Fractal

Αναζητήσεις, ενοχές και προσδοκίες στην μεταπολεμική Ρώμη

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Luigi Bartolini, “Ο κλέφτης των ποδηλάτων”. Μετάφραση: Κούλα Καφετζή. Πρόλογος: Σωτήρης Γκορίτσας. Εκδόσεις Μεταίχμιο. 2017

 

Ετούτο το βιβλίο διαπραγματεύεται την απογοητευτική διαδρομή αναζήτησης που πραγματοποιήθηκε μέσα στην μεγάλη και φασαριόζικη αγορά την πλημμυρισμένη από πολυποίκιλους κλέφτες, όπως είχε διαμορφωθεί η αιώνια πόλη της Ρώμης στα τέλη του 1944, από έναν νεαρό καλλιτέχνη ποιητή, του οποίου το υπέροχο καινούργιο ποδήλατο είχε κλαπεί κάτω από τη μύτη του, φαινόμενο συνηθισμένο για το χώρο και την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. Είναι το βιβλίο στο οποίο κατά ένα μεγάλο μέρος βασίστηκε η γνωστή μεγαλειώδης ιταλική ταινία.  Το βιβλίο βέβαια είναι κάπως διαφορετικό από την ταινία, σε ορισμένα σημεία βαθύτερο και λεπτότερο στους πολυποίκιλους υπαινιγμούς και στις αναπόφευκτες επιπτώσεις του.

Ο καλλιτέχνης, ένας θαρραλέος μη κομμουνιστής κατά τη διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος, που ξυλοκοπήθηκε περιοδικά και εξορίστηκε κατά τη διάρκεια των είκοσι χρόνων του ‘Il Duce’, είχε υποδεχτεί την έλευση των συμμαχικών στρατών. Ο όρος ‘Il Duce’, χρησιμοποιήθηκε κυρίως και έγινε ‘συνώνυμος’ ή πιο σωστά συσχετίστηκε με τον Ιταλό φασίστα δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Ένα άλλες φορές χιουμοριστικό, κάποιες πικρό και σπάνια ειρωνικό μικρό κείμενο που αναφέρεται στον ολοκληρωτισμό και στο τι σε τελική ανάλυση κάνει ο πόλεμος σε μια χώρα, όπως την Ιταλία, έναν λαό και, ουσιαστικά, εκεί όπου ο κόσμος, έχει χάσει την πίστη του στο  μέλλον. Ο Λουίτζι Μπαρτολίνι (1892-1963), ήταν Ιταλός ζωγράφος, συγγραφέας και ποιητής, ενώ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους Ιταλούς χαράκτες του εικοστού αιώνα. Παρά το γεγονός ότι οι αντιφασιστικές του απόψεις και πεποιθήσεις είναι εμφανείς και πλημμυρίζουν όλο το λογοτεχνικό του έργο, δεν έλαβε ενεργό επαναστατική δράση, και γι’ αυτό όπως λέγεται ευρέως έχαιρε μιας σχετικά ιδιότυπης ασυλίας από το φασιστικό καθεστώς της χώρας του.

 

Ο Λουίτζι Μπαρτολίνι στο στούντιό του (1953)

 

Ο Λουίτζι Μπαρτολίνι πέρασε τα νεανικά του χρόνια στη Ρώμη, τη Σιένα και τη Φλωρεντία και ολοκλήρωσε τις σπουδές του, το 1910, στο Istituto di Belle Arti στη Σιένα. Ως εκτυπωτής, έκανε τα πρώτα του χαρακτικά γύρω στο 1909 στη Φλωρεντία, όπου μελέτησε μερικά αντίγραφα του Jacques Callot, του Giovanni Fattori και του Rembrandt.  Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπαρτολίνι πολέμησε ως αξιωματικός στο Μέτωπο. Συνέχισε ακολούθως την καλλιτεχνική του δραστηριότητα το 1919, καθιερώνοντας τον εαυτό του κυρίως ως τυπογράφο. Το 1932, μαζί με τον Giorgio Morandi, κέρδισε ένα βραβείο στη Φλωρεντία και το 1935 έλαβε το πρώτο βραβείο χαρακτικής στη Ρώμη, όπου εξέθεσε πενήντα χαρακτικά του. Ακολούθησαν πολλές εκθέσεις έργων του στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1942, στο Λουγκάνο το 1952, και στη Ρώμη, το 1962.

 

Σπάνιο χαρακτικό του καλλιτέχνη (1921).

 

Στο βιβλίο, στην ανατολή της μεταπολεμικής Ρώμης, στα σοκάκια και τις αγορές της αιώνιας πόλης το ποδήλατο ενός καλοκάγαθου καλλιτέχνη, κάνει ξαφνικά φτερά. Φαινόμενο ‘φυσιολογικό’ και συνηθισμένο εκείνη την εποχή κατά την οποία οι κλέφτες είχαν το συνήθειο, αμέσως μετά την κλοπή να διαλύουν ή να τροποποιούν αισθητά ένα ποδήλατο, πουλώντας το στη συνέχεια κυρίως ως ανταλλακτικά. Ο καλλιτέχνης ήταν γνωστός στην πιάτσα αφού κυκλοφορούσε τακτικά στα λημέρια τους ψάχνοντας για μοντέλα, αλήτες, πόρνες, τσιγγάνες, νεαρούς θαμώνες βακχικών οργίων και παρόμοιους χαρακτήρες. Η αναζήτηση του κλεμμένου ποδηλάτου παίρνει το χαρακτήρα εμμονής, με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας να περιδιαβαίνει τους δρόμους, τα σοκάκια και τις αγορές της Ρώμης με σκοπό τι άλλο από την ανεύρεση του ποδηλάτου του, αφού ‘… κατά βάθος είναι τέχνη να ξαναβρίσκεις κάτι που έχεις χάσει’.

Το τρέξιμο του καλλιτέχνη και τα αισθήματά του εναλλάσσονται μεταξύ μέτριου θυμού από τη μια μεριά και υποδόριου χιούμορ από την άλλη. Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να μας περιγράψει την ζοφερή εικόνα της αιώνιας πόλης εκείνη τη δύσκολη εποχή κατά την οποία η πόλη προσπαθούσε εναγωνίως να ορθοποδήσει και να βρει τον παλιό ρυθμό της. ‘… Το καλύτερο για ένα ποιητή είναι να παρατηρεί και να καθιστά αντικείμενα ποίησης ακόμα και τις χειρότερες πλευρές της ανθρώπινης ζωής’, λέει σε ένα σημείο ο Μπαρτολίνι, καυτηριάζοντας εικόνες και παθήματα. Στις σελίδες του παρελαύνουν κλέφτες, κλεφταποδόχοι, ψεύτες, απατεώνες, έρμαια κοινωνικά, αλλά ταυτόχρονα καλοκάγαθοι και απλοί καθημερινοί άνθρωποι της γειτονιάς.  ‘Αλλά στη Ρώμη δεν κάνεις λεφτά με το μυαλό, αλλά με την απάτη’, διαπιστώνει έντρομος!

 

‘Ο κληρονόμος’ του Ναπολιτάνου Θεόφιλου Πατίνι (1840-1906), πίνακας στον οποίο αναφέρεται μέσα στο κείμενο ο Μπαρτολίνι. Η κουζίνα από ένα παλιόσπιτο σε μια ρωμαϊκή γειτονιά της εποχής.

 

Κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού του, έρχεται αντιμέτωπος με κρυφές προσδοκίες, μικρές απογοητεύσεις, υφέρποντα διλλήματα, και, ασφαλώς, στο τέλος απογοητεύσεις. Άλλωστε, ‘… σπάνια ένας συγγραφέας επηρεάζει τις αποφάσεις των συγχρόνων του, ειδικά σε τούτη την πολύπαθη Ιταλία…’, εξομολογείται απογοητευμένος κάποια στιγμή. Τα παθήματα του γίνονται σταδιακά μαθήματα, και έτσι πιστεύει ακράδαντα πια, ότι ‘…τα σοβαρά ζητήματα δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων. Το ανθρώπινο ζήτημα είναι ένα και μοναδικό και πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσα στους κόλπους της ανθρωπότητας, όπως γίνεται στη φύση…’.

Το κείμενο βρίθει αποφθεγμάτων και φράσεων που χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα. ‘…ο άνθρωπος που έχει πολλούς εχθρούς είναι δυνατός…’, λέει ο πρωταγωνιστής του κειμένου σε μια από τις πολλές που εμφιλοχωρούν στο βιβλίο του Μπαρτολίνι, κι ακόμα ‘…. οι πόλεμοι γεννιούνται από πλεονεξία, από την εξωφρενική αντίληψη ότι είναι καλύτερα να ζούμε από τις συμφορές των άλλων, παρά από τη δική μας προκοπή…’. Κι έτσι συνεχίζει να αναζητά το ποδήλατό του, αναλογιζόμενος για το παρελθόν του καταλήγοντας στο συμπέρασμα τελικά ότι στη ζωή μας συνεχώς ψάχνουμε πολλά πράγματα, ώσπου να πεθάνουμε!

Όπως είπαμε στην αρχή, το βιβλίο αποτέλεσε ερέθισμα για τον Βιτόριο ντε Σίκα, για τη δημιουργία της ομώνυμης ταινίας του, ταινία σταθμό στην ιστορία όχι μόνο του ιταλικού, αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου. Στην αρχή του βιβλίου, υπάρχει κάπως παράταιρα ένας μικρός πρόλογος του Σωτήρη Γκορίτσα αναφορικά με την ταινία, και όχι με το βιβλίο που διαβάζει ο αναγνώστης,  χωρίς να μειώνει όμως αυτό την αξία του. Ίσως είναι ένα ερέθισμα για όσους δεν είδαν παλιότερα την ταινία, να το πράξουν τώρα!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top