Fractal

Διήγημα: “Ο κήπος”

Της Μένης Σεϊρίδου // *

 

 

 

Γονατισμένη στο αφράτο, νωπό από το χθεσινό ψιλόβροχο, έδαφος ξεχορτιαριάζει τον μικρό της κήπο. Το νοτισμένο χώμα της λερώνει τα χέρια, χώνεται μες στα νύχια της, γίνεται ένα με το δέρμα της. Δεν την απασχολεί καθόλου αυτό, δεν το αντιλαμβάνεται καν. Τα χέρια της, σκασμένα και άγρια, δουλεύουν με ήρεμες και αποφασιστικές κινήσεις. Τραβά με δύναμη την αγριάδα, προσέχοντας να βγει και η ρίζα μαζί με το φυτό, αλλιώς θα ξαναφουντώσει σύντομα.

Για μια στιγμή μονάχα σταματά και σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο της με το δεξί της χέρι. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Εισπνέει τη μυρωδιά του χώματος και του φρεσκοκομμένου χόρτου και νιώθει να γίνεται ένα μ’ αυτό.

-Ευκαιρία είναι σήμερα, που είναι έτσι μαλακό το έδαφος να ξεπατώσω τα ζιζάνια που θέριεψαν πλάι στις τριανταφυλλίτσες μου, να τις δώσω χώρο, να αναπνεύσουν, να αναπτυχθούν. Έπειτα να σκαλίσω και τα κηπευτικά, να προλάβω προτού ο ήλιος ανέβει ψηλά και μου φέρει ζάλη, σκέφτεται. Το απόγεμα θα κορφολογήσω τα μυριστικά και να μην ξεχάσω να ρίξω λίπασμα στις γαρδένιες, τα φύλλα τους κιτρίνισαν, πόσο ευαίσθητες είναι Χριστέ μου!

Τα ίδια κάθε πρωί. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Μόλις ο ήλιος ξεπροβάλει μέσα απ’ την θάλασσα εκείνη κατεβαίνει τα τέσσερα σκαλοπάτια που οδηγούν στον κήπο και δουλεύει ασταμάτητα. Έχει φτιάξει ένα λιλιπούτειο βασίλειο, έναν μικρό παράδεισο και κατοικεί εκεί.

Η νύχτα καταφθάνει απότομα. Ο ήλιος βιάζεται να κρυφτεί πίσω απ’ το βουνό των Θεών. Στέκεται για μια στιγμή και απολαμβάνει το μεγαλείο του, που μισοκρύβεται στο σκοτάδι. Μαζί με τη νυχτιά καταφθάνει και μια ψύχρα, ένα υγρό κρύο που της τρυπά τα ήδη αλλοιωμένα από τα χρόνια, κόκκαλα. Σφίγγει την φθαρμένη, πλεκτή ζακέτα της γύρω από το λιγνό και κυρτό κορμί της και κατευθύνεται προς το σπίτι, με βήμα αργό, αβέβαιο.

-Πάλι ξέχασα να αγοράσω γάλα. Τώρα τι θα πιω; Το χαμομήλι μου τελείωσε από προχθές. Ξέρω! Θα βάλω μια στάλα κονιάκ, ίσα να ζεσταθώ και ίσως ζαλιστώ και λίγο και καταφέρω απόψε να κοιμηθώ, ποιος ξέρει; Που είσαι Αργύρη να δεις μεγαλεία η Βγενούλα σου, αναφωνεί και χαμογελά πικρά καθώς το υποτιμητικό βλέμμα του συζύγου της έρχεται στο νου. Δεν ήθελες να πίνω αλκοόλ γιατί με ζάλιζε και έκανα μετά χαζομάρες, έχανα τον αυτοέλεγχο μου. Χα!

Βάζει μια γερή δόση στο ποτήρι και το κατεβάζει μονοκοπανιά. Καίγεται το μέσα της. Τα μάτια της δακρύζουν. Τα μάγουλα φουντώνουν, ξαναγίνονται

νεανικά για μια μόνο στιγμή. Προχωρεί με τα μάτια θολά από τα δάκρυα και φτάνει στο μπάνιο. Γυμνώνεται απ’ τα ρούχα και λίγο πριν μπει στο ντους τολμά να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Δεν τρομάζει με αυτό που αντικρίζει, έχει εξοικειωθεί με τον χρόνο που κυλά ασταμάτητα και την μεταμορφώνει. Πιάνει το αδειανό, ξεφούσκωτο στήθος της με τις δυο της παλάμες και το ανασηκώνει ως τη θέση που βρισκόταν κάποτε.

-Θυμάσαι Αργύρη; Κάποτε μου έλεγες πως έχω το πιο όμορφο στήθος του κόσμου! Το χούφτωνες όλο λαχτάρα, το φιλούσες, το ρούφαγες, το δάγκωνες! Και μετά; Τι έγινε μετά και δεν ήθελες πια; Έφταιγε που γέρασε αυτό ή μήπως γέρασες εσύ;

Μπαίνει κάτω από το καυτό νερό και νιώθει σαν να ξεπλένεται όλη η κούραση του κόσμου, παρέα με τον ιδρώτα της. Τυλίγεται με το μπουρνούζι της και προχωρά προς το υπνοδωμάτιο. Ελπίζει ότι σήμερα θα καταφέρει να κοιμηθεί, ήδη τα βλέφαρα της κλείνουν απ’ την νύστα, φορά βιαστικά τη νυχτικιά της και χώνεται κάτω απ τα σκεπάσματα.

Κρυώνει, τα δάχτυλα των ποδιών της είναι ξυλιασμένα και ο Αργύρης δεν είναι εκεί να τα ζεστάνει. Στριφογυρνά ανάμεσα στην κουβέρτα, διπλώνεται σε εμβρυακή στάση και προσπαθεί να μην σκέφτεται παρόλο που γνωρίζει πολύ καλά πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον.

-Τι φταίει και αυτός; Εγώ δεν είμαι που το αποφάσισα; Εγώ δεν έφυγα σαν την τρελή, αφήνοντας πίσω μου μονάχα ένα σημείωμα; Τι φταίω όμως και εγώ; Ένιωθα να πνίγομαι, είχε στερέψει ο αέρας γύρω μου, τα πρέπει της ζωής μου είχαν γίνει μια θηλιά που όλο με έσφιγγε. Έπρεπε να φύγω, δεν είχα άλλη επιλογή.

Από την μέρα ακόμα που τα δυο μου παιδιά άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν για να κυνηγήσουν τα όνειρα τους, ο ένας στην Αμερική, η άλλη στην Κρήτη, κατάλαβα ότι δεν θα άντεχα για πολύ ακόμα να ζω κολλημένη σε μια σχέση γεμάτη με πρέπει και μην, στερημένη από κάθε ίχνος τρυφερότητας.

Μια μικρή, ασήμαντη πρόταση. «Την Κυριακή ο Χατζηλαζάρου παντρεύει την κόρη του. Είμαστε καλεσμένοι και πρέπει οπωσδήποτε να πάμε, του έχουμε υποχρέωση». Αυτή ήταν αρκετή για να πάρω την απόφαση που για καιρό είχε καρφωθεί μέσα μου και μου τρυπούσε τη ψυχή σαν αγκάθι.

Ένα σημείωμα κολλημένο στο ψυγείο. Δεν βρήκα το κουράγιο να το πω, μόνο να το γράψω. «Την Κυριακή θα είμαι στο χωριό γιατί ο κήπος χρειάζεται πότισμα. Πήγαινε στον γάμο μόνος». Έπειτα πήρα μονάχα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έφυγα. Τίποτα άλλο από την μέχρι τότε ζωή μου δεν θα μου χρειαζόταν πια.

«Και άντε εμένα ρε Βγενιώ, εμένα με παρατάς, τα παιδιά όμως; Μπορεί να ζουν μακριά μας, όμως τι θα σκεφτούν για την μάνα τους, δεν σε νοιάζει;» Αυτό βρήκες να μου πεις καημένε μου Αργύρη, όταν ήρθες για μια και μοναδική φορά να με βρεις, εδώ στον κήπο μου, στον παράδεισο μου. Δεν σκέφτηκες όμως πουλάκι μου, δεν είπες, δεν τόλμησες να πεις: «Γύρνα Βγενούλα μου, μου λείπεις, δεν ζω μακριά σου!» Ίσως τότε και να γύρναγα, ποιος ξέρει;

 

 

* H Μένη Σεϊρίδου, γεννήθηκε και ζει στην Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται. Ασχολείται με τη φωτογραφία και τη γραφή μικρών ιστοριών που συνοδεύουν τις φωτογραφίες της. Έχει πάρει μέρος σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ως μέλος του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης. Ένα διήγημα μτης δημοσιεύτηκε σε ιστοσελίδα της Θεσσαλονίκης (Thessaloniki arts and culture).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top