Fractal

Ο κύριος Ασημάκης

της Έλενας Κολυβοδιάκου // *

 

fractal_summerΤο πρωί τηλεφώνησε ο Γιάννης, είπε ότι ο κύριος Ασημάκης πέθανε, πιο σωστά αυτοκτόνησε, η κηδεία ήταν την επόμενη μέρα στις 3. Η γυναίκα του παρακάλεσε έναν παπά να τον διαβάσει να μην πάει αδιάβαστος, σκέφτηκα ότι ίσως και να ήθελες να έρθεις, σε νοιαζότανε ο μακαρίτης. Δεν πρόλαβα να απαντήσω τίποτα. Πριν καλά -καλά ολοκληρώσει την φράση, μου έκλεισε το τηλέφωνο. Σημείωσα σε ένα χαρτί τις λεπτομέρειες για να πάω. Είχα πάνω από δέκα χρόνια να μιλήσω με το Γιάννη και τον κύριο Ασημάκη, χαθήκαμε αμέσως μόλις εγώ έφυγα από το μουσείο.

Τώρα έχω παντρευτεί. Έχω ανέβει κοινωνικά. Μένω στο ρετιρέ μιας ωραίας πολυκατοικίας στα βόρεια προάστια. Και θα είχα ξεχάσει εντελώς εκείνη την περίοδο της ζωής μου, εάν ο Γιάννης δεν έβρισκε το τηλέφωνο του νέου μου σπιτιού από τους γονείς μου.

Στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, χάρη σε ένα πολιτικό μέσο, διορίστηκα φύλακας στο Εθνικό μουσείο. Ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε, είπε ο γραμματέας του Υπουργού στους γονείς μου όταν εκείνοι διαμαρτυρήθηκαν, ότι τα προσόντα μου ήταν περισσότερα από τη θέση. Ας πάει για 6 μήνες που είναι η σύμβαση και μετά θα δούμε, είχε πει τότε η γραμματέας του υπουργού. Ήταν η εποχή των μπλε και πράσινων καφενείων, η εποχή που όλοι προσπαθούσαν να βολευτούν στο δημόσιο, η εποχή που όλοι αισθάνονταν εξουσία. Με δύο λόγια, ήταν η εποχή που δεν άφηνε χώρο στα όνειρα. Μαζί με μένα, εκείνη την μέρα ξεκινήσαμε μια ομάδα ως φύλακες στο μουσείο, όλοι μας ρουσφέτια υπουργών. Μια δικηγόρος, ένας τελειόφοιτος μαθηματικός και μία νηπιαγωγός.

Μας υποδέχτηκαν οι Αρχιφύλακες, όπου μας οδήγησαν στην αίθουσα για την οποία θα ήμασταν υπεύθυνοι. Η δική μου αίθουσα ήταν στα ευρήματα του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός στεγάζονταν σε δύο αίθουσες, μία μικρή και μία μεγάλη, που επικοινωνούσαν. Στη μικρή έστειλαν εμένα, δίπλα στην μεγάλη, έβαλαν έναν παλιό φύλακα, τον κύριο Ασημάκη, για να με επιβλέπει. Ήταν ένας ισχνός, δυσκίνητος, φύλακας, με πρόσωπό μόνιμα αξύριστο που τόνιζε τα πελιδνά χαρακτηριστικά του. Θύμιζε περισσότερο γεροντάκι που βολτάρει αδιάφορα στο μουσείο παρά φύλακα. «Κάνε ό,τι θες, χέστηκα, όμως πρόσεχε όταν περνάνε οι αρχιφύλακες θα σου κλείνω το μάτι και έτσι θα καταλαβαίνεις να σηκώνεσαι και να κάνεις πως επιβλέπεις, εντάξει;» Μου ψιθύρισε μόλις έφυγαν οι αρχιφύλακες. Εντάξει, απάντησα.

Το επόμενο μεσημέρι, φόρεσα το μαύρο λινό ταγιέρ μου, έβαλα και τον μαργαριταρένιο κολιέ –δώρο του άντρα μου από ένα επαγγελματικό ταξίδι του στην Βενεζουέλα― και ξεκίνησα για το νεκροταφείο. Τον μόνο που αναγνώρισα στο λιγοστό κόσμο που παραβρίσκονταν στην κηδεία, ήταν τον Γιάννη. Είχε μεγαλώσει και είχε αλλάξει αρκετά από την τελευταία φορά. Δεν φορούσε δαχτυλίδια με νεκροκεφαλές, ούτε είχε αλυσίδες στα χέρια, φορούσε όμως το ίδιο στυλ παντελόνι-σωλήνα, μαύρη μπλούζα και τα τατουάζ σε όλο το μήκος των χεριών του συνέχιζαν να προσδίνουν ένα sui generis στυλ, αν και μεσήλικας πια. Του χαμογέλασα από μακριά. Μου κούνησε το κεφάλι.

Την πρώτη μέρα μου στο μουσείο την θυμάμαι ακόμα. Δεν γνώριζα κανέναν και ο κύριος Ασημάκης μου είχε φανεί ένας πολύ εντάξει «γέρος», προσφέρθηκα να τον κεράσω έναν καφέ στο διάλλειμα, κάτω στο κυλικείο του μουσείου. Ο Γιάννης, φύλακας και αυτός, προστέθηκε στην παρέα μας μερικές μέρες αργότερα. Ήταν ο μοναδικός φίλος του κυρίου Ασημάκη πριν έρθω εγώ. Γίναμε παρέα. Ένας αναρχικός, μια πρώην κατηχήτρια και ένας οικονομικά κατεστραμμένος θεατρικός επιχειρηματίας, που κατάντησε φύλακας στο μουσείο, όπως συχνά έλεγε. Σε αντίθεση με μένα που είχα διοριστεί με εξάμηνη σύμβαση, ο Γιάννης και ο κύριος Ασημάκης ήταν με σύμβαση αορίστου χρόνου· αυτό στην γλώσσα του δημοσίου ισοδυναμούσε με μονιμότητα.

Στα διαλλείματα πίναμε τον καφέ μας και τον ακούγαμε να μας μιλάει για το θεατράκι που είχε κάπου στην πατησιών και τα έργα που ανέβαζαν. Μίλαγε για Ίψεν, Τέννεσι Ουίλλιαμς, αλλά και Καμπανέλλη, πως οι λάθος χειρισμοί τον οδήγησαν στην χρεοκοπία. Μίλαγε συχνά και για την γυναίκα του που ήταν άσχημη, πως αναγκάστηκε να την παντρευτεί μετά την οικονομική καταστροφή του. «Ήταν μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ μας. Εκείνη, μου έταξε τον διορισμό στο μουσείο – ο πατέρας της ήταν μεγαλο-στέλεχος στην τοπική οργάνωση της περιοχής- και εγώ σε αντάλλαγμα θα την παντρευόμουν. Μου δίνονταν μία ευκαιρία να ξελασπώσω οικονομικά, έκλεισα τα μάτια και την πήρα, δεν είμαι και εγώ κανένας κούκλος, νομίζεις δεν το ξέρω; Και τα παιδιά, σε μας έμοιασαν, άσχημα είναι.» συνέχιζε.

Ήταν μόνο 58 χρονών και ας μου φαίνονταν τότε μεγαλύτερος. Υπήρχε, όμως, ένα θέμα που, κάθε φορά που μίλαγε για αυτό, τα γαλανά του μάτια έπαιρναν φωτιά και μεταμορφώνονταν σε δευτερόλεπτα από έναν κουρασμένο μεσήλικα φύλακα σε ένα παλικαράκι όλο ζωντάνια. Τα βυζιά την Βάνας Μπάρμπα. «Αχ! Και να έπιανα τα βυζιά της Μπάρμπα και μετά ας πέθαινα, τίποτα άλλο δεν θέλω από την ζωή». Μπορούσε να μιλάει για την βυζιά της Μπάρμπα ώρες, όχι για την ίδια, μα για τα βυζιά της. Σίγα την γκόμενα, τον πείραζε ο Γιάννης, εγώ γέλαγα αλλά ο Ασημάκης νευρίαζε. Τα βράδια στο σπίτι μου, κλειδωνόμουν στο μπάνιο και κοίταζα τα δικά μου ανύπαρκτα στήθη. Έβαζα μέσα στο σουτιέν μου βαμβάκι ή δοκίμαζα σουτιέν με ενίσχυση και έκανα πρόβες πως θα μοιάζουν έστω και λίγο με της Μπάρμπα.

Η κηδεία τελείωσε. Ανηφορίζουμε προς τον τάφο, ο ήλιος καίει, έχω μείνει πίσω, ο Γιάννης είναι μπροστά, να τον πλησιάσω; Διστάζω. Το μυαλό τρέχει πάλι στον κύριο Ασημάκη «Το παν στη ζωή δεν είναι να κοιμηθείς με έναν άντρα, το παν είναι να τον κάνεις να σε θέλει ξανα και ξανα. Για αυτό έκαναν καριέρα τόσες ατάλαντες, γιατί κάποιο μυστικό είχε το κρεβάτι τους.» Τρέχω. Θέλω να προφτάσω τον Γιάννη. Ο ιδρώτας στάζει ποτάμι, μα οι σταγόνες που κυλούν στο μέτωπο μου είναι παγωμένες. Ο υδράργυρός πρέπει να έχει ξεπεράσει τους 35 βαθμούς, επιτέλους τον έφτασα. Ακούω τους δυνατούς χτύπους την καρδιάς μου. Κάνω προσπάθεια να μείνω δίπλα του, δεν περπατά σχεδόν τρέχει, προσπαθώ να μην γυρίσω να τον κοιτάξω, γυρνώ μόνο λίγο το βλέμμα μου λοξά. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν στις 15 Νοεμβρίου 1995, τον παρακαλούσα να με πάρει μαζί του στην πορεία στο πολυτεχνείο. Η ιδέα να είμαι με τους αναρχικούς στην πορεία με συνάρπαζε. Είχα κολλήσει τσιμπούρι στον Γιάννη να με πάρει μαζί του, εκείνος δεν άκουγε κουβέντα. «Θα πρέπει να τρέξεις γρήγορα και δεν θα μπορέσεις, εάν μείνεις πίσω θα μείνω και εγώ να σε προστατεύσω, θα φάμε πολύ ξύλο. Δεν θα έρθεις τελείωσε.» Είχαμε τσακωθεί, ο κύριος Ασημάκης είχε πάρει το μέρος του. Δεν πήγα με τους αναρχικούς στην πορεία, αλλά στην δουλειά και στα διαλλείματα, μέχρι τις 30 Νοεμβρίου που έληξε η σύμβαση μου, είχα σταματήσει να μιλάω στον Γιάννη. Τον αγνοούσα επιδεικτικά. Περπατώ τώρα δίπλα του, το χέρι μου ίσα που άγγιξε το δικό του και ένιωσα ότι απότομα το τράβηξε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι.

Φτάσαμε πάνω από τον λάκκο, η σωρός του κυρίου Ασημάκη αργά μπαίνει μέσα. Στεκόμαστε λίγο πιο απόμερα από την οικογένεια, «Πως πέθανε;» ψιθύρισα. «Έπεσε από την ταράτσα». «Δεν αγαπιόμαστε με την γυναίκα μου. Με μισεί και την μισώ. Όταν ανεβαίνω στην ταράτσα ποτέ δεν πάω στην άκρη, φοβάμαι μην έρθει και με σπρώξει» ήταν η φοβία του κύριου Ασημάκη όπως μας την είχε εξομολογηθεί δεκάδες φορές, και εμείς γελάγαμε, «πολλά αστυνομικά βλέπεις Ασημάκη» τον κορόιδευε ο Γιάννης. Δεν τόλμησα να ξεστομίσω την σκέψη μου. «Αυτοκτόνησε. Τελευταία τα νεύρα του δεν ήταν καλά.» συνέχισε με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Λοιπόν, χάρηκα που σε είδα, δεν θα μείνω στον καφέ έχω δουλειά. Γειά» είπε. «Και εγώ χάρηκα» είπα. Τον έβλεπα να κατηφορίζει το νεκροταφείο.

Το βράδυ που ήρθε ο άντρας μου, δεν είπα τίποτα για την κηδεία, δεν υπήρχε λόγος. Ούτε για το διάστημα που δούλευα στο μουσείο ήξερε. Έβαλα ποτό και στάθηκα στηριζόμενη στα κάγκελα της βεράντας, να αγναντεύω. Η θέα της φωτισμένης Αθήνας από ‘δω πάνω είναι μαγευτική και άκρως χαλαρωτική. Ο άντρας μου βγήκε έξω, με πλησίασε, πήγε να μου χάιδεψε την πλάτη. Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου. Το ποτήρι μου έπεσε από το μπαλκόνι, έσκασε χίλια κομμάτια στο έδαφος. Τον έσπρωξα με όση δύναμη είχα μακριά. Εκείνος τα έχασε με την αντίδρασή μου. Προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του. Χαζογέλασα αμήχανα.

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η βεράντα που μέχρι χθες ήταν ο λόγος που επέλεξα αυτό το διαμέρισμα και έπεισα τον άντρα μου να το αγοράσει, τώρα είχε γίνει ο εφιάλτης μου.

 

Kolyvodiakou* Η Έλενα Κολυβοδιάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και εργάστηκε στο χώρο του τουρισμού. Αγαπά την Λογοτεχνία και το θέατρο, τον τελευταίο καιρό πειραματίζεται με την τέχνη της αφήγησης. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο διαδικτυακό περιοδικό Bookstand ενώ το διήγημά της «Όλα Θα Πάνε Καλά» θα εκδοθεί τον Νοέμβριο στη «Συλλογή Για τον Χρόνο» από τις Παράξενες μέρες.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top