Fractal

Διήγημα: “Ο ξέπαπας”

Του Γιώργου Θάνου // *

 

f15

 

Όταν έμπαινα στο καφενείο, ήξερα πως δεν έπρεπε να κάτσω στο τραπέζι το δίπλα στο παράθυρο. Ήταν η θέση κρατημένη, σαν από πάντα, για έναν ξέπαπα.

Το όνομα του, ποτέ δεν το έμαθα. Ερχότανε πάντα μετά το μεσημέρι, μέσα στην ησυχία την πολλή, και καθότανε σιωπηλός σαν υπουργός. Δεν φώναζε ποτέ για να παραγγείλει, το γκαρσόνι τον ήξερε κι ακούμπαγε τον ελληνικό του αχνιστό στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Ο ξέπαπας με την εμφάνισή του έμοιαζε λες και ήθελε να ανατρέψει της γλώσσας τα στερεότυπα · έτρεφε γενειάδα πυκνή, αντίθετα με όσα λένε για όσους ξεπαπαδεύουνε, πως τάχα τους ξυρίζουνε. Μόνο που δε φορούσε ράσο, αλλά κουστούμι κυριακάτικο, που από τον καιρό είχε πλέον μπαγιατέψει. Τα μπατζάκια του νόμιζες ότι στεκόντουσαν όρθια από την μάκα σαν από μόνα τους. Από μέσα πρόβαλαν κάλτσες βυσσινί, αταίριαστες ολότελα με το σκούρο του παντελόνι. Τα παπούτσια του ήτανε πατημένα, φαγωμένα στις άκρες, σαν να χε οργώσει μ’ αυτά χωράφι.

Οι υπόλοιποι θαμώνες ήταν σίγουρο πως τον απέφευγαν, εκτός από έναν μπογιατζή, που του χαμογελούσε όποτε τον έβλεπε κι εκείνος του ‘γνεφε απάντηση με τα μάτια. Καθόταν πάντα μοναχός του για δύο περίπου ώρες και ρούφαγε τον καφέ του διακριτικά, χωρίς θορύβους, λες και πρόσεχε να μην διαταράξει την ατμόσφαιρα, την γεμάτη ωστόσο από χτυπήματα από πούλια, τριξίματα από ζάρια, πότε πότε κι από βλαστήμιες. Έπειτα σηκωνόταν, φόραγε το καπέλο του με ένα ήρεμο τίναγμα του ζερβού του χεριού κι έφευγε. Στο μάρμαρο είχε πάντοτε αφημένα τα χρήματα για το καφεδάκι του · ρέστα ποτέ του δεν περίμενε. Φαινόταν να τα έχει όλα πάνω του κουρντισμένα για τα καλά. Όταν ο καιρός γλύκαινε, φορούσε κουστούμι ανάλαφρο, καλοκαιριάτικο, που επέμενε να συνδυάζει με τα ίδια πατημένα παλιοπάπουτσα. Αντί για σκούρο καπέλο, τότε φορούσε ψαθάκι, που έδειχνε επάνω στο μαλλιαρό του κεφάλι αρκετά κωμικό.

Χαλούσα αρκετά απογεύματα στο καφενείο, καθώς άλλο τι να κάνω δεν είχα. Η δουλειά μου τέλειωνε νωρίς κι έπειτα άρχιζε ένα απόγευμα χέρσο κι άγονο. Τάβλι δεν ήξερα, ούτε και σκόπευα να μάθω, οπότε καθόμουν και προσπαθούσα να ξεχαστώ με τις εφημερίδες. Η πόλη ήταν μικρή, δεν είχες πού να σταθείς. Το καφενείο αυτό ήταν από τα λίγα μέρη που μπορούσες να κάθεσαι μονάχος. Είχα παρατηρήσει πώς είχαμε πληθύνει όσοι επισκεπτόμασταν το μαγαζί δίχως παρέα, εκτός από μένα και τον ξέπαπα, στον αμίλητο κύκλο είχε προστεθεί μια νέα κοπέλα, άχαρη σαν αφυδατωμένη και λεπτή σα στέκα, κι ένας τρελός που άκαιρα γελούσε. Για κάποιες μέρες, μου δημιουργήθηκε ο φόβος ότι θα ‘πρεπε να αλλάξω στέκι. Ο καφετζής θα άρχιζε δίχως άλλο να ενοχλείται, του κρατούσαμε τόσα τραπέζια για μια καρέκλα το καθένα μοναχά. Τέτοιες καταστάσεις θα έκαναν την διακριτικότητα που επιθυμούσα, όλοι μας φαντάζομαι, θρύψαλα.

Ευτυχώς δεν αναγκάστηκα να φύγω· εντελώς ξαφνικά, η ξερακιανή κοπέλα δεν ξαναφάνηκε και τον τρελό των έδιωξαν κάτι ταξιτζήδες, γιατί τους ενοχλούσαν τα παράταιρα γέλια του. Ποιος ξέρει τι μπορεί να νόμισαν και τον παρεξήγησαν. Παρέμεινα πιστός στο πόστο μου, μαζί με τον ξέπαπα.

Για το ξεπαπάδεμά του άκουγα διάφορες ιστορίες, φρόντιζαν με σπουδή να τις διαδίδουν οι υπόλοιποι του καφενείου, που είχαν αρχίσει να μου θυμίζουν πλέον φοβερό συμβούλιο. Κάποιος έλεγε ότι τον είχαν τσακώσει στο ιερό μ’ έναν φαντάρο, άλλος συμπλήρωνε ότι έτσι όντως είχαν τα πράγματα, αλλά το αγόρι ήταν επιπλέον ανήλικο κι όχι στρατιώτης. Οι άλλοι διαφωνούσαν, υποστήριζαν με θέρμη ότι ο παπάς δεν είχε σχέση με τέτοια πράγματα. Απλά είχε πιάσει την παπαδιά του μ’ ένα χασάπη και την είχε σφάξει σαν κοτόπουλο· τον είχαν ξυρίσει όσο ήταν στην φυλακή και είχε δεν είχε ούτε πέντε χρόνια που ήταν έξω. Αυτά τα ψιθύριζαν μεταξύ τους με συνωμοτικές φωνές, κρύβοντας τα δόντια και τα μουστάκια τους με τις βρώμικες παλάμες τους. Οι ιστορίες λέγονταν και ξαναλέγονταν πολλές φορές, σα να χρειαζόταν επανάληψη και σοβαρή μελέτη για να εξιχνιάσουν το μυστήριο του παράξενου άντρα. Μόλις τον έβλεπαν να δρασκελά του καφενείου το σκαλοπάτι, οι κουβέντες έπαυαν. Γύρναγαν όλοι ξαναμμένοι στα χαρτιά τους και στα ζάρια.

Έμαθα την αλήθεια από τον μπογιατζή, έναν άντρα ψηλό που έσκυβε για να περάσει την πόρτα, που πρέπει να ήταν του ξέπαπα ο μοναδικός φίλος. Ο παπάς είχε παντρευτεί νωρίς με μια κοπέλα που κουβάλησε μαζί του απ’ το χωριό. Βλέψεις για ιεραρχίες και δεσποτιλίκια δεν μπορούσε πια να έχει, αλλά τα ‘φερνε καλά όπως τα ’χε καταφέρει. Από μικρός ήτανε μέσα στα μοναστήρια και στους ψαλτάδες, ένιωθε να ‘χει το Θεό πάντοτε στην μέσα τσέπη του. Χειροτονήθηκε και προσπαθούσε να’ ναι σε όλα του σωστός · φτωχό άνθρωπο δεν άφηνε που να μην τον βοηθούσε. Είχαν να το λένε πώς ήτανε δεινός εξομολόγος, είχε κάνει μάτια και μάτια να τρέχουνε σα βρύσες.

Με την παπαδιά αποκτήσανε ένα γιο, που ο παπάς είχε πώς και τι. Άλλα παιδιά δεν κάνανε, της έμεινε πρόβλημα από την γέννα, που ‘τανε δύσκολη πολύ. Τόσο, που κι ο γιος βγήκε με κουσούρι: ήτανε αργός. Όταν τον φωνάξανε να κάνει τη θητεία του, στον τρίτο μήνα τηλεφώνησαν στον παπά ότι είχε σκοτωθεί. Πυροβολήθηκε με τ’ όπλο του, ατύχημα όμως κι όχι αυτοκτονία. Του ‘χανε χρεώσει τυφέκιο οι κερατάδες, σάμπως δεν βλέπανε. Ο παπάς δεν είπε τίποτα · κλονίστηκε, αλλά έσφιξε τα δόντια του και γύρεψε τις απαντήσεις που ‘ψαχνε στο τετραβάγγελό του, όπως πάντα. Μέρα τη μέρα αδυνάτιζε μέσα του αυτό που τον κρατούσε. Όταν μετά από κάνα χρόνο τον έστειλαν να κάνει αγιασμό σε ένα στρατόπεδο, η πίστη του έσπασε σαν κλαράκι.

Από κείνη την ημέρα ξεπαπάδεψε. Η παπαδιά γύρισε στο χωριό, η μάνα της ζούσε ακόμα κι έτσι θα ‘χε, σκέφτηκε, μια ψυχή για παρέα. Ο ξέπαπας κουβαλάει στις πλάτες του το αφόρητο φορτίο και αποφεύγει να κοιτάει τους ουρανούς. Η μέσα του τσέπη έχει χώρο μόνο για τα τσιγάρα του.

 

 

 

* Ο Γιώργος Θάνος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Βόλο. Σπούδασε στο τμήμα Διδακτικής της Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πειραιά. Τα τελευταία χρόνια, ασχολείται με την ιστορία της Αθήνας, αρθρογραφώντας και διοργανώνοντας εθελοντικές δράσεις.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top