Fractal

Διήγημα: “Ο μαζώχτρας”

Του Ιάσωνα Τσέλλου // *

 

 

«Οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι από το υλικό που πλέκονται τα όνειρα».

William Shakespeare

 

 

 

Ο κύριος Μενέλαος μένει σε ένα στενό της Αθήνας, λίγο πιο πάνω από την Πανόρμου. Είναι χωρισμένος εδώ και 32 χρόνια 5 μήνες και 6 μέρες και από τότε που τον παράτησε η γυναίκα του δεν ξαναερωτεύτηκε. Ούτε γυναίκα, ούτε την ζωή.

Ο κύριος Μενέλαος έχει ένα γιο που μένει στην Χαλκίδα και τον επισκέπτεται που και που. Όσο περνάνε τα χρόνια τον βλέπει όλο και πιο αραιά, αλλά ο κύριος Μενέλαος δεν στεναχωριέται. Τα συναισθήματά του τα έχει βάλει σε κουτάκια. Στρογγυλά, τρίγωνα, τετράγωνα κουτάκια υπάρχουν σε κάθε μέρος του σπιτιού. Ακόμα και στην πιο αραχνιασμένη γωνία του υπογείου υπάρχει ένα κουτάκι. Αν θέλει να νιώσει αγάπη ο κύριος Μενέλαος, ξέρει ακριβώς ποιο πρέπει να ανοίξει. Μην βλέπετε που το συγκεκριμένο δεν το ανοίγει πότε, για παράδειγμα το είπα.

Ο κύριος Μενέλαος εκτός από τα συναισθήματα, έχει τακτοποιήσει τα πάντα σε κατηγορίες. Τα νομίσματα φυσικά έχουν το καθένα, ανάλογα με την αξία τους, το δικό τους συρταράκι. Ντιβιντί και σιντί εννοείται ότι είναι χωρισμένα, τα μπλουζ με τα μπλουζ, τα ρομαντικά με τα ρομαντικά, τα παιδικά με τα παιδικά – για τον εγγονό του αν ποτέ τον επισκεφτεί -, όλα στη θέση τους, τακτοποιημένα.

Ο κύριος Μενέλαος όμως αγνοεί κάτι. Τα συναισθήματα σε κουτάκια έχουν ένα κακό. Δεν μπορείς να πάρεις δύο ή παραπάνω μαζί, πάντα ένα. Προχθές που τον επισκέφτηκε η γειτόνισσα, ο κύριος Μενέλαος πήρε μόνο «συμπόνια», ώστε να είναι σε θέση να την παρηγορήσει για τον θάνατο του άντρα της. Έτσι, όταν της άνοιξε την πόρτα κι αυτή έπεσε στην αγκαλιά του, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Η γειτόνισσα σίγουρα ένιωσε σαν να αγκάλιαζε παγόβουνο και γι’ αυτό και τραβήχτηκε γρήγορα.

Ο κύριος Μενέλαος δεν βλέπει όνειρα εδώ και πολλά χρόνια. Όταν ήταν μικρός ονειρευόταν να τρέχει στα λιβάδια, να δίνει ζουμερά φιλιά στις δασκάλες του στο σχολείο και να τον κυνηγάνε μάγισσες για να τον μαγειρέψουν. Το μόνο που έχει την ικανότητα να δει τώρα πια όταν κλείνει τα μάτια, είναι σκοτάδι. Αλλά αυτό το σκοτάδι δεν είναι της νύχτας, το γλυκό μαύρο, είναι το ίδιο σκοτάδι που έβλεπε στα μάτια της μάνας του. Το ίδιο σκοτάδι που υπήρχε στην καρδιά του αδερφού του λίγο πριν κάνει αυτό που έκανε.

Ο κύριος Μενέλαος κάθε Κυριακή διαβάζει ένα ολόκληρο βιβλίο. Το ξεκινάει με το ξημέρωμα και το τελειώνει όταν κρύβεται ο ήλιος πίσω από την απέναντι πολυκατοικία. Την προηγούμενη Κυριακή διάβασε ένα βιβλίο για το πώς να κάνεις ναυτικούς κόμπους. Πήγε στο δωμάτιο που έχει για βιβλιοθήκη, πλησίασε τα κουτιά που είχε στην κατηγορία «Μάθηση», άνοιξε εκείνο που έλεγε «Βιβλία 100 σελίδες και κάτω», διάλεξε το πάνω πάνω, το ξεσκόνισε, το πήγε στο γραφείο του και μέσα σε απόλυτη σιωπή άρχισε να το διαβάζει. Το βράδυ που το τελείωσε, όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι έμαθε κάτι που άξιζε τον κόπο, δεν τα κατάφερνε. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

Ο κύριος Μενέλαος βγαίνει από το σπίτι μόνο τα Χριστούγεννα. Αν και αιωνίως μουρτζούφλης, στα γενέθλια του Ιησού Χριστού μπορεί να του ξεφύγει κάνα γελάκι, έστω τόσο δα. Ανήμερα, ο κύριος Μενέλαος ακολουθεί μια μικρή τελετουργία πριν την έξοδό του. Κάνει μπάνιο, ξυρίζεται, κόβει τα νύχια του, σιδερώνει το εορταστικό του σακάκι και πάει στην εκκλησία ακριβώς πριν από την Θεία Κοινωνία. Μετά κάνει βόλτα στο Σύνταγμα. Δεν το λες ακριβώς έτσι αλλά ο κύριος Μενέλαος αισθάνεται ότι κάνει ολόκληρο ταξίδι. Πάει και κάθεται στο αγαπημένο του παγκάκι, ακριβώς στη μέση απλωμένος, για να μην χωράει άλλος, απέναντι από τον πάγκο του Δήμου όπου τις Κυριακές μοιράζουν γλυκά στα παιδιά. Πριν τέσσερα χρόνια συνέβη κάτι ανήκουστο στον μικρόκοσμο του κύριου Μενέλαου. Στο παγκάκι του, που τόσα Χριστούγεννα ποτέ δεν ξέχασε, καθότανε ένα νεαρό ζευγάρι που φιλιόταν. Περίμενε 4 ώρες όρθιος και εντελώς ακίνητος, κάνα δυο μέτρα παραπέρα μέχρι να φύγουν. Τα καημένα τα παιδάκια θορυβήθηκαν και δικαιολογημένα, έτσι που καθόταν ακίνητος σαν γκαργκόιλ . Όταν τα γλυκά άρχισαν να τους πέφτουν απ’ τα χέρια, οι γονείς τα καθησύχαζαν λέγοντάς τους ότι πρόκειται για ένα είδος χιονάνθρωπου των πόλεων.

Ο κύριος Μενέλαος έχει ένα μαγαζί που επισκευάζει ρολόγια. Οπισθοδρομικός όπως είναι, επισκευάζει μόνο αναλογικά ρολόγια, γι’ αυτό και η πελατεία του έχει μειωθεί ραγδαία. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, δεν έχει κανένα κέρδος από το μικρό του βασίλειο. Προτιμά όμως να το συντηρεί από τις οικονομίες του διότι δεν διανοείται τη ζωή του χωρίς αυτό. Το μοναδικό ρολόι που ποτέ του δεν μπόρεσε να επισκευάσει είναι αυτό που έχει στο σαλόνι του σπιτιού του. Πιστεύει πως τα βράδια ο χρόνος κυλάει πιο αργά. Είναι σίγουρος απλά δεν ξέρει την αιτία. Την ξέρω όμως εγώ! Υπαίτια είναι τα όνειρα που χρόνια τώρα δε βλέπει. Πάνε και μπλέκονται με τα γρανάζια στον μηχανισμό του παλιού ρολογιού και καθυστερούν την ώρα να κυλήσει. Το πρωί ως δια μαγείας ξετυλίγονται και διαλύονται σαν σύννεφο καπνού, λύνοντας τα δεσμά του χρόνου.

 

 

 

* Ο Ιάσωνας Τσέλλος γεννήθηκε ένα πρωινό του Αυγούστου στην Χαλκίδα, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει αναγκαστικά Μηχανολόγος Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Πάτρα, όπου και κατοικεί τα τελευταία χρόνια. Πρώτη του αγάπη ήταν το stand up comedy αλλά ήταν πολύ ανασφαλής για να συνεχίσει. Τους χειμώνες επιβιώνει σκεπτόμενος τα καλοκαιρινά camping. Γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top