσα με…τα πένθιμα. Δεν άντεξε να τον αφήσει μόνον του πολλές ώρες και αφήνοντας τα άπλυτα ρούχα στο σπίτι, βούτηξε 2-3 αλλαξιές καθαρές, πήρε το Μετρό και ξαναγύρισε στον Μήτσο της ζωής της το δυνατόν συντομότερο. Ανοίγοντας την πόρτα δίνει ένα σάλτο και ανεβαίνει πάνω στο κρεβάτι της ακολασίας.

-Ρε τι κάνεις εδώ εσύ ρεεεε; Ρε αθεόφοβε, με την νοσοκόμα τα είχες βρέ και μου ‘ριχνες στάχτη στα μάτια τόσο καιρό; Καλά σου ‘κανα που σου άνοιξα το κεφάλι! Σε τσιμεντοκολώνα έπρεπε να σε έχτιζα ρε και να σε πέταγα στο ρέμα!

Κάνοντας έτσι το χέρι της, αρπάζει τον ταμπλά που γράφουν την πορεία ασθενούς και το φέρνει ταμπλά στο κεφάλι της ζουμερής νοσοκόμας. Είδαν κι έπαθαν να τους ξεκολλήσουν όλους μαζί…. Πέσανε και κάτι ψιλές, μαύρισαν κάτι μάτια, πέσανε κάτι μαλλιοτραβήγματα, δαγκωματιές, έπεσε κι ο Μήτσος κάτω απ’ το κρεβάτι σπάζοντας το πόδι του, έπεσε και η νταρντάνα από πάνω του μαζί με την Κικίτσα σπάζοντας η καθεμιά παϊδια και χέρια. Τώρα ο θάλαμος είναι πλήρους ασθενών. Α, όλα κι όλα, να μην έχουν παράπονο.

Ο Μήτσος στην μέση με την μουστάκα του να στέκει περήφανη που για χάρη του, ως άλλη Μαρία Πενταγιώτισσα «σφάχτηκαν» στην ποδιά του τα «παλικάρια»…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top