Fractal

Διήγημα: “O Μανώλης ο κλειθροποιός”

Του Θόδωρου Πάλλα // *

 

 

f15

 

Εβδομηκονταετής και πλέον, ο Μανώλης, ο επονομαζόμενος κλειθροποιός, ως κι ο ίδιος απώλεσε το επίθετό του, ίσως η ταυτότητά του να είναι ο μοναδικός μάρτυς και γνώστης του πραγματικού, με το γοβάκι στο χέρι μελετά το λουρί που κόπηκε. Το φέρνει στη μύτη και με τα μάτια κλειστά ταξιδεύει στ’ αρώματα του γυναικείου ποδιού, αρώματα που κουβαλούν την ευωδιά του κορμιού, τις κρέμες που αλείφτηκαν οι πατούσες, τι πόδια, λεπτά και με γάμπες σφριγηλές και καλογυμνασμένες ως θυμάται, και κάποιες ευωδιές του αιδοίου τού φτάνουν απόμακρα, σταγόνες από τα υγρά που κύλησαν ανάερα από τη γυναικεία σπηλιά κι εμπότισαν το δέρμα της γόβας. Το σμίξιμο της φτέρνας και το σφίξιμο των δακτύλων άφησαν ανεξίτηλα το σχήμα και τη δύναμη του κορμιού της μικρής εκείνης κυρίας, να επιβάλλεται με την ωραιοσύνη του.

«Τι τελειότητα,» ψιθύρισε σαν την αντίκρισε να στέκει απέναντί του κι έτρεξε, παρατώντας το κλειδί που τρόχιζε, παρακάμπτοντας τον γιο του, τον Παναγιώτη, να την εξυπηρετήσει.

Μαθήτευσε στον πάππο του, τον Μανώλη, ως κλειθροποιός και στον πατέρα του τον Παναγιώτη ως υποδηματοποιός, σαν είδε πως με τα κλειδιά μονάχα δεν θα είχε χαΐρι κι έπιανε το χέρι του στα υποδήματα κι έγινε μάστορας ξακουστός. Έτσι έτρεχε το επάγγελμα, διαδοχή στο ίδιο μαγαζί, ο ένας ειδικευόταν στα κλειδιά ο απόγονος στα παπούτσια, το ένα από τα δύο είχε πάντα δουλειά, και τώρα με την κρίση, έχει ο καιρός γυρίσματα, πού χρήματα για καινούρια, δουλεύει και αυτός και ο γιος του, επιδιορθώσεις υποδημάτων, ασταμάτητα.

«Κλειθροποιείον – Υποδηματοποιείον» η πινακίδα, το μαγαζί το ίδιο, μοναχά ανακαινίσεις για να δείχνει πιο όμορφο και αλλαγή στα μηχανήματα, «η τεχνολογία…» συνηθίζει να λέει, «πού μας έχει φτάσει… ενώ τότε…»

Κι αναθυμήθηκε τις πέτσινες θήκες, μέσα τους τόσα όνειρα, τις πρόκες που φορές άφηνε ξεπίτηδες να προεξέχουν, τις φαλτσέτες, πόσες φορές του ήρθε να πετσοκόψει τον άντρα κάποιας έμορφης που τον καλοκοίταζε, τα σουβλιά, που σούβλιζε τις στιγμές με τις χαροκαμένες ή τις πρώιμες χήρες, αλλά και το καλαπόδι, αυτό που κρατούσε τις οσμές των γυναικείων ποδιών, ήταν γι’ αυτόν το τρίτο του παιδί, το αγκάλιαζε, το ταχτάριζε, το οσφραινόταν. Κι αν κάποιο αντρικό παπούτσι το μαγάριζε καθόταν με τις ώρες και το απολέπιζε ως και από το ανεπαίσθητο αποτύπωμα της ποδαρίλας που μονάχα στη δικιά του μύτη μπορούσε να φτάσει.

Μα πως αυτός, ένας βέρος τσαγκάρης, ονομάστηκε κλειθροποιός;

Αν και πρωτόμαθε τα της κλειδαριάς, μην προβλέποντας δουλειές την εποχή εκείνη, όπως προείπαμε, πόσα κλειδιά και πόσες κλειδαριές να κάνεις, όλοι στα σπίτια με ένα κλειδί πορεύονταν, μαντάλωναν από μέσα μονάχα σαν για ύπνο κινούσαν, ασχολήθηκε με ιδιαίτερο μεράκι και με τα υποδήματα. Μια μέρα, μια τριαντάρα, στρουμπουλή και πολυκούνητη, έφτασε στο μαγαζάκι τους, μια τρύπα ήταν, μην κοιτάς τώρα που «επεκτάθηκαν» αγοράζοντας και τα δίπλα, «θα μου ανοίξετε το σπίτι κύριε Μανώλη;» είπε του παππού κι εκείνος κλείνοντάς του το μάτι, «θα στείλω τον μικρό,» της χαμογέλασε. Το κλείσιμο του ματιού και τη σημασία του τα κατάλαβε σαν αποδείχτηκε πως και η πόρτα της κυρίας ήταν ξεκλείδωτη και η πληρωμή του ήταν και σε άλλο εκτός από το πρέπον (φυσιολογικό) είδος. Από τότε, λες κι ένας υπόγειος άνεμος οδηγούσε τις φιλοφρονήσεις για τις «εξαιρετικές» επιδόσεις του, όλες οι χήρες, οι ζωντοχήρες και οι μοναχικές της γειτονιάς και των πέριξ, σαν το αεράκι να κουβαλούσε τα νέα σε κάθε μεριά της κωμόπολης σε κάθε μαχαλά, περνούσαν από το μαγαζί κι έπειτα τον φίλευαν στο σπίτι τους την αμοιβή του με δραχμές και με άλλα καλούδια. Κι έτσι ο Μανωλάκης έγινε Μανώλης ο κλειθροποιός. Και του έμεινε.

Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, έφτασε τα εξήντα, μα ανεμπόδιστα και χωρίς διακοπή, με ίσως κάποιες εποχικές αναδουλειές, συνέχιζε με την εργασία του μαγαζιού και την άλλη τη δράση του, την κατ’ οίκον. Κι εκεί σταμάτησε.

Κοιτάζει τον γιο του.

«Μουρόχαυλε,» ψιθυρίζει.

Όσο και να προσπάθησε, μια δεκαετία τώρα άσφαιρος, όσο και να προσπάθησε ετούτος, ο γιος του, στα κλειδιά του ή στον πάγκο του, απόμακρος από τις έξω, τις κατ’ οίκον, εργασίες.

«Θα μείνει χωρίς διάδοχο (βυθιστεί στον μύθο) η φήμη μας…»

Μοναχά της εγγόνας του, η κόρη της κόρης του, μοναχά εκεινής το μάτι παίζει, αποζητώντας ίσως την συνέχιση της παράδοσης. Την έχει στα πετσιά και στις σόλες την Γιωργίτσα του, το όνομά της τής συχωρεμένης, της οποίας η εγγόνα της φέρνει σε ομορφιά και υπομονή και σε καρτερικότητα μιας και η γυναίκα του στα χρόνια που γύρισαν αν και καταλάβαινε τις εργασίες κατ’ οίκον το έπαιζε ανίδεα, στις επιδιορθώσεις παπουτσιών την έχει την εγγόνα του και την βάζει πόστα καθημερινά, σαν δεν ντρέπεται κορίτσι πράγμα να γλυκοκοιτάζει τον κάθε μορφονιό.

«Θα χηρέψει η θέση ή θα έχουμε την Γιωργίτσα κλειθροποιό;» του ήρθε η σκέψη και μειδίασε.

«Δροσιά τ’ ουρανού σταλάζει παρηγοριά όταν τα φύλλα μαραίνονται,» διάβασε κι ο νους του έτρεξε στο δικό του που μαράθηκε πριν δέκα χρόνια, σαν πέθανε η γυναίκα του, μαράζωσε, μα σαν προψές μια μαυροντυμένη πενηντάρα ήρθε και κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί του στηρίζοντας τις παλάμες στα γόνατα κι αφήνοντας τα πόδια της ανοιχτά, κάτι από κάτω του πήρε ν’ ανυψώνεται και ψες, αυτό το ουρί του παραδείσου που ήρθε, ο άφτερος άγγελος, η μικρή κυρία και του έριξε εκείνο το βλέμμα του πεθαμού, το βλέμμα που θυμάται από παλιά, που δεν υπόσχεται αλλά δίνεται, όλα του πυρπολήθηκαν. Κοίταξε τα πόδια της και σαν πήρε στα χέρια του το γοβάκι που εκείνη με νάζι του έδωσε (πρότεινε) το ουρανομήκες χαμόγελό του στεριώθηκε στα μάτια της.

Η ιστορία των άκρων δεν είναι μια μυθική περιπέτεια, στην οποία τα άκρα χωρισμένα απόλυτα στα δυο, γυναικεία κι αντρικά, αποζήτησαν τη θέση τους στη ζωή των αντίθετων φύλων. Τη θέση τους στην καρδιά αλλά και σε φλεγόμενες περιοχές που η πυρόσβεση είναι αδύνατη με άλλους, πλην της στενής επαφής, τρόπους.

Η ιστορία των άκρων είναι μια ανήκεστος βλάβη του νου που δεν μπορεί να περιγραφεί παρά με χτυποκάρδια, με τρέμουλα και ξενύχτια άβουλα και στείρα.

Κι αυτός, ο Μανώλης ο κλειθροποιός, τρέφει μια ιδιαίτερη λαγνεία για τα κάτω άκρα και κυρίως για το κάτω μέρος του ποδιού, εκεί που συνήθως είναι ο θρόνος της κακοσμίας, εκεί, στην αποφορά των αντρικών αναθυμιάσεων, θρονιάζεται το ανθόσταγμα της γυναικείας γλυκύτητας, εκεί το άντρο των ευωδών γυναικείων απαλείψεων. Εκεί, στον αστράγαλο, στα κάτω δάχτυλα αλλά και στην φτέρνα, η πηγή των μυροφόρων αναταράξεων, το αραξοβόλι της γυναικείας ωραιοπάθειας.

Αυτός, ο Μανώλης ο κλειθροποιός, κι εκεί που οι άλλοι ουδεμία οσμή ένιωθαν, (η ανοσμία τους κατέκλυζε) αυτός, ως και στην παραμικρή άπνοια ανεμιζόταν κάποιες αποχρώσεις λεπτών αναθυμιάσεων.

Έχοντας λοιπόν το γοβάκι στο πρόσωπό του αγκαλιά διέτρεχε στην ιστορία των αρωμάτων που η νεαρά κυρία καθημερινά παρφουμαριζόταν. Δεντρολίβανο και μέντα, φασκόμηλο και λεβάντα, τριαντάφυλλο και μαστίχα, ως κι η παραμικρή ριπή αέρα κουβαλά μια γλυκύτητα, ως και τα πατσουλιά των φτωχών και γηραιών κυριών πλημμυρίζονται από μια αξιοπρέπεια, το μοσχοβόλημα του γυναικείου φύλου.

Έχοντας λοιπόν στο μάγουλό του το γοβάκι της νεαράς κυρίας που ψες τον αναστάτωσε έτρεξε στη μορφή της και την φαντάστηκε γυμνή ν’ απλώνει το πόδι της, το περικαλλές χυτό και καλλίγραμμο, ένα μπρούτζινο γλυπτό που ζωντάνεψε και τα δάκτυλά του να του χαϊδεύουν το στήθος, να κατεβαίνουν και μια ανατριχίλα, κλειδωμένη σε κάποια από τις παλιές κλειδαριές που σκουριάσανε και πίστευε πως οξειδώθηκε πια, μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί και τις αναμνήσεις του.

Ωσάν καλάμι που το τριγυρίζει ο βοριάς και του φωνάζει λόγια αντραλισμένα και το τρελαίνει, έτσι αισθάνθηκε κι άπλωσε το χέρι να πιαστεί από τον πάγκο, μην ξαπλωθεί στο δάπεδο από μια ζαλάδα που τον διέτρεξε.

Η μικρή κυρία μπήκε αθόρυβα. Τον βρήκε να έχει την γόβα της στο πρόσωπό του, να την πασπατεύει και να τη φιλά. Γέλασε. Ο Μανώλης μαζεύτηκε, σαν παιδί που έκανε μεγάλη ζημιά και δεν έχει βρει (σκεφτεί) καμία δικαιολογία. Το γέλιο της μικρής κυρίας το συνεχόμενο και γάργαρο τον επανέφερε. Πήρε το θάρρος, η ηλικία της τον τρόμαζε, και την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη έκλεισε με νάζι την πόρτα.

«Θα κλειδώσεις;» τον ρώτησε.

Ένας κόμπος τον έπνιξε. Το στήθος του σαν να απελευθερώθηκε από τον Θώρακα του πολεμιστή που τον κρατούσε βαρύ και τρομαγμένο (μαζεμένο, δυσκίνητο). Μια θαλπωρή λευτέρωσε τη ζώνη του και μια στάλα ιδρώτας έβαψε τη στιγμή.

Εκείνη πέρασε πίσω από τον πάγκο. Σφίχτηκε γύρω του και πέρασε τα πόδια της στη μέση του.

Μια λεπτή ανάσα της πέρασε στη ζωή του, λεπτή σαν τη λάμα χιλιοακονισμένης φαλτσέτας που όσο και αόρατη αφήνει χαραγμένη στο κορμί ανεξίτηλα και ανεπούλωτα σημάδια. Μια άλλη το ίδιο λεπτή δική του ανάσα βρήκε μονάχη τον δρόμο. Κι ήταν μονάχη…

Η στρόφιγγα έκλεισε, η μοναδική βρύση στέρεψε, το πότισμα της καθημερινότητας στα τελματωμένα απόνερα των γηρατειών του σταμάτησε απρόοπτα.

 

Πλαγιάρι 13/7/16

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top