Fractal

Όταν οι μετανάστες του Παρισιού, εμπνέουν αφορμές και κινητοποιούν συνειδήσεις

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Georges Simenon “Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του”. Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα. 2018

 

Υπήρξε σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα. Οι ιστορίες του παρασύρουν και απορροφούν όλους τους πολλούς και διαχρονικούς αναγνώστες του Βέλγου Ζωρζ Σιμενόν. Εδώ, στο ‘Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του’, ένας άγνωστος εν πολλοίς άντρας τηλεφωνάει απεγνωσμένα, περιπλανώμενος  από καφέ σε καφέ της Γαλλικής πρωτεύουσας στη Δικαστική Αστυνομία και ζητάει βοήθεια από τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Οι μυστηριώδεις και επαναλαμβανόμενες κλήσεις του, δίνουν τη σειρά  τους στο χειρότερο σενάριο που θα μπορούσε να συμβεί. Σύντομα ανακαλύπτουν το πτώμα του πεταμένο ένα βράδυ σε κεντρικό σημείο του Παρισιού, σε μια γωνιά της Πλατεία Κονκόρντ. Τότε ο επιθεωρητής Μαιγκρέ αναγκάζεται να βυθιστεί με ενεργό τρόπο πλέον στην πόλη υπόθεση, να περιπλανηθεί στον σκοτεινό Παριζιάνικο υπόκοσμο για να δώσει τέλος σε όλα τα ερωτηματικά που αφορούν αυτή την υπόθεση.

Ο άνθρωπος στην αρχή του μυθιστορήματος, καλεί τονΜαιγκρέ από ένα καφενείο και ζητάει επίμονα την αστυνομική προστασία, λέγοντας ότι ακολουθείται από άντρες οι οποίοι κατά τη γνώμη του, πάντα,  προσπαθούν να τον σκοτώσουν. ‘… Έχετε γνωρίσει τη γυναίκα μου…’ του είχε πει ξεκάθαρα ο άντρας, κι εκείνος έψαχνε στη θύμησή του να βρει ποια ήταν εκείνη η Νίνα που τώρα δεν θυμόταν! Οι τηλεφωνικές του κλήσεις συνεχίζουν σχεδόν ασταμάτητα. μέχρις ότου τελικά σταματήσουν αναπάντεχα. Την επόμενη μέρα, το σώμα του ανθρώπου ανευρίσκεται πεταμένο στο δρόμο. Το  πρόσωπό του είναι χτυπημένο άσχημα, και δείχνει μαχαιρωμένος που μάλλον υπήρξε και η αιτία του θανάτου του.

Για να συλλάβει τον δολοφόνο, ο επιθεωρητής πρέπει να συγκεντρώσει τις λεπτομέρειες που αφορούν τη ζωή του νεκρού του, οδηγώντας την αστυνομία στον γεμάτο με κακοποιά στοιχεία  υπόγειο κόσμο, στα καταγώγια και τις φτωχογειτονιές των Παρισίων. Μια κατάθεση ενός περαστικού, ήταν καταλυτική στην όλη υπόθεση. Κάποιοι έβγαλαν από ένα παριζιάνικο αμάξι μάρκας Σιτροέν, κίτρινο, το πτώμα ενός ανθρώπου και το εναπόθεσαν σε μια γωνιά. Οι πρώτες ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο νεκρός δεν είχε μπλεξίματα και πάρε δώσε στο παρελθόν με την αστυνομία και τη γαλλική δικαιοσύνη. Οι δολοφόνοι του, δεν μπόρεσαν να τον απαγάγουν κατά τη διάρκεια της μέρας, μέσα στους πολυσύχναστους δρόμους του Παρισιού, κι’ όλα έδειχναν ότι κάποια στιγμή επέστρεψε στο σπίτι του, άλλαξε σακάκι και ξαναβγήκε. Εντελώς ξαφνικά όμως, άλλαξε και γνώμη και δεν ξανατηλεφώνησε στην αστυνομία, σαν να επιθυμούσε να την αφήσει εκτός του ύποπτου και επικίνδυνου παιχνιδιού. Η περιπλάνηση μέσα στο ανώνυμο πλήθος της πόλης φαινόταν να αποτελεί την σωτηρία του. Τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου.Αν και η φωτογραφία του λίγο μετά δημοσιεύεται, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το ποιος είναι ο άνθρωπος,έως ότου μια γυναίκα που είχε δει ένα κίτρινο αυτοκίνητο, ενώ λίγο μετά  ανακαλύπτεται το καφενείο Πετίτ Αλμπέρ,  καθώς και το όνομά τουάντρα,Αλμπέρ Ροσαίν. Με την απουσία περαιτέρω ενδείξεων,  ο επιθεωρητής Μαιγκρέ αποφασίζει να ανοίξει ξανά το καφέ τουΑλμπέρ, χρησιμοποιώντας έναν συνάδελφό του επιθεωρητή, τον Σεβριέ και τη σύζυγό του, Ίρμα. Σταδιακά, το πορτραίτο του νεαρού Αλμπέρ ολοκληρωνόταν ‘…και ο επιθεωρητής φαινόταν να έχει όλη αυτή την ιδιαίτερη συμπάθεια στο πρόσωπο που έπαιρνε πιο σαφή μορφή’.

Το βιβλίο συνεχίζεται με έναν ύποπτο άνθρωπο που ακολουθείται από τους αστυνομικούς, αλλά προτού να μπορέσει να τους οδηγήσει στο καταφύγιό του, σκοτώνεται στο δρόμο, προφανώς από έναν δικό του. Έφερε το όνομα Βικτόρ Πολιενσκύ, και ήταν Τσέχος εργάτης του εργοστασίου της Σιτροέν. Η περαιτέρω περιπλάνηση του επιθεωρητή Μαιγκρέ  και των συναδέλφων του στην γαλλική πρωτεύουσα ανακαλύπτει σταδιακά συμμορίες προσφύγων και παράνομων μεταναστών οι οποίοι δεν ωχριούν έναντι ουδενός προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους που δεν είναι άλλοι από την οικονομική τους ανάκαμψη, σε πρώτο τουλάχιστον στάδιο. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ενώ το βιβλίο δημοσιεύτηκε στα 1948. Εκείνη την εποχή ο Ζωρζ Σιμενόν βρισκόταν στην πόλη Τουσόν της Αριζόνας, όπου και τελείωσε το μυθιστόρημα ετούτο.

Ο Ζωρζ Σιμενόν ήταν συγγραφικά παραγωγικότατος στη ζωή του και έγραψε δεκάδες  μυθιστορήματα και διηγήματα με πρωταγωνιστή τους τον γνωστό  μας επιθεωρητή Μαιγκρέ.  Για περίεργο λόγο ο Μαιγκρέ αισθάνεται μια ισχυρή αίσθηση προσκόλλησης σε εκείνον τον άγνωστο άνθρωπο που του τηλεφωνούσε απεγνωσμένα, και αποφασίζει να βρει τους δολοφόνους του.Το Παρίσι βρίσκεται παντού σε αυτό το βιβλίο και ενεργεί ως κεντρικός χαρακτήρας. Η υπόθεση λαμβάνει χώρα την άνοιξη και ο Ζωρζ Σιμενόν την αποδίδει καλά την εποχή μέσα στην ιστορία.

 

Επηρεασμένος, προφανώς, από την παραμονή του στην πόλη Τουσόν στην Πολιτεία της Αριζόνας, όπου ολοκλήρωσε το βιβλίο ετούτο.

 

Τα βιβλία του  κατέχουν σημαντική θέση στη γαλλική λογοτεχνία, παρόλο που συχνά παραβλέπεται ίσως επειδή παρήγαγε τόσα πολλά, αφού  δημοσίευσε περίπου πεντακόσιες ιστορίες. Αυτό είναι μάλλον ένα διαφορετικό βιβλίο από τα περισσότερα άλλα σε ορισμένα σημεία, όπως για παράδειγμα στο μέγεθος αφού ξεπερνά τα συνηθισμένα κατά το ένα τρίτο, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ  έχει περισσότερους συνεργάτες και ακόμα η υπό κανονικές συνθήκες αόρατη κυρία Μαιγκρέ έχει την ευκαιρία να εκφράζεται από καιρό στο χρόνο. Υπάρχει ένας πρόσθετος ρεαλισμός, καθώς ο επιθεωρητής προκειμένου να επιλύσει την υπόθεση, βρίσκεται όλο και πιο εξαρτώμενος όχι μόνο από τους συναδέλφους του, αλλά και από αντιπάλους με τους οποίους αποφασίζει σε συγκεκριμένα σημεία και θέματα να συνεργαστεί. Ως συνήθως, ξοδεύει όλο το χρόνο του στο Παρίσι, και μας δίνεται έτσι μια ζωντανή αίσθηση της πόλης, ιδιαίτερα του ικανού αριθμού των μπαρ και των εστιατορίων που δραστηριοποιούνται, με τα περισσότερα από τα οποία φαίνεται να είναι εξοικειωμένος ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Ταυτόχρονα περιγράφει τις συνοικίες των μεταναστών με ικανό, έντονο και υποβλητικό τρόπο στο Παρίσι την εποχή που έγραφε το εν λόγω κείμενο.

 

Η σημερινή πόλη Νογκάλες στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ.

 

Ο Ζωρζ Σιμενόν, έζησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, σχεδόν μια δεκαετία (1945-1955).  Πέρασε αρκετούς μήνες στο Κεμπέκ του Καναδά, βόρεια του Μόντρεαλ, σε ένα σπίτι με σύγχρονες για την εποχή ανέσεις,  όπου  και έγραψε τρία μυθιστορήματα.Κατά τη διάρκεια των ετών που πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες,  επισκεπτόταν τακτικά τη Νέα Υόρκη. Μαζί με την οικογένειά του έκαναν μακρυνές εκδρομές με αυτοκίνητο, ταξιδεύοντας από το Μέιν στη Φλόριντα και στη συνέχεια δυτικά μέχρι την Καλιφόρνια, έως ότου αποφασίσει να εγκατασταθεί και να νοικιάσει ένα σπίτι στην πόλη Νογκάλες  της Αριζόνα, μια πόλη σήμα κατατεθέν,ακόμα και σήμερα, της μετανάστευσης των Μεξικανών,και όχι μόνο, προς τις Η.Π.Α.  Το μυθιστόρημά του ‘Ο πάτος του μπουκαλιού’ επηρεάστηκε έντονα από τη διαμονή του εκεί, ενώ και το παρόν βιβλίο όπως σημειώνει στο τέλος του κειμένου τελείωσε εκεί στην έρημο της Αριζόνας.  Αν και μαγεμένος από την έρημο της περιοχής, αργότερα αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αριζόνα, και μετά από ένα διάστημα παραμονής στην Καλιφόρνια, εγκαταστάθηκε σε ένα μεγάλο σπίτι, στο Κονέκτικατ. Μετά από πολλές προσωπικές και οικογενειακές εμπλοκές και περιπέτειες επέστρεψε τελικώς στην Ευρώπη, στα 1955.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top