Fractal

Παραμύθι: “Ο Μισοκόκορας”

Του Ιάσωνα Τσέλλου // *

 

 

 

 

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά. Ήτανε τόσο φτωχοί που τα υπάρχοντα τους ήταν μόνο ένας κόκορας. Μια μέρα, ο γέρος πεινούσε και λέει στη γριά «δεν σφάζεις εκείνο το κόκορα να φάω γιατί πεινάω;». Η γριά, που αγαπούσε πολύ τον γέρο, τον έσφαξε. Κόβει τον μισό, τον βράζει και τον άλλο μισό τον κρεμάει στο τσιγκέλι. Δεν πέρασε πολύ ώρα και εκεί που έκανε δουλειές στο σπίτι ακούει μια φωνή από την αποθήκη που είχε τσιγκελώσει τον κόκορα «γριά, γριά μην με φάτε, άσε με ελεύθερο και εγώ θα σας κάνω πλούσιους». Η γριά ξαφνιάστηκε. Εκείνος όμως επέμενε «άφησε με και θα δεις, θα σας κάνω πλούσιους». Οι φτωχοί άνθρωποι ψάχνουν πάντα μια ελπίδα να γαντζωθούν και έτσι δίχως να το πολυσκεφτεί η γριά τον κατεβάζει. Ευθύς ο μισοκόκορας παίρνει τα μπογαλάκια του και φεύγει για την πόλη.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, άρχισε να νυχτώνει. Τον βλέπει μια αλεπού τον πλησιάζει και του λέει:

-Ε, μισοκόκορα, που πας;

-Πάω να καζαντίσω, απαντάει ο μισοκόκορας.

-Να έρθω και εγώ κοντά;

-Να έρθεις, αλλά είναι μακριά και αν κουραστείς θα σε καταπιώ.

-Δεν κουράζομαι μισοκόκορα, μην ανησυχείς.

Ξεκινάνε, δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, κουράστηκε η αλεπού. Κάνει τότε μία με το στόμα και την καταπίνει ο μισοκόκορας, ακριβώς όπως την είχε προειδοποιήσει. Αμέριμνος συνεχίζει το ταξίδι μόνος του. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει σε ένα ξέφωτο. Εκεί ξεκουραζόταν ένας λύκος. Έτσι όπως περπατούσε ο μισοκόκορας πάτησε κάτι ξερά φύλλα και ξύπνησε τον λύκο. Τότε εκείνος άρχισε να του κουβεντιάζει:

-Ε, μισοκόκορα, που πας;

-Πάω να καζαντίσω, αποκρίνεται ο μισοκόκορας.

-Να έρθω και εγώ κοντά;

-Έλα, μα αν κουραστείς θα σε καταπιώ, μην πεις ότι δεν στο είπα.

-Σύμφωνοι.

Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, κουράστηκε ο λύκος. Κάνει μία τότε ο μισοκόκορας με το στόμα του και τον κάνει μια χαψιά και συνεχίζει το ταξίδι μόνος του. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, συναντάει ένα ποτάμι. Εκείνο, γνωστό για την περιέργεια του, ρωτάει με την δροσερή φωνή του

-Ε, μισοκόκορα, που πας;.

-Πάω να καζαντίσω, απαντά ο μισοκόκορας.

-Να έρθω και εγώ μαζί σου;

-Έλα, μα μήτε και κουραστείς θα σε καταπιώ.

-Σύμφωνοι, απαντά περιχαρές το ποτάμι που είχε βαρεθεί εδώ και χρόνια να ρέει στα ίδια μέρη.

Ξεκινάνε, δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, κουράζεται το ποτάμι.

Ανοίγει τότε το στόμα του ο μισοκόκορας και καταπίνει με μιας το ποτάμι. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει πάλι ο μισοκόκορας και σαν νύχτωσε φτάνει στην πόλη. Εκείνο το βράδυ όμως δεν κοιμήθηκε αντίθετα με όλα τα άλλα.

Το επόμενο πρωί με το χάραμα του ήλιου, ο μισοκόκορας επισκέφτηκε την αγορά. Εκεί άκουσε τη φήμη ότι ο βασιλιάς ήθελε να παντρέψει την μοναχοκόρη του. Αμέσως, πάει στο παλάτι του βασιλιά, ανεβαίνει σε ένα ψηλό σημείο και φωνάζει με όλη δύναμη που του είχε χαρίσει η φύση «Θέλω την κόρη του βασιλιά για γυναίκα μου». Φώναξε μια φορά, φώναξε δυο, με τα πολλά τον ακούει ο βασιλιάς ενοχλημένος από τις φωνές και δίνει διαταγή να τον πετάξουν στον φούρνο. Τον παίρνουν οι υπηρέτες και τον πετάνε στο κλίβανο. Ο μισοκόκορας όμως θυμόταν ότι είχε καταπιεί το ποτάμι και κάνει μία με το στόμα και το ξερνάει, γκρεμίζεται ο φούρνος, δραπετεύει ο μισοκόκορας. Και αν ήταν με κάτι προικισμένος ο μισοκόκορας, αυτό ήταν η επιμονή. Έτσι ξαναπάει στην αυλή του βασιλιά και αρχίζει να λαλεί ολημερίς και ολονυχτίς «Θέλω την κόρη του βασιλιά για γυναίκα μου». Ο βασιλιάς με τις φωνές δεν μπορούσε να κοιμηθεί και δίνει διαταγή στους υπηρέτες του να τον πετάξουν στο κοτέτσι να τον τσιμπήσουν οι άλλες κότες, σαν ήταν και μισός μπας και ψοφήσει. Ακολουθώντας τις διαταγές του βασιλιά τον παίρνουν οι υπηρέτες και τον πετάνε μέσα στο κοτέτσι. Όμως ο μισοκόκορας θυμόταν ότι είχε καταπιεί και μία αλεπού, γιατί πολλά του είχαν καταλογίσει αλλά ποτέ ότι ήταν ξεχασιάρης. Ευθύς, κάνει μια με το στόμα και λευτερώνει την αλεπού, τρώει τις κότες, δραπετεύει ο μισοκόκορας. Πιστός ο μισοκόκορας όπως ήταν στον σχέδιο του, επιστρέφει στην βασιλική αυλή και φωνάζει με φωνή που θαρρώ πιο δυνατή δεν είχε ακούσει ποτέ του ο βασιλιάς «Θέλω την κόρη του βασιλιά για γυναίκα μου». Τι να κάνει ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ανεχτεί άλλο την κατάσταση δίνει εντολή να τον πετάξουν στον στάβλο για να ποδοπατηθεί από τα άλογα. Ευθύς τον παίρνουνε και τον πετάνε μες στον βασιλικό στάβλο. Θυμάται ο ήρωας μας ότι είχε καταπιεί και έναν λύκο, κάνει μια με το στόμα και αμολάει τον λύκο, τρώει τα άλογα ο λύκος, δραπετεύει ο μισοκόκορας. Πάει πάλι, επίμονος σαν ήταν, στην αυλή του βασιλιά και φωνάζει με όση δύναμη του είχε απομείνει «Θέλω την κόρη του βασιλιά για γυναίκα μου». Απηυδισμένος ο βασιλιάς δίνει εντολή να τον διπλοκλειδώσουν μέσα στο θησαυροφυλάκιο δίχως τρόφιμα και νερό ώστε να λιμοκτονήσει. Αμέσως οι υπηρέτες αρπάζουνε τον μισοκόκορα, τον πετάνε κλοτσηδόν στο θησαυροφυλάκιο, διπλοκλειδώνουν και την πόρτα. Το δωμάτιο είχε μέσα όλους τους πολύτιμους θησαυρούς του βασιλείου, από το χρυσελεφάντινο κέρατο του Γκραγκαντούα του βασιλιά τον ρινόκερων της Αιθιοπίας μέχρι το μαργαριταρένιο κολιέ της Σοράγια της μυθικής πριγκίπισσας των σαμάνων του Δυτικού Νείλου. Το θησαυροφυλάκιο θα ήταν κατασκότεινο αν δεν υπήρχε ένα μικρό παραθυράκι που επέτρεπε σε μερικές ακτίνες να φωτίζουν αμυδρά τον χώρο. Το παράθυρο όμως είχε κάγκελα και έτσι δεν υπήρχε άλλη διαφυγή πέραν της βασικής είσοδου. Όμως ο μισοκόκορας δεν ήταν ένας συνηθισμένος κόκορας, ήταν μισός και έτσι χώραγε να φύγει. Καταπίνει όσα φλουριά άντεχε μέχρι που δεν μπορούσε να φάει άλλα, μπουκώνει και το ράμφος του με άλλα τρία και κάνει ένα σάλτο από το παράθυρο και φεύγει από το βασίλειο.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει μετά από 40 μέρες στο χωρίο του. Κουρασμένος όπως ήταν ο μισοκόκορας με το που μπαίνει στο χωριό του πέφτει ένα φλουρί από το ράμφος του. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να οδεύει προς το σπίτι της γριάς. Έπειτα, μόλις έφτασε στο κέντρο της πόλης, σκοντάφτει του πέφτει και άλλο ένα. Πάλι δεν έδωσε σημασία γνωρίζοντας πόσα είχε στην κοιλιά του και συνέχισε τον δρόμο του. Μόλις παίρνει την

τελευταία στροφή και αντικρύζει το σπίτι ύστερα από τόσο καιρό από τον ενθουσιασμό του πέφτει και το τελευταίο φλουρί από το ράμφος. Αυτό το φλουρί δεν το πρόσεξε καν ότι του έπεσε, τόσο χαρούμενος ήταν που είχε γυρίσει. Με το που μπαίνει στο σπίτι αναφωνεί:

-Γριά, γριά, κρέμασε με στο τσιγκέλι ανάποδα, στρώσε από κάτω ένα μεγάλο σεντόνι, πάρε και ένα ραβδί και χτύπα με δυνατά στη πλάτη.

Η γριά υπάκουσε τον μισοκόκορα και έπραξε όπως της είπε. Του ρίχνει μία με το ραβδί, ξεχύνονται φλουριά από το ράμφος του μισοκόκορα. Η γριά δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Αυτό συνεχίστηκε όλη την νύχτα και μέχρι το πρωί ήταν πλέον πλούσιοι. Σαν στέρεψε το στομάχι του μισοκόκορα τον κατεβάζει η γριά από το τσιγκέλι, τον αγκαλιάζει και εκείνο το βράδυ η γριά ο γέρος απαλλαγμένοι πλέον από την φτώχεια κοιμηθήκαν σαν μικρά παιδάκια.

Στο διπλανό σπίτι από το ευτυχισμένο πλέον ζευγάρι μας ζούσε ένας γέρος, χήρος και απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας με τεράστια περιουσία. Ο γέρος εκείνος δεν είχε στερηθεί στη ζωή του ποτέ τίποτα, και όμως ήταν σπαγγοραμένος. Για συντροφιά είχε μόνο μια γέρικη σκυλίτσα. Τα νέα για τον μισοκόκορα είχαν διαδοθεί σε όλο το χωριό και δεν άργησαν να φτάσουν και στα αυτιά του πλούσιου γέρου. Μόλις το έμαθε, τυφλωμένος από την απληστία του, δίνει εντολή στην σκυλίτσα του να πάει και αυτή στη πόλη και να μην γυρίσει πίσω αν δεν φέρει φλουριά. Δεν είχε άλλη επιλογή η καημένη η σκυλίτσα υπάκουσε τον αφέντη της. Για καλή της τύχη με το που φεύγει από το σπίτι βρίσκει το φλουρί που είχε πέσει από τον μισοκόκορα. Το καταπίνει και συνεχίζει τον δρόμο της. Λίγο πιο κάτω στο κέντρο της πόλης βρίσκει άλλο ένα φλουρί που είχε πέσει από τον μισοκόκορα. Περιχαρής, το καταπίνει και συνεχίζει τον δρόμο της. Μόλις έφτασε στο τέλος του χωριού βρίσκει και το τρίτο φλουρί που είχε πέσει στον μισοκόκορα. Το καταπίνει και αυτό. Όμως αυτή τη φορά δεν συνέχισε τον δρόμο της. Η σκυλίτσα είχε ήδη κουραστεί μιας και ήταν και γερασμένη, είχε μαζέψει και τρία φλουριά και θεώρησε καλή ιδέα να γυρίσει στον γέρο της. Έτσι την ίδια μέρα που την ανατολή είχε ξεκινήσει το ταξίδι της, την δύση είχε επιστρέψει στο κατώφλι του σπαγκοραμμένου αφεντικού της. Ευθύς ο γέρος την κρεμάει ανάποδα σε ένα τσιγκέλι, στρώνει από κάτω ένα πελώριο λευκό σεντόνι παίρνει ένα ραβδί και αρχίζει να την χτυπάει με όλη του την δύναμη. Της δίνει μία στην πλάτη, φτύνει η σκυλίτσα ένα φλουρί. Της δίνει μια δεύτερη πιο δυνατή φτύνει άλλο ένα φλουρί. Της δίνει και μια τρίτη με το ραβδί, φτύνει και το τελευταίο φλουρί η σκυλίτσα. Ο γέρος συνέχισε να την βαράει όλο το βράδυ, αλλά η σκυλίτσα δεν έβγαζε άλλα φλουριά. Ο γέρος μην μπορώντας να ανεχθεί το ότι η σκυλίτσα δεν θα τον έκανε πιο πλούσιο από πλούσιο την έδιωξε από το σπίτι. Η σκυλίτσα μην έχοντας που να πάει μιας και όλη την ζωή της την είχε περάσει σε αυτό το σπίτι αποκοιμήθηκε στον δρόμο μπροστά από την εξώπορτα. Την είδε η γριά στο δίπλα σπίτι και την λυπήθηκε. Έτσι έστειλε τον μισοκόκορα να την φέρει μέσα να την φιλοξενήσουν. Μόλις η σκυλίτσα τους αφηγήθηκε την ιστορία της, η γριά, γέρος και ο μισοκόκορας την λυπήθηκαν και αποφάσισαν να την κρατήσουν.

Έτσι, αποδεικνύεται πως φτωχός δεν είναι αυτός που έχει λίγα, αλλά εκείνος που δεν ικανοποιείται με όσα έχει και θέλει περισσότερα. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα; του Ιάσωνα Τσέλλου, βασισμένο στην αφήγηση του λαϊκού παραμυθιού από την γιαγιά μου Μαρίνα Πιτσάκη

 

 

 

* Ο Ιάσωνας Τσέλλος γεννήθηκε ένα πρωινό του Αυγούστου στην Χαλκίδα, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει αναγκαστικά Μηχανολόγος Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Πάτρα, όπου και κατοικεί τα τελευταία χρόνια. Πρώτη του αγάπη ήταν το stand up comedy αλλά ήταν πολύ ανασφαλής για να συνεχίσει. Τους χειμώνες επιβιώνει σκεπτόμενος τα καλοκαιρινά camping. Γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top