Fractal

Η κατάργηση των συνόρων και των αποστάσεων ανάμεσα στους μυθιστορηματικούς ήρωες και στους αναγνώστες του Ζωρζ Σιμενόν

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

George Simenon, “Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς”. Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. 2016. Αθήνα

 

Το σχετικά μικρό ετούτο βιβλίο  αφηγείται  μια αρκετά ζοφερή και συναρπαστική ιστορία, όπως άλλωστε κάνουν αρκετά από τα πρώτα μυθιστορήματα του Μαιγκρέ. ‘Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς’, όπως είναι μεταφρασμένο στη γλώσσα μας, είναι ένα μυθιστόρημα που σχετίζεται ποικιλοτρόπως με τα ‘σύνορα’, τη μεταβατική ζώνη μεταξύ δύο περιοχών, στην προκειμένη περίπτωση,  δύο γειτονικών κρατών. Ένα βασικό απόσπασμα από την αρχή του βιβλίου αναρωτιέται για την έννοια αυτών των ‘συνόρων’, αλλά επίσης δηλώνει την αναμφισβήτητη δύναμή τους. Ήταν τα σκληρότερα και καλύτερα σμιλεμένα  πρόσωπα των Βαλλόνων,  οι χακί στολές των τελωνειακών υπαλλήλων του Βελγίου, ή μήπως το νόμισμα και των δύο χωρών που χρησιμοποιούνταν στα καταστήματα;  Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα ήταν αδιαμφισβήτητο. Βρισκόσουνα στα σύνορα όπου οι δύο λαοί ζούσαν δίπλα-δίπλα. Τα πιο εμφανή σύνορα εδώ είναι πολιτικά, τουτέστιν πρόκειται για τη συνοριακή γραμμή  μεταξύ Γαλλίας και Βελγίου.

Η νεαρή γυναίκα που ονομαζόταν Άννα Πήτερς, είχε μια σημείωση για τον επιθεωρητή  Μαιγκρέ. Ήταν συστημένη από τον ξάδερφο της συζύγου του:

‘ Αγαπητέ μου Μαιγκρέ,

Τη δεσποινίδα Άννα Πήτερς μου την έστειλε ο γαμπρός μου, ο οποίος την είχε γνωρίσει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Είναι πολύ σοβαρή κοπέλα και θα σου πει η ίδια για τα προβλήματά της. Κάνε ότι μπορείς γι’ αυτήν …’.

 

Η οικογένεια Πήτερς, την οποία  έρχεται  να βοηθήσει, είναι Φλαμανδικής καταγωγής,  με τους τοπικούς Γάλλους να υποψιάζονται ότι ο Μαιγκρέ στην πραγματικότητα ήρθε να τους σώσει από ένα πιθανολογούμενο έγκλημα, δηλαδή την εξαφάνιση και πιθανή δολοφονία μιας νέας γυναίκας, με την αδελφή του πιθανού ενόχου να ευνοεί το γάμο του αδελφού της, Ζοζέφ, με μια ξαδέλφη τους, παρά το γεγονός ότι έχει ένα παιδί με άλλη κοπέλα του χωριού. Το φλαμανδικό σπίτι, όπως είναι άλλωστε ο τίτλος του βιβλίου σε πολλές  χώρες,  βρίσκεται ανάμεσα στα περίχωρα του χωριού Ζιβέ και ένα συνοριακό σημείο ελέγχου και επομένως σηματοδοτεί μια ζώνη μετάβασης, μια χώρα που δεν είναι πλέον η Γαλλία, αλλά βεβαίως ούτε και  το Βέλγιο. Πρόκειται για ένα ψυχρό, υγρό και συννεφιασμένο Ιανουάριο, με τα ποταμόπλοια να βρίσκονται καθηλωμένα, λόγω  της κακοκαιρίας, στις αποβάθρες. ‘Αλλά τι ακριβώς σ’ έκανε να νοιώθεις τα σύνορα; Τα σπίτια με τα άσχημα γκρίζα τούβλα που ήταν ήδη βελγικά, με τη λαξεμένη πέτρα στο κεφαλόσκαλο  της εξώπορτας και τα μπρούτζινα κασπώ που στόλιζαν τα παράθυρα’;

Ο συγγραφέας με τη συνήθη γραφή του και σε μερικές σελίδες, κατορθώνει  να μεταδώσει  την εικόνα και την ατμόσφαιρα μιας πόλης με τον γκρίζο και υγρό καιρό, καθώς και τα διάφορα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν σχετικά με την προαναφερόμενη υπόθεση. Στο νοικοκυριό των Πήτερς, δείχνει πραγματικά τις δεξιότητές του, μεταφέροντας την ατμόσφαιρα και τις προσωπικότητες των μελών της οικογένειας με σύντομες λέξεις και φράσεις. Ο Σιμενόν φυσικά ήταν καλά καταρτισμένος και  γνώστης των σχετικών θεμάτων για να γράψει ένα μυθιστόρημα που να περιστρέφεται σε τέτοιου είδους θέματα. Λαμβανομένου υπόψιν  του βελγικού του υπόβαθρου και της μακρόχρονης θητείας του ως ένας από τους κυριότερους και εμπεριστατωμένους χρονικογράφους  της γαλλικής ζωής του εικοστού αιώνα, δεν είναι παράξενο που προχώρησε στη συγγραφή ενός τέτοιου περιεχομένου μυθιστορήματος.

Η Άννα Πήτερς έχει στρατολογήσει τον Μαιγκρέ  επειδή ο αδελφός της, Ζοζέφ,  βαρύνεται από την υποψία της εξαφάνισης και της πιθανής δολοφονίας μιας Γαλλίδας  κοπέλας από το Ζιβέ, της Ζερμαίν Πιεντμπέφ, με την οποία μάλιστα είχε κάνει και ένα παιδί, παλιότερα. Θεωρεί τον Μαιγκρέ ως ένα ουδέτερο στοιχείο, ένα πρόσωπο του οποίου τη θέση ως ξένου προς την πόλη, μπορεί να την εκμεταλλευτεί για να σχηματίσει ένα είδος συνασπισμού κατά των ντόπιων. Ωστόσο ο ίδιος ο επιθεωρητής ελάχιστα ‘ενδιαφέρεται’ για την συγκεκριμένη  υπόθεση και μόνο η ανικανότητα των τοπικών αξιωματούχων τον οδηγεί στο να έρθει έως εδώ στα σύνορα,  και να συνεχίσει τη διερεύνηση. Απομονωμένη σε αυτή τη μεταβατική γη, την αχαρτογράφητη στην ουσία  γη, η οικογένεια των Πήτερς υποφέρει επίσης από μια έντονη πολιτισμική απομόνωση. Οι μεμψιμοιρίες  των Γάλλων είναι κυρίως αστείες και ασήμαντες, και δεν  σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο όπως εμείς, συνηθίζουν να ισχυρίζονται και να λένε τα μέλη της οικογένειας Πήτερς, αλλά κάποιες φορές προχωράνε ένα βήμα πιο πέρα και οι ιδέες και εκφράσεις τους κλιμακώνονται σε κάτι πιο ‘απειλητικό’. Αυτοί οι υπαινιγμοί και οι ψίθυροι από μεριάς των Φλαμανδών, θυμίζουν, με έναν περίεργο ομολογουμένως τρόπο, την αντισημιτική ρητορική των αρχών της δεκαετίας του ’30, μια φρασεολογία με την οποία  ο Σιμενόν θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα αρκετά εξοικειωμένος.

 

George Simenon

 

Σχετικά με τους Πήτερς ο Μαιγκρέ αισθάνεται την ίδια συγκρατημένη φρίκη που αισθάνεται πάντα στις άθλιες ζωές της μπουρζουαζίας, δηλαδή την ασχήμια των συνηθισμένων τους σπιτιών, τη σιωπηρή αξιοπρέπεια των τρόπων τους, την μικροπρεπή και ασήμαντη μικροπρέπεια  της ηθικής τους. Γιατί λοιπόν μένει, αναρωτιέται; Η απάντηση περιλαμβάνει ακόμη ένα άλλο σύνορο, ένα προσωπικό, κι’ ένα επαγγελματικό. Ο Μαιγκρέ έχει  σαφώς εμμονή με την Άννα Πήτερς. Έχει κάτι το προκλητικό και σεξουαλικό επάνω της, αλλά όχι με τη συνηθισμένη έννοια, λέει μέσα του. Δεν είναι ελκυστική, σε βαθμό που ο Μαιγκρέ αναρωτιέται αν θα μπορούσε να τη φαντασθεί ερωτευμένη, κι’ ακόμα λιγότερο ‘να φαντασθεί έναν άντρα ερωτευμένο μαζί της’! Η οικογένεια είχε ένα παντοπωλείο στα βελγικά σύνορα και τρία παιδιά. Εκτός απ’ την Άννα που τους βοηθούσε στο κατάστημα, τη Μαρία που ήταν δασκάλα, και τον φοιτητή της νομικής, Ζοζέφ. Το πιο εντυπωσιακό πρόσωπο στην οικογένεια Πήτερς, είναι αναμφισβήτητα  η  Άννα, μια ισχυρή προσωπικότητα που κυριαρχεί στο σπίτι, στους γονείς, και των δύο αδελφών της.

Αλλά για περίεργο λόγο, ο Μαιγκρέ δεν μπορεί να σταματήσει να   σκέφτεται την Άννα.  Σε μια εξωπραγματική σκηνή, βρίσκει μια δικαιολογία για να στείλει την Άννα έξω από το δωμάτιο και αμέσως ξεκινάει να τσαλακώνει το περιεχόμενο των συρταριών της, εστιάζοντας ιδιαίτερα στα εσώρουχα.  Ο  Σιμενόν αναφέρεται στα δάχτυλα του Μαιγκρέ που πιάνουν τα εσώρουχα και προσθέτει, ότι ένας παρατηρητής  θα τον είχε πάρει πιθανώς για έναν εραστή ή ακόμα και για έναν άνθρωπο που ικανοποιεί κάποιο κρυμμένο πάθος του. Η στιγμή είναι σαφώς μια παραβίαση της προσωπικότητας ενός άλλου, δεν κορυφώνεται με κάποια εγκληματική εξέλιξη, αλλά με την ανακάλυψη και την κλοπή μίας κρυμμένης φωτογραφίας του Ζεράρ,  του αδελφού του χαμένου κοριτσιού. Η παραπαίουσα αίσθηση της ιδιωτικής ζωής που παραβιάζεται, τον οδηγεί, την επόμενη φορά που κοιτάζει το φλαμανδικό σπίτι, με ολοένα και πιο σεξουαλικές φαντασιώσεις. Είναι σαν να ήταν ο τελικός στόχος του να μειώσει την Άννα σε ένα απλώς σεξουαλικό ον, παρά στο μυστήριο που παρουσιάζει ο εαυτός της.

Όπως γνωρίζει κάθε αναγνώστης του Σιμενόν, τα μυθιστορήματα με ήρωα τον Μαιγκρέ συχνά καταλήγουν με μια περίεργη εκτροπή της τιμωρίας, σαν να μην είχε σχέση με το πραγματικό συμφέρον της υπόθεσης ο συνολικός και πολυδαίδαλος μηχανισμός της αστυνομίας και των δικαστηρίων. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, το βασικό μυστήριο αποδεικνύεται ότι είναι η εξαιρετική αφοσίωση της Άννας στον αδελφό της. Χρόνια αργότερα, όταν ο Μαιγκρέ  συναντά την Άννα σε μια επιχείρηση στο Παρίσι, φαίνεται πως φαινομενικά μικραίνει η ηλικία της, η απογοήτευση και η πικρία της, και ο επιθεωρητής είναι παράξενα ικανοποιημένος, σαν να την έσπρωξε με ασφάλεια σε κάποια εσωτερικά σύνορα, για να προχωρήσει  τελικά ο ίδιος  στο επόμενο μυστήριο που τον περίμενε!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top