Fractal

Κριτικά Φύλλα (8), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2018: Περιδιαβάσεις, αναφορές σε έργα της τρέχουσας λογοτεχνικής και μη παραγωγής. [Η]: Κώστας Χατζηαντωνίου, Ο κύκλος του χώματος, Καστανιώτης, Αθήνα 2017

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

Κώστας Χατζηαντωνίου,[i] Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ, Καστανιώτης, Αθήνα 2017.

 

Α]. Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ. ΑΦΗΓΗΣΗ-ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ: Κύκλος Ζωής – Κύκλος Θανάτου: ο αιωνίως αυτός επαναλαμβανόμενος Κύκλος Χώματος[ii] Μια ξεπεσμένη αρχοντική γενιά στη δίνη της Ιστορίας – δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο βιβλίο η λέξη ιστορία είναι γραμμένη με γιώτα κεφαλαίο. Γενάρχης, ο Αλέξανδρος Α΄ Γαβαλάς, Ιερολοχίτης στη Μολδαβία, με σπουδές Ιατρικής στην Πάντοβα, γεννήθηκε λίγο πριν το «Ρεμπελιό των Γενιτσάρων».[iii] Ο παππούς Αλέξανδρος, αφού χάνει την περιουσία του απ’ τους καλά βασταγμένους εμπόρους στη Σμύρνη, μετακομίζει σε νησί που δεν ονομάζεται, αλλά πρέπει να είναι η Ρόδος· αναφέρεται «Έρημος» – μήπως η περιοχή Φιλέρημος; Οι τρεις γιοι του, παρακλάδια γερά και προσφυόμενα στο γενεαλογικό δέντρο, με γνώση, ήθος και κοινωνική ευαισθησία, παρασύρονται ο καθένας στην πτώση του, τους κατακόπτει η αξίνα του χρόνου με την κατάρρευση των μύθων, το γκρέμισμα των ιδεολογιών, άλλοτε θύματα μιας πονεμένης ματαιοδοξίας, κι άλλοτε άκαμπτοι στο περιθώριο ενός κόσμου που λατρεύει κατά το πλείστον το ανίερο και το βέβηλο. Η χίμαιρα,  που περίμεναν ότι θα τους λυτρώσει, η ίδια αυτή τους οδηγεί σε αστοχίες και λαθεμένες επιλογές. Ο μεγάλος γιος, ο Βασίλης, γιατρός, μαχητικός με ουμανιστικές θεωρίες που προσπαθεί να τις κάνει πράξη, εναντιώνεται στον ρύπο της εξαχρείωσης και στο κυνήγι του χρήματος. Ο πρώτος γιος του, ο Αλέξανδρος, μόνιμος ανθυπολοχαγός, είναι από τα βασικά πρόσωπα στο βιβλίο, ως μια ακτίνα στη ρόδα του κύκλου που βρίσκεται εγγύτερα στο κέντρο της περιφέρειας, και σίγουρα κυνηγός του απόλυτου. Με άριστες επιδόσεις και ταλέντα, φοιτά στην Σχολή Ευελπίδων, προκαλώντας σκάνδαλο στην οικογένεια, κωφεύοντας σε συμβουλές για μια άλλη σταδιοδρομία, ώσπου, μετά την ανίερη εισβολή των Τούρκων του 1974 στην Κύπρο, εικοσιπεντάχρονος και μαχόμενος με τις μισητές ορδές του Αττίλα, χάνεται.

 

 

Οι δικοί του ελπίζουν να είναι ανάμεσα στους αγνοούμενους, όμως τελικά, μετά από πιστοποίηση του DNA, σ’ ένα κασελάκι περικλείουν τα λευκασμένα οστά του. Το άλλο παιδί του Βασίλη, η Βέρα, ανυποχώρητη στις εμμονές της για μια ασυμβίβαστη ζωή, προχωρεί σε γάμο, αλλά χωρίζει, επιζητώντας παρήγορο καταφύγιο μιας άδολης πίστης. Ο άλλος γιος του Αλέξανδρου, ο Σπύρος, ναυτικός σε καράβια που η όμορφη γυναίκα του η Δήμητρα εκτιμά ό,τι φέρνει τη σιγουριά του κέρδους, δίχως τις εκδοχές της υπομονής και της συγχώρησης, τον διώχνει. Έχουν ένα γιο, τον Παύλο, που, αφού ως φοιτητής μετέχει στους συνδικαλιστικούς αγώνες, αργότερα συνεχίζει σπουδές στην Αγγλία. Μαχητικός κι ανήσυχος, φτάνει στην Ιρλανδία (Κορκ), παίρνει μέρος στις φλογερές συγκεντρώσεις με τους εξεγερμένους του IRA και παντρεύεται την Ιρλανδή Λίζα, μια ταπεινή και φιλόκαλη παρουσία, κι αποκτούν ένα γιο, τον Τίμοθι. Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, παραδίδει μαθήματα στα φοιτητικά αμφιθέατρα, ρηξικέλευθος, όπως στα νιάτα του (Κεφάλαιο: «Ένα μάθημα Οικονομικής Ιστορίας»). Είναι κι ο Ιάκωβος, ο άλλος γιος του παππού Αλέξανδρου, ο αυτοδημιούργητος υφαντουργός. Συνεπής αριστερός που πλήρωσε τις ιδέες του, αν και πολεμιστής στο Έπος της Αλβανίας, με δύο χρόνια εκτόπισης από τη χούντα. Με το προτσές των δραματικών αλλαγών ερήμην τους, φτάνει κι αυτός στην έντιμη χρεοκοπία, που ακολουθεί η αξιοπρεπής  περιχαρακωμένη πενία. Δεν καταδέχεται να βγάλει έξω τα δάνεια, όπως οι αεριτζήδες αετονύχηδες, αντιστέκεται στην περιρρέουσα απάτη και στους πειρασμούς της νεοπλουτίστικης ζωής, αρκούμενος στα απλά και στα ταπεινά, χωρίς όμως τη μιζέρια του αποτυχημένου. Μαζί τους μένει η θεία Μαρία, Μικρασιάτισσα, ευλογημένη παρουσία που ακτινοβολεί την παλαϊκή αρχοντιά των Ρωμιών γυναικών – γι’ αυτές έγραψε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο ομώνυμο βιβλίο του Οι Ρωμιές, O altra cosa, Δόμος 1990. Είναι το αντιστήριγμά τους στα οδυνηρά της ζωής τους. Ο γιος του Ιάκωβου, ο Μιχαήλ, είναι ένας άλλος βασικός άξονας. Πρότυπό του ο μεγάλος εξάδελφος, ο αγνοούμενος της Κύπρου, ο ανθυπολοχαγός Αλέξανδρος. Κοντά στα επτά χρόνια του (ήταν μέρες που οι καταπιεσμένοι από τη χούντα έβρισκαν εκτόνωση, αποθεώνοντας τον Παναθηναϊκό στο Γουέμπλεϊ, στις 2 Ιουνίου 1971), έγινε και η εκτόπιση του πατέρα του, Ιάκωβου. Άλλη σημαδιακή μέρα, ήταν το άγγιγμα του θανάτου, στο πρόσωπο του αδελφού του παππού, που συνέβη κατά την κηδεία του παπα-Κύριλλου το 1970. (Αξίζει να σημειωθεί πως ο Μιχαήλ συντείνει στο να είναι το υποθετικό alter ego του συγγραφέα, τόσο με τις χρονολογικές αναφορές, όσο και με την ευρύτερη αντίληψη για τα δρώμενα και τις αξιόλογες στοχαστικές παρατηρήσεις του, που, δίκην αφορισμών, κάποτε προσφέρουν μοναδική βαρύτητα στο κείμενο). Ο Μιχαήλ, αν και με πρόωρη ωριμότητα, αναδιπλώνεται με την απόσυρση σε στάση εμβρύου στη θαλπωρή της μήτρας, που εγκυμονεί τον μελλοντικό εγκόσμιο αναχωρητή. Αυτός όμως, ο απόμακρος στοχαστής, δεν κρατά την ασφάλεια της απόστασης, αλλά παρασύρεται από τον στρόβιλο της καθημερινότητας με το μαρτύριο της συνείδησης να αναρωτιέται, να συμπονά, να εξερευνά (ταξίδι – προσκύνημα στη Μικρασία), και, σε μια έξαρση ελευθερίας, διεκδικώντας την ανεξαρτησία του, οδηγείται σε παραίτηση από μια σταδιοδρομία, που έχει όλες τις εγγυήσεις της ανόδου στο διπλωματικό σώμα. Έτσι, ο Μιχαήλ, μη αποδεχόμενος τον κόσμο της φθοράς, εξεγείρεται ενάντια στη λοιμική του ψεύδους και των υποχωρήσεων, και με διψαλέα περιέργεια ερευνά αυτά που σημάδεψαν τον ελληνικό βίο, επιζητώντας συλλογικά βιώματα. Είναι τυχαίο πως ο συγγραφέας διακατέχεται ως δοκιμιογράφος, ιστορικός, τεχνίτης του λόγου, απ’ αυτήν την δίψα; Και στις συναντήσεις που έχει μ’ έναν εκκεντρικό φλεγματικό παλαιοπώλη, μανιακό για σπάνιες εκδόσεις που «αναδίδουν το άρωμα του χρόνου», ανακαλύπτει την περιφρονημένη σιωπή των επαϊόντων, με την απόμακρη ευγένεια όσων αποστρέφονται τον «άκοσμο κόσμο», όπως διατείνεται ένας άλλος, παρωχημένος πια ζωγράφος, ωστόσο κάποτε διάσημος.  Και με τον παλιό συμφοιτητή του, τον Ρένο, άνεργο για δύο χρόνια, που με αυταπάρνηση περιθάλπει την κατάκοιτη μάνα του έχουν, μια σπουδαία συζήτηση.

 

 

 

Β]: ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Τη ροή του μυθιστορήματος κατακλύζει ένα συνεχές Steam Of Consciousness,[iv] δηλ. Ροή Της Συνείδησης, ένα ρεύμα ασταμάτητης εναλλαγής αισθημάτων, στοχαστικών παρατηρήσεων, αναδρομών.  Τελικά, το βιβλίο, ταξιδεύοντας στην Ιστορία, μας πηγαίνει σε τόπους σημαντικούς, όπου έλαβαν χώρα σπουδαία γεγονότα (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Καταστροφή, και Βόρειος  Ήπειρος) με τη γραφή περιφερόμενη σε Βλαχία, Κύπρο, Αλβανία και Ιρλανδία. Οι πατριδοκάπηλοι ίσως το βρούνε μπόσικο να χαρίζεται ενίοτε σ’ όσους περιφρονούν (με αυτοθυσία κι έμπρακτη αυταπάρνηση), τους δεκαρικούς λόγους και τις ανέξοδες τελετές. Οι σκωπτικοί εθνομηδενιστές θα μιλήσουν για μαγγανείες αλυτρωτισμού και ντεμοντέ εξάρσεις (Η ελεγεία όμως των πεσόντων απαντά με μεγάθυμη σιωπή στην Ύβρη).  Αναμφίβολα, Ο Κύκλος του χώματος  είναι ένα βιβλίο δύσκολο, όχι με την έννοια του απροσπέλαστου, αλλά μ’ αυτήν που απαιτεί ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη στα γεγονότα,  κι ας είναι μερικές φορές γριφώδης η αφήγηση. Δεν κατακτιέται απνευστί, όπως λένε για τα ευπώλητα, αυτά που περιλαμβάνουν με τα κουπιά της αναγνωρισιμότητας – τι κακόζηλη λέξη! – τα στάσιμα ύδατα της αλήθειας. Ο συγγραφέας απαγκιστρώνεται από τη φωτογραφική αναπαράσταση και προχωρά σε μυθοπλασία ίσαμε να οδηγηθεί μαζί με τον αναγνώστη στον «Τόπο της γαλήνης», όπως επιγράφεται το κεφάλαιο με τον θάνατο του γιατρού, του Βασίλη. Η πολυσημία το φέρνει εγγύτερα σε αναγνώστες που ταυτίζονται με τις πολύτροπες διαδρομές του. Το τοπικό γίνεται παγκόσμιο (εξέγερση στην Κύπρο, εξέγερση στην Ιρλανδία), («Το Τοπικό γίνεται Παγκόσμιο χωρίς τείχη», The Local is the Universal Without Walls”, John Mc Gahern),[v] και η καθημερινή ζωή στο νησί γίνεται εικόνα του κόσμου (imago mundi). Τα διάφορα πρόσωπα των επιμέρους γεγονότων (αυτά που συγκροτούν την petite histoire) γίνονται καθρέφτης για να αντικρίσουμε κατάματα μέσα του και τις δικές μας μορφές. (Καλό θα ήταν όμως στους διαλόγους να υπήρχε παύλα και όχι εισαγωγικά, γιατί συχνά είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος μιλάει και σε ποιον απευθύνονται τα πρόσωπα, κι επιπλέον, κάτι που το θεωρούμε απόλυτα αναγκαίο, θα ήταν καλύτερο να υπήρχε στην αρχή του βιβλίου το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να κατανοεί καλύτερα τα πρόσωπα και τις πράξεις τους). Και το Τοπίο της Ιστορίας, αν και μεταλλάσσεται, φωτίζει, ακόμα κι όταν η Ιστορία ξεψυχά άδοξα στις πολυφίλητες, πλην αιματοβαμμένες, ακτές της Μικρασίας. Με σεβασμό λοιπόν πρέπει να δει κανείς τον μεγάλο μόχθο του συγγραφέα, που εξάντλησε τις ιστορικές πηγές, καταφέρνοντας ένα λόγο έξω από δημοσιογραφικές ευκολίες. Στην αφήγηση είναι εξαιρετικά δομημένα: η ρεαλιστική απεικόνιση, οι συμβολικές, ποιητικές αναδιπλώσεις ή καταδύσεις στα ανείδωτα βάθη, η βυθομέτρηση του ασυνείδητου, του βαθιά κρυμμένου στα άδυτα του είναι. Και η Ιστορία είναι ένας τροχός στα μονοπάτια του χρόνου και του χώρου που κυλάει στον Κύκλο του χώματος. Κάτι βασικό ακόμη: Στους βίους των επιγόνων δεν συναντάς υποκρισία, δόλο, χαμέρπεια και τον διπρόσωπο Νεοέλληνα της κονόμας. Άλλωστε, για τον Μαμωνά του χρήματος, ο συγγραφέας γράφει: «274». Οι επίγονοι του γενάρχη Αλέξανδρου Γαβαλά δεν φοράνε τη μάσκα και τα φτιασίδια της ευπρέπειας, με φλογερούς οραματισμούς, κολλημένοι σε πεπερασμένα ήθη, έντιμοι από ματαιοδοξία για αναγνώριση από την πλέμπα που αφήνει δάφνινα στεφάνια σε ήρωες, που κάποτε η ίδια αμφισβητούσε, χωρίς να εξαργυρώνει την εξέγερση, ματαιώνοντάς την σε επίδειξη πλούτου, όπως η εναργής περιγραφή της δεξίωσης της Γενιάς του Πολυτεχνείου σε ακριβό προάστιο. Πληρώνουν λοιπόν τις επιλογές τους ενίοτε και με βαρύ τίμημα. Διψούν τον δικαιότερο κόσμο, που είναι και ο αληθέστερος, ενώ βυσσοδομεί γύρω η παλιανθρωπία. Όπως λέει ο Ιάκωβος στη σελ. 147: «Προτιμά έως παλιανθρωπιά». Είναι απλοί σχεδόν απέναντι στις κομπίνες, όχι από έλλειψη γνώσεων και παιδείας (αυτά αφθονούν στη γενιά τους), αλλά από απέχθεια στην εξαχρείωση του οικονομισμού. Τρία πρόσωπα του έργου φυλλορροούν από το γενεαλογικό δένδρο με την αξιοπρέπεια που δίνει στον θάνατο η αυταπάρνηση (Αλέξανδρος στην Κύπρο, Βασίλης, θεία Μαρία), προστιθέμενοι «τοις πατράσιν αυτών». Μένει ο τελευταίος γόνος, ο γιος του Μιχαήλ και της Εύας – Εύα έλεγαν και την αγαπημένη του Αλέξανδρου στην Κύπρο, που έχει κι αυτός το όνομα Αλέξανδρος – φόρος τιμής στον μεγάλο ήρωα της οικογένειας. Το ύστατο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο, «Πάντα κάποιος θα επιστρέφει», ο συγγραφέας δικαίως σημειώνει στην τελευταία παράγραφο: «Μια μέρα, παίζοντας, θα πάρει στο χέρι το χώμα και θα το τινάξει σημαδεύοντας τον καθρέφτη. Θα δει τότε μια μορφή να του χαμογελά μια σιγουριά πριν, λίγες στιγμές μετά, μια ριπή αέρα τη σβήσει. Γιατί ο Καιρός – πώς αλλιώς να τον πούμε τάχα; – πάντα θα καθαρίζει τον καθρέφτη της ζωής από κάθε χωματιά και πάντα ένας νέος κύκλος χώματος θ’ ανοίγει».

 

 

Θα θέλαμε, πριν κλείσουμε το κριτικό μας αυτό ταξίδι, να σταθούμε σε ορισμένες από τις πολύτιμες παρατηρήσεις, μεγαλειώδεις και βαθυστόχαστες, που αποδεικνύουν το γνήσιο ταλέντο του Κώστα Χατζηαντωνίου, όπως: Σελ. 60: «Πιο πολύ βαστά ν’ αναλογίζεται ολέθριες μέρες ο άνθρωπος παρά τις χαμένες χαρές», σελ. 82:  «Έρημα τα προτιμούσε τα ξωκκλήσια. Γλυκιά, επιβλητική μοναξιά, να μη σκορπά η εντύπωση του εγώ στο αδηφάγο εμείς». Σελ. 90: «Αυτός θα φύγει, μα το ποτάμι, αυτό το ποτάμι, πάντα θα τρέχει κάτω από το κτήμα των Γαβαλάδων και το χώμα, αυτό το χώμα, πάντα θα τρέφει δέντρα, ενώ ωχρή αντιφεγγιά θα πέφτει στα τζάμια καθώς ο ήλιος θα σβήνει πίσω απ’ τον λόφο». Επίσης, σελ. 104: «Αν έπρεπε να διαλέξει, θα προτιμούσε τη σεμνή ανοησία από την επίδειξη εξυπνάδας, την αμαρτία από την αρετή που φωνάζει και καμαρώνει, τη διακριτική αδυναμία από τη θορυβώδη εντιμότητα». Σελ. 113: «Οι έριδες γεννούσαν αναρίθμητες αιρέσεις κι οι νέοι ξόδευαν σ’ αυτές τις καλύτερες δυνάμεις τους. Ο αέρας έφερνε στ’ αυτιά τους την ηχώ από μύριες αδικίες, μα ήταν αέρας που φύσαγε πάντα από την ίδια μεριά και δεν έφερνε ποτέ τον ψίθυρο πως επανορθώνοντας μιαν αδικία γεννάς μιαν άλλη». Σελ. 214: «Κοινωνία και Ιστορία συνιστούν μια αναπόσπαστη ενότητα». Σελ. 115-116: «Οι μεγάλοι μοιάζουν να μη γνωρίζουν τον κόσμο των παιδιών, τον κόσμο των φόβων τους. Η δική τους παιδικότητα μοιάζει χαμένη, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τους είναι άγνωστες οι σκοτεινές πτυχές που χαράζουν τον ουρανό ή την άβυσσο κάθε παιδιού». Σελ. 121: «Η πιο υπέροχη ιδέα μένει χωρίς αποτέλεσμα ως την ημέρα που θα μεταδοθεί όχι από τις αφηρημένες αρετές της, αλλά από τις αρετές των ανθρώπων που την ενσαρκώνουν μεταγγίζοντας σ’ αυτήν το ίδιο τους το αίμα». Σελ. 146: «Προτιμά να μιλά με τα παιδιά, που ξέρουνε ν’ ακούνε κι έχουν ειλικρινείς απορίες. Τα παιδιά, ναι, αξίζει να μάθουν. Να μάθουν πως η ζωή μας είναι η μόνη γνώση μας. “Αυτή είναι το μοναδικό κριτήριο της αλήθειας, οι εμπειρίες μας”, λέει. “Οι πόθοι, οι διαψεύσεις, οι νεκροί μας. Και κυρίως: η γνωριμία με την παλιανθρωπιά”». Σελ. 184. «Ζητούσε τις αιτίες του ξεπεσμού και των καταστροφών, ενώ στη μνήμη των συνωθούνταν οι πρόγονοι ζητώντας επίμονα κι επώδυνα να εκφραστούν. Δεν ήταν εργασία μα τρόπος να εγγραφεί η ζωή του στα όρια του αιώνιου, προσπάθεια να εννοήσει το σύμπαν μέσα από βιώματα συλλογικά». Σελ. 192: «Έρχεται ξάφνου μια μέρα που το γελοίο, που πέρναγε απαρατήρητο, χτυπάει στα μάτια, είναι αδύνατο ν’ αντέξεις τα μεγάλα λόγια για ήρωες όσων είναι ανίκανοι όχι για πράξη ηρωική αλλά μήτε για τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια, αυτούς που εξαπολύουν για την ανθρωπιά δεκάρικους και δεν έχουν αποτολμήσει ποτέ την ελάχιστη θυσία». Σελ. 273: «Είναι τερατώδες να μας απορροφά ο εαυτός μας, όταν τόσα πλάσματα υποφέρουν από δυστυχίες χίλιες φορές πιο σκληρές, χωρίς καμιά ελπίδα σωτηρίας, χωρίς προσδοκία για ένα χέρι βοηθείας από πουθενά». Αυτά τα σχόλια πάνω στη μοίρα τόσο της Ιστορίας όσο και της Ζωής αποδεικνύουν πετυχημένο και άξιο το εγχείρημα ενός πραγματικά βαθυστόχαστου ανθρώπου, που θέλησε να καταθέσει την αλήθεια της Ιστορίας των Τόπων μέσω του πολυκύμαντου βίου ανθρώπων. Εμείς, πάντως, ως αναγνώστες, ευχόμαστε στον πεζογράφο Κώστα Χατζηαντωνίου, που καταγίνεται με τη βαθιά ανάλυση της πορείας των προσώπων σε καίριες ιστορικές στιγμές, να συνεχιστεί.

 

 

[i][i] Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γεννήθηκε το 1965 στη Ρόδο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών πολιτικές επιστήμες και δημόσια διοίκηση. Ικανότατος δοκιμιογράφος και πεζογράφος, έχει συνεργαστεί με έγκριτες περιοδικές και εγκυκλοπαιδικές εκδόσεις. Σήμερα διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Κοράλλι. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά. Έχει τιμηθεί με το «Βραβείο Δοκιμίου του PENClub», με το «Βραβείο Φωτέα» για το βιβλίο του Εναντίον του χρόνου Ευθύνη 2008. Το 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Prize for Literature) για το μυθιστόρημά του Αγκριτζέντο, το οποίο μεταφράστηκε στα ιταλικά,  πολωνικά,  σερβικά, κροατικά και τα αλβανικά. Ο Κ. Χατζηαντωνίου έχει πλούσιο πεζογραφικό έργο. Ξεκινώντας από το πλέον πρόσφατο Ο Κύκλος του χώματος, Εκδόσεις Καστανιώτη 2017, καταμετρούμε τα εξής έργα: Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης, Κουκούτσι 2016, Το χρέος και ο τόκος, Γόρδιος 2014 και Αγκριτζέντο, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη 2011, Επίσης, έχει ασχοληθεί με την Ιστορία της Κύπρου 1954-1974, της Νεότερης Ελλάδας 1821-1945, της Μικράς Ασίας, του Σερβικού Έθνους, κι έχει αναλύσει πετυχημένα τους τόσο παρεξηγημένους όρους στην εποχή μας Εθνικισμός κι Ελληνικότητα.

[ii]Το χώμα ως υλικό συμβολικής αξίας έχει απασχολήσει πολλούς Έλληνες λογοτέχνες, όπως τον Κώστα Τσιρόπουλο τον Γιώργο Ιωάννου, κ.α.

[iii]Το «Ρεμπελιό της Σμύρνης» ή αλλιώς «Ρεμπελιό των Γενιτσάρων» ή «Μεγάλο Ρεμπελιό» αποτέλεσε ένα από τα βιαιότερα επεισόδια που χαρακτήρισαν τη συνύπαρξη των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων της Σμύρνης του 18ου αιώνα. Ο φόνος ενός γενίτσαρου από ένα χριστιανό στις 4 Μαρτίου του 1797 θα προκαλέσει την άγρια λεηλασία του Φραγκομαχαλά, της συνοικίας της ευρωπαϊκής και ελληνικής ελίτ, αλλά κυρίως τη σφαγή χιλιάδων Ελλήνων χριστιανών από ομάδες γενίτσαρων.

[iv]Στη λογοτεχνική κριτική, το Ρεύμα (Ροή) Συνείδησης είναι ένας τρόπος ή μέθοδος αφηγήσεων που επιχειρεί να απεικονίσει τις πολυάριθμες σκέψεις και τα συναισθήματα που περνούν από το μυαλό. Ο όρος δημιουργήθηκε από τον William James το 1890 στο έργο του Αρχές Ψυχολογίας. Το 1918 ο μυθιστοριογράφος May Sinclair (1863-1946) εφάρμοσε για πρώτη φορά τον όρο σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο, όταν συζητούσε την ερμηνεία του έργου της Dorothy Richardson (1873-1957). Το πρώτο έργο της σειράς των 13 ημιαυτοβιογραφικών μυθιστοριογραφιών της Richardson με τίτλο Προσκύνημα αποτελεί το πρώτο πλήρες ρεύμα μυθιστορήματος συνείδησης που δημοσιεύτηκε στα αγγλικά. Ωστόσο, το 1934, η Richardson σχολιάζει ότι «ο Proust , ο James Joyce , η Virginia Woolf και Dorothy Richardson … χρησιμοποιούσαν τη νέα μέθοδο, αν και πολύ διαφορετικά, ταυτόχρονα». Υπήρχαν, ωστόσο, πολλοί πρόδρομοι αυτής της  τεχνικής που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα από σύγχρονους συγγραφείς.

[v]Ο John McGahern (12 Νοεμβρίου 1934 – 30 Μαρτίου 2006) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ιρλανδούς συγγραφείς του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πολλές ευχαριστίες οφείλω στον πεζογράφο Γιάννη Πατσώνη για τις πολύτιμες υποδείξεις του σε όλες τις φάσεις της συγγραφής αυτού του κριτικού δοκίμιου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top