Fractal

Διήγημα Fractal: “O Mίμης ο λεφτάς”

Της Χρυσούλας Βακιρτζή // *

 

 

 

 

-Ορίστε… Ορίστε! Δύο ολόκληρες σειρές εισιτηρίων μου ‘κλεψαν μέσα από τη θυρίδα μου στο ΚΤΕΛ… Να δω πόσους μήνες πρέπει να δουλεύω για μέχρι να ξεπληρώσω 2.500 δραχμές μ’ αυτόν τον ψωρομισθό που παίρνω. Κι εσύ, βρε Δάφνη, πας το παιδί στην Ελευθερούπολη για πρωτοομαγιάτικη εκδρομή! Για κουτσομπολιό πας, καημένη, γυναίκα δεν είσαι κι εσύ; Τάχα να ξεσκάσει η Κατερίνα μας… μην πω τώρα για τον Αντιχριστό σου, πρωί πρωί.

Τι κι αν ετοιμάστηκαν από βραδύς οι τηγανητοί κεφτέδες, μαζί με τη κιτρινωπή ρετσίνα Κουρτάκη και την ολόφρεσκη σάλτσα; Θα τα έβρισκε εύκολα εκεί, μπροστά μπροστά, στη μικρή πόρτα του ψυγείου Ιζόλα μόλις γυρνούσε το μεσημέρι απ’ τη δουλειά. Εξάλλου, μια διάφανή, ελαφρώς παγωμένη ρετσίνα μαζί με φρέσκους τηγανιτούς κεφτέδες, παρέμενε το αγαπημένο μπινελίκι του καλύτερου εισπράκτορα υπεραστικών λεωφορείων της Καβάλας –εν έτη 1975.

Άλλωστε, η μαμά εξήγησε στον Γιάννη τους λόγους για τους οποίους ήθελε να πάει σ’ αυτήν την εκδρομή. Άρον άρον επιστράτεψε τα εκδρομικά συμπράγκαλα η Δάφνη, μόλις έμαθε την άφιξη του Μίμη στο πατρικό τους στη Γεωργιανή Παγγαίου.. Ο θείος Μίμης, ο μεγαλύτερος σε ηλικία αδερφός της, ήταν πια σολίστας του μπουζουκιού ‘κει πάνω στην Αγγλία όπου έπαιζε στα πριβέ στέκια των καρχαριών Ελλήνων και Κυπρίων της λονδρέζικης κοινωνίας.

Για ξεκούραση ήρθε ο ζάπλουτος ‘Δημητρός’, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά ακόμα όλοι στο σόι του και αποφάσισε να είναι κι αυτός στη φιέστα της φετινής Πρωτομαγιάς που ετοίμαζαν ο Γιάννος και η Μάρθα Παγουλάτου. Εκτός της ξεκούραση, ωστόσο, σκεφτόταν να χαρίσει κάποιο χρηματικό ποσό σε έναν συγγενή του –κι αυτό το γεγονός υπήρξε η αιτία να ξεσηκωθούν όλοι όσοι ζούσαν σε Καβάλα, Παγγαίο, Ελευθερούπολη και Θεσσαλονίκη –όχι που θα ‘μεναν πίσω κάτι μακρινοί κουμπάροι, δηλαδή!

-Άσε Γιάννη, άσε… Εκεί που θα τ’ αρπάξουν κάτι άχρηστοι, δεν τα δίνει σ’ εμάς που τα ‘χουμε ανάγκη τούτες τις λιρέτες;! Τι στο καλό… μέχρι να παντρευτώ εγώ έπλενα τα ρούχα του, εγώ του μαγείρευα, άσε τις παραφωνίες τις πρόβες του στο μπουζούκι. Ας τα δώσει σ’ εμένα τα λεφτά, γιατί να μου τα αρπάξει ο επιτήδειος ο Θανάσης, μου λες;

Εδώ και τρεις μέρες επικρατούσε όλο αυτό το πανδαιμόνιο γκρίνιας, θυμού στο σπίτι μας, ενώ το προηγούμενο βράδυ σχεδόν κανείς μας δεν κοιμήθηκε. Παρά τους συνεχόμενους εκνευρισμούς του οικογενειάρχη μας, που δεν άντεχε τίποτα και κανείς να διαταράσσει την καθεστικιύα τάξη ασφαλείας του, εγώ δεν έκλεισα μάτι καθώς έβλεπα τη μαμά να ξενυχτάει φτιάχνοντας τα τηγανητά του συζύγου και ταυτόχρονα να πλέκει το πρωτομαγιάτικο στεφάνι.

Το τι φίδι, ευχή, δαιμόνια και τελώνια ανθισμένα έριξε ο μπαμπάς μέχρι να φτάσουμε στην κοντινή κωμόπολη, δεν περιγράφεται. Αφού καθίσαμε λίγο έξω απ’ το ΚΤΕΛ Ελευθερούπολης για να πιούμε μια γκαζόζα η μαμά κι εγώ, είδαμε τον θείο Γιάννο να καταφθάνει χαρούμενος και γελαστός, ώστε να παραλάβει εμένα και τη μαμά για να πάμε γραμμή στο εξοχικό του, στο Ακροβούνι.

-Τι έγινε Κατερίνα; Πήγε οκτώ το πρωί κι ακόμα να ξυπνήσει η τεμπέλα η Αννίτα μας! Έλα κοπέλα μου, πάμε να τραβήξεις τις πλεξούδες της, μπας και ξυπνήσει επιτέλους… Ε ρε, γάτες ψητές που θα φάμε σήμερα στις Δύο Βρύσες… Έλα Μάρθα, συντόμευε κι εσύ, στις τουρλού μπάμιες είσαι μέχρι τούδε;!

Θύμιζε τον άρχοντα Πατριαρχέα, τον γνωστό ήρωα του Καζαντζάκη, έτσι φαγάς, με αρχοντικό σουλούπι κι ολίγον τεμπέλης που ήταν ο πληθωρικός θείος Γιάννος. Η καταγωγή χανόταν στην μακραίωνη ιστορία του νησιού της Σάμου. Μικρό 15χρονο κορίτσι τον παντρεύτηκε η αδερφή της μαμάς, η θεία Μάρθα, σ’ ένα γάμο δύσκολο, όπου μαζί με τα πρώτα δύο τους παιδιά είχαν περάσει δύσκολα χρόνια τον καιρό που ξέσπασε ο Εμφύλιος στη χώρα μας και αυτόν τον πήραν φαντάρο ο

Εθνικός Στρατός. Από φυσικού του ήταν κάπως ρέμπελος χαρακτήρας, γεγονός που έφερε την πείνα, τη διχόνοια στην οικογένεια της τότε νεαρής Μάρθας –όμως τώρα δούλευε ως μόνιμος στη χουντική ΜΟΜΑ.

Ενώ η ανησυχία όλων, για το πότε θα δουν τον Μίμη να καταφτάνει είχε φτάσει στο ζενίθ και έκανε άκρως ηλεκτρισμένη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εγώ και η Αννίτα, το στερνοπούλι των Παγουλάτων, φτιάξαμε τα δικά μας πλάνα και σχέδια. Η παιδική ηλικία έφτανε βέβαια στο τέλος της και στις δυο μας, με την Αννίτα να θέλει να γίνει το πιο γρήγορο βελόνι της ραπτικής ως συνοικιακή μοδίστρα. Αλλά, μια κρεμαστή κούνια κάτω απ’ τα δέντρα, ‘κει στις Δύο Βρύσες, κυριαρχούσε σήμερα στα σχέδιά μας.

Ίσως αν τη φτιάχναμε γερή α υ τ ή ν την κούνια και την πρόσεχε ο θείος ο εγγλέζος, μπορεί να έδινε σ’ εμάς τις λίρες και τα σεντς, είπε ξανά η στρουμπουλή μου ξαδερφούλα. Οπότε… και τον γιο της θείας Μαίρης παντρεύομαι σύντομα και θα σας μαγειρεύω συχνά το νόστιμο παστίτσιο μου, πρόσθεσε η Αννιώ με μάτια λαμπερά –αφήνοντας τα γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου τα οποία και τραγάνιζε ως συνήθως.

Πριν ξεκινήσουμε για την εξοχή, ‘κει όπου προγραμματίζαμε εδώ και πολλές μέρες να ‘πιάσουμε το φίδι’, και τα σεντς του Μίμη, δυστυχώς, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι κατέφτασαν οι δυο ανυπόφοροι μπόμπιρες. Δεύτερα ξαδέρφια και τα δυο 11χρονα αγόρια, ο Σάββας και ο Κώστας, που είχαν γεννηθεί σε Βέλγιο και Αγγλία αντίστοιχα, δεν άφηναν όρθιο στο πέρασμά τους απολύτως τίποτα. Δυστυχώς, παρά του αφορισμούς και τα αυτοσχέδια ξόρκια μας, δεν καταφέραμε να γλιτώσουμε η Αννίτα κι εγώ από τούτα τα δαιμόνια.

Έτσι, ‘για το καλό’, ο θείος Γιάννος πήρε τον Ντορή του και μας πήγε στο μικρό δασάκι με το κάρο του. Δηλαδή ανέβασε όσους χωρούσαν, γιατί στο μεταξύ η παρέα της πρωτομαγιάτικης εκδρομής είχε μεγαλώσει αναπάντεχα. Φυσικά, στην σύντομη αμαξάδα την πρωτοκαθεδρία την είχαμε εμείς, οι δυο αγαπημένες ‘κοριτσάρες’ του Γιάννου.

-‘Καροτσιέρη, καροτσιέρη, ασ’ το καμουτσίκι απ’ το χέρι και μην το χτυπάς’, τραγουδούσα εγώ σε όλη τη διαδρομή που κάναμε με το αδύνατο και γέρικο άλογο, τον γκρίζο Ντορή. Ήμουν που ήμουν φύσει

καλλιτεχνικός χαρακτήρας, βρήκα ευκαιρία να βγάλω όση Αλίκη Βουγιουκλάκη συσσώρευα μέσα μου. Αχ! πόσο λαχταρούσα να βάλω κι εγώ μια κατακόκκινη μάξι τουαλέτα, τίγκα πνιγμένη στην πέρλα και το βελούδο, όπως εκείνη που είδα να φοράει η Αλίκη στο «Ένα αστείο κορίτσι». Αρκεί να στήναμε την κούνια πριν αριβάρει ο περιβόητος θείος, ο λεφτάς.

Κρασιά, μπίρες, ντολμαδάκια, ψητά κοτόπουλα, τηγανιτές πατάτες με κεφτέδες και ότι άλλο μπορούσε να φαγωθεί ή να μαγειρευτεί από τα χρυσά χέρια της θείας είχαν όλα εξαφανιστεί από το εξοχικό τραπέζι, που στήσαμε. Η γιαγιά Σεβαστή, η γιαγιά του Σάββα δηλαδή, λαχτάρισε ζεστό ελληνικό καφέ με πασχαλινό τσουρέκι και κόκκινο αυγό, καθώς η Ελπη απολάμβανε καθισμένη κατάχαμα τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης της.

-Κώστα, αγορίνα μου, πρόσεχε τις πρασινάδες, μιλούσε χαϊδευτικά στο γιο της, τον άλλο ζαβολιάρη γιο της, ο οποίος μόλις και κατόρθωσε να βγάλει μια ζωντανή χελώνα μέσα απ’ το καβούκι της.

Παρόλο που επέμενα παρά πολύ, στην επιστροφή μας στην Καβάλα δεν πήραμε το αστικό λεωφορείο. ‘Έλα, έλα, με τα πόδια θα φτάσουμε πιο γρήγορα στο σπίτι’, επαναλάμβανε η μαμά.

Είχε κι αυτή την αγωνία της, ήξερε καλά πως ίσως και να μην άγγιξε καλά καλά το φαγητό του ο Γιάννης της. Δεν ήθελε να βρίσκει άδειο το σπίτι όταν γυρνούσε κουρασμένος. Κι αυτός ο Δημητρός, ο Μίμης ο λονδρέζος, ούτε που είχε φανεί στις Δύο Βρύσες. Τζάμπα ξεπατώθηκα να είμαι στο πόδι τόσα μερόνυχτα.

Δε λέω, κρίμα που δεν ήρθε ο θείος ώστε να εμείς να του βουτήξουμε το χρήμα, άμα πηγαίναμε όμως και στο σπίτι του Σάββα θα βλέπαμε καλύτερα το σχεδόν καλοκαιριάτικο ηλιοβασίλεμα, ‘κει στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που μένει, σκεφτόμουν κοιτώντας έκθαμβη τον ουρανό. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα, γιατί τη στιγμή που ανοίγαμε την πίσω πόρτα της κουζίνας μας, ακούσαμε τη φωνή του Τσιτσάνη να άδει στο καινούριο ραδιομαγνητόφωνο που μόλις χτες είχε αγοράσει ο μπαμπάς:

«Ηλιοβασιλέματα… ηλιοβασιλέματα και τι δεν μου θυμίζουν…»

-Δάφνη… Δάφνη;! Πέντε χιλιάδες δραχμές ήταν τελικά τα εύρετρα που μου ‘δωσαν για τα πανάκριβα κιάλια του Ελβετού επιβάτη που βρήκα προχτές ξεχασμένα στο λεωφορείο. Ξεχρέωσα όλο το πόσο των κλεμμένων εισιτηρίων, πήρα κι ένα ραδιοκασετόφωνο της Φίλιψ –τελευταίας τεχνολογίας και έφερα σπίτι τις δύο χιλιάδες που περίσσεψαν, ακούσαμε τον μπαμπά να μας υποδέχεται καταχαρούμενος!

Κατά τα άλλα, ο θείος άλλαξε γνώμη και βρήκε ότι προτιμούσε να κάνει ψιλά το σεβαστό χρηματικό κονδύλι του και να το χαρίσει στους φτωχούς άστεγους του Λονδίνου, γι’ αυτό απέφυγε να έρθει στις Τρεις Βρύσες. Δεν ξέρω αν οι, κάπως περίεργες φήμες που ακούστηκαν και ήθελαν τον Μίμη ν’ ανεβαίνει στον πιο ψηλό όροφο πολυτελούς ξενοδοχείου και από εκεί πάνω να πετάει με τις χούφτες τα σεντς, βλέποντας αυτούς που έσκυβαν να μαζέψουν το κάθε σεντς που αυτός έριχνε στον δρόμο.

Και ο ίδιος κάπως έτσι έσκυβε τόσα χρόνια ‘κει στη Λόντρα, χρόνια εδώ και χρόνια μπροστά στους πριβέδες, κάνοντας τον Καραγκιόζη και παίζοντας –έχεις δεν έχεις διάθεση τα «Ηλιοβασιλέματα» του Τσιτσάνη. Αλλιώς δεν τα ‘κονομάς και δεν προκόβεις ως εγγλέζος λεφτάς. Τι τα θες, φίλε μου; Τι τα θες και το ψάχνεις….;

 

 

Από τη σειρά διηγημάτων της: «Η Εγνατία οδός μου»

 

 

 

*Η Χρυσούλα Βακιρτζή είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, βιβλιοκριτικός. Γεννήθηκε στην Καβάλα. Σπούδασε Αγγλικά, Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις και Ψυχολογία. Κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας ceac εγκεκριμένο από το υπουργείο Παιδείας της Ισπανίας, είναι Επίτιμο Μέλος της ΕΛΨΕ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top