Fractal

Χρονογράφημα: “Ο Μήτσος, η Κικίτσα και το σκυλάκι”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

Η δουλειά στο γραφείο εκείνην την ημέρα είχε κουράσει πολύ τον Μητσάρα. Ερχόμενος σπίτι, η πρώτη του κίνηση ήταν να φιλήσει το γυναικάκι του και έπειτα να πετάξει την τσάντα του στον καναπέ.

«Κικίτσα», είπε, «ετοιμάσου μανάρι μου να πάμε το βραδάκι για κανά κοψίδι. Να πιούμε και τα κρασάκια μας να ευφρανθεί η καρδίαν μας. Ντύσου, σενιαρίσου, βάλε τα μυρωδικά σου κι όλα τα ζαρζαβατικά σου και βουρ!»

-Αχ μπράβο Μήτσο μου! Ό,τι πρέπει είναι ένα ταβερνάκι κι έχουμε τόσο καιρό να βγούμε, να πάρουμε λιγάκι τον αέρα μας!

Ή Κική, άρχισε να ψάχνει την ντουλάπα της βάζοντας πάνω της την Άρτα και τα Γιάννενα. Έβαλε τους κορσέδες της, σπρώξε σπρώξε χώρεσε και σε ένα ξώπλατο δεκαετίας που μόλις και μετά βίας έκλεισε το φερμουάρ, έβαλε τις τακουνάρες της, έβαψε τις ματάρες της σκούρο μπλε σαν τον Βοy George, πουδράρισε το άσπρο προσωπάκι της παφ παφ με το αφράτο pon pon, έριξε και μισό λίτρο πατσουλί και ενεφανίσθη στον έκπληκτο Μητσάρα που είχε γουρλώσει τις ματάρες του!

-Πού θα πάμε μάνα’μ και ντύθηκες διασταύρωση Coco Chanel με Σπεράντζα Βρανά; Στο ταβερνάκι του Μηνά του κιόρη θα πάμε, τρία τετράγωνα πιο πάνω! Και με το τσίτι και την σαγιονάρα να πας, κανείς δεν θα σε προσέξει!

-Άντε καλέ από κει που θα πάω σαν δουλικό, εγώ, μια Κικίτσα με τ’ όνομα! Με μαλλί haute couture και μανικιούρ-πεντικιούρ από τους Takis~Lolos! Να νομίζουν ότι πάω στη λαϊκή αγορά για μαρούλια;

-Γιατί μάνα’μ, ρώτησε ξανά ο Μήτσος πνίγοντας το γελάκι του να μην το δει η Κικίτσα, οι κυρίες δεν πάνε στην λαϊκή; Δεν τρώνε μαρούλια και μπρόκολα; Τι τρώνε; Γκογκολέμισες;

-Τι είναι αυτές; ρωτά η Κικίτσα.

-Οι αστακομακαρονάδες του χωριού μου, απάντησε γελώντας ο Μήτσος.

Η Κικίτσα του ‘ριξε μια θανατηφόρα ματιά, αλλά τέλος πάντων. Δεν ήθελε να χαλάσει την βραδιά που θα ερχότανε στην χασαποταβέρνα του Μηνά «Η Ωραία των Καλυβίων».

Στον δρόμο για την ταβέρνα το σούσουρο πήγαινε κι έρχονταν. Οι κυρίες των αυλών βλέποντας την Κικίτσα όλο καμάρι ως άλλη Σοφία Λόρεν και τον ταλαίπωρο τον Μητσάρα σαν τον Φέρμα στο «Της Κακομοίρας», έσκαγαν στα γέλια, αλλά η Κικίτσα… απτόητη! Πέσανε και κάτι σφυρίγματα στον δρόμο, κάτι «ώ ρε μάνα μου!» κι ο ταλαίπωρος ο Μήτσος όλο και ξεροκατάπινε.

Στο ταβερνάκι έκατσαν στο πιο κεντρικό τραπέζι. Μόλις ήρθαν οι πατατούλες, η σαλάτα και το κρασί, πέσανε κι οι δυο τους με μάσκα και βατραχοπέδιλα σε δεινές βουτιές! Μόλις κατέβασε δυο νεροπότηρα κρασί η Κικίτσα ξεφούρνισε το παραμύθι στον Μητσάρα.

-Μήτσο μου, θα μου πάρεις ένα κανίς;

Ο έρημος ο Μήτσος έμεινε με το πιρούνι στο χέρι και το κοψίδι στον λαιμό.

-Ποιός ήρθε;

-Κανείς δεν ήρθε, απάντησε ενοχλημένη η Κικίτσα. Ζήτησα να μου πάρεις ένα σκυλάκι, παραδείγματος χάριν… ένα κανίς!

-Τι να το κάνεις το σκυλάκι μανίτσα ‘μ; Μια χαρά δεν είμαστε τα δυο στο σπίτι; Τι θέλεις; Να σφουγγαρίζεις εδώ και κει τα «τέτοια» του σκύλου;

-Αχ βρε Μήτσο μου, δεν καταλαβαίνεις! Όλες οι καθώς πρέπει κυρίες επιβάλλεται να έχουνε και σκύλο. Πώς θα βγαίνουν βόλτα;

-Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, πού θες να πηγαίνεις με τον σκύλο; Για κυνήγι; Άσε που δεν άνοιξε ακόμα η κυνηγετική περίοδος, αλλά άμα είναι έτσι, να σου πάρω κυνηγόσκυλο να φέρνεις και κάνα λαγό στο σπίτι!

-Όχι τέτοιον σκύλο καλέ! Απ’ αυτούς τους μικρούτσικους θέλω που δεν μεγαλώνουν!

-Τι; Σαν κι αυτόν της ξαδέλφης σου που σηκώθηκε η μάνα της το βράδυ και τον ξεκοίλιασε γιατί τον πέρασε για την παντόφλα της;

-Έλα και συ πια που φέρνεις την καταστροφή!

-Καλά μανίτσα’μ… Άμα είναι να μου στεναχωριέσαι, χαλάλι σου, να στο πάρω!

Το επόμενο πρωί η Κικίτσα βρέθηκε προ εκπλήξεως! Ένα μικροσκοπικό λευκό κανισάκι την περίμενε στην πόρτα της μέσα σε ένα πλαστικό σπιτάκι για σκύλους. Το delivery pet boy αφού πήρε το πουρμπουάρ του, το άφησε στα πόδια της κι έφυγε.

Η Κικίτσα ξετρελαμένη άνοιξε το σπιτάκι και πήρε το κουταβάκι στην αγκαλιά της λέγοντας «Αχ Χριστέ μου! Τι υπέροχο που είναι! Θα το πάρω μαζί μου στα ψώνια μου!»

Ντύθηκε, στολίστηκε, έβαλε την κραγιονάρα της, έσιαξε έναν πρόχειρο κότσο τα μαλλιά της να φανεί η αρχοντιά της και τράβηξε κατά τα μαγαζιά.

Περνώντας όμως από την κρεαταγορά, εκεί, ήρθε η συντέλεια του φανταιζί κόσμου της.

Βλέποντάς την σεινάμενη κουνάμενη τα χασαπάκια, αφήσαν τους μπαλντάδες τους και βγήκαν έξω χαζεύοντάς την. Κάποιοι γελούσαν πίσω απ’ τα μουστάκια τους και άλλοι ξεροβήχανε.

Η Κικίτσα άρχισε να βράζει.

-Τι κοιτάτε έτσι βρέ; Δεν έχετε ξαναδεί κυρία με σκυλί; Αγροίκοι! Από που σας φέρανε; Από τα κατσάβραχα;

Αυτά έλεγε αναψοκοκκινισμένη, ώσπου πετάχτηκε ένας απ’ αυτούς και της έκανε την ερώτηση που έμελλε να διαγράψει το μέλλον του ταλαίπωρου σκύλου.

«Γλύφει μανίτσα’μ το σκυλάκι;» είπε κάτω απ’ την μουστάκα του κάνοντας τους υπόλοιπους να κατουρηθούν απ’ τα γέλια.

Ε ρε ποιος είδε την Κικίτσα και δεν φοβήθηκε! Άναψε και κόρωσε και άνοιξε το στόμα της στα πιο δυνατά ντεσιμπέλ!

-Ναι ρε! Γλύφει! Και γλύφει και μπουζούκι παίζει και ακροβατικά κάνει σε κάτι βλάκες σαν και σένα! Άει στο γέρο διάολο, είπε η Κικίτσα και το ‘βαλε στα πόδια ως σίφουνας γυρίζοντας σπίτι, μπρος αυτή και ξοπίσω το σκυλάκι τελευταίο και καταϊδρωμένο αφού το έσερνε από το λουρί σαν μουλάρι σε όλη την διαδρομή.

Όταν ήρθε πια ο Μήτσος απ’ το γραφείο την βρήκε αναστατωμένη και να κλαίει το δε ταλαίπωρο μικροσκοπικό κουτάβι τρομοκρατημένο και καταλερωμένο κάτω απ’ τον καναπέ.

Περίπου κατάλαβε τι είχε συμβεί. Πήγε κι αγκάλιασε την Κικίτσα και αυτή έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του.

-Αχ Μήτσο μου…. τι μου κάνανε μόνο να ‘ξερες!

-Έλα τώρα, μην κλαις, της είπε. Εγώ σε προειδοποίησα…

Τα μεταξωτά βρακιά, θέλουν κι επιδέξιους κώλους…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top