Fractal

Διήγημα: “Ο κάποιος”

Του Χριστόδουλου Δ. Λιτζερίνου // *

 

 

Η κατηγορία ήταν σοβαρή και η αμαρτία του δράστη μεγάλη. Η περιγραφή δε του παραπτώματος δημόσια και υπό το φως πολυελαίων και λοιπών εκκλησιαστικών φωτεινών πηγών, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Παντοκράτορα,  αποτελούσε οιονεί αφορισμό, αν ληφθεί μάλιστα υπόψιν το γεγονός ότι ο παπάς φορούσε το πετραχήλι του, όταν ξεστόμισε το φοβερό:

«Κάποιος έφερε στην εκκλησία νοθευμένο ελαιόλαδο, με αποτέλεσμα να μην ανάβουν τα καντήλια. Παρακαλώ να μην επαναληφθεί !!!»

Η προσεγμένη, όπως βλέπετε, διατύπωση της καταγγελίας από το στόμα του ίδιου του ιερέα του μικρού χωριού, είχε να κάνει περισσότερο με το γεγονός ότι τη στιγμή εκείνη όλα τα καντήλια του ιερού τέμπλου έφεραν, όλα ανεξαιρέτως, πυρφόρες φλόγες ιδιαίτερα ζωηρές,  και όχι με την πρόθεσή του να φανεί συμπονετικός και φιλεύσπλαχνος ποιμένας απέναντι στον δράστη που κατονομάστηκε μόνο ως ο «Κάποιος». Δεν υπήρχε ούτε καν σαν σκέψη η συγχώρεση του «Κάποιου» στο μυαλό του παπά.  Αν τον είχε μπροστά του η τιμωρία θα ήταν εξαντλητική και αρμόζουσα στο μέγεθος της αμαρτίας του. Ούτε τα πατερημά τον έσωζαν, ούτε καμμιά νηστεία. Θα άναβε απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ καντήλια και από μέσα του θα τα αποκαθήλωνε σιωπηρώς, αναθεματίζοντας την ώρα και τη στιγμή που σκέφτηκε να καθαρίσει το βαρέλι από τις μούργες και να τις πάει δωρεά στην εκκλησία. Δεν υπολόγισε καθόλου ότι το φυτίλι έχει μια ιδιαίτερη απέχθεια στα λάδια υψηλών οξυτήτων, στα μουργκισμένα, αλλά και τα ανακατεμένα στο βαρέλι προς επίτευξη υψηλότερου κέρδους ανά τενεκέ.  Η συνεχιζόμενη για έβδομο συναπτό έτος οικονομική κρίση, ουδόλως έπρεπε να αγγίζει την ιερή στιγμή του ανάματος της φλόγας στο καντήλι και φυσικά δεν ενδιέφερε ούτε τον φωτιζόμενο Άγιο, ούτε και τον ιερέα. Η φλόγα έπρεπε να καίει λαμνάτη μπροστά στην εικόνα Του. Δεν ζητούσε άλλωστε ο Άγιος τίποτα περισσότερο από μια φτωχή φλογίτσα και λίγο λάδι, αλλά από το καλό. Όχι, όχι … δεν μπορούσαν εδώ να σταθούν δικαιολογίες οικονομικής χροιάς και φύσεως που ταπείνωναν σε ευτελιστικό επίπεδο την ιερότητα της στιγμής. Τι άξια είχε ένα κιλό λαδάκι; Τέσσερα ευρώ θα απαντούσε ευθαρσώς ένας αγρότης του χωριού, από τα οποία τα δυο είναι έξοδα και το ένα προσωπικός κάματος και ιδρώτας δουλειάς και αγωνίας. Τουτέστιν ένα ευρώ κέρδος, το οποίο μπορεί να γεννήσει μεγαλύτερη αξία μόνο αν το φετινό ελαιόλαδο το αναμίξουμε με περσυνό ή και προπέρσινο, ή λάδι από πεσμένες ελίτσες για καιρό στο χώμα. Θα ανέβει λίγο η οξύτητα, αλλά πόσα υποψιασμένα λαρύγγια να υπάρχουν στην χώρα που θα το καταλάβουν; Ελάχιστα, θα μας απαντούσε ο ίδιος αγρότης, ο οποίος μπορούσε κάλλιστα να είναι και ο Κάποιος. Ωραία ας το αναμίξουμε, αλλά δεν χρειάζεται να το πάμε και στην εκκλησιά. Το καντήλι δεν πρόκειται να κάνει το θαύμα του και τη μούργα να την κάνει έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, θα έλεγε ένας άλλος αθεόφοβος. Στην προκλητική αδιαφορία όμως, έως έναν βαθμό του καντηλιού, αλλά και του ιδίου του Αγίου να κάνει τη μούργα λάδι, ελάχιστοι επικεντρώθηκαν, ίσως και κανένας. Το μυαλό του Κάποιου δεν μπορούμε ακόμη να το εξερευνήσουμε, διότι δεν τον γνωρίζουμε. Ακόμη κι αν τον γνωρίζαμε, πόσο εύκολα θα ήταν να αναγνώσουμε τις σελίδες του και να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα;

Ο ιερέας όμως, τη στιγμή που ξεστόμιζε την καταγγελία, παρότι αναφέρονταν, σε Κάποιον, δηλαδή, πέρα από κάθε αμφιβολία, σε δράστη αρσενικού γένους, τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο αριστερό κλίτος της Βασιλικής, εκεί όπου είθισται να συχνάζουν, να προσεύχονται και να κουτσομπολεύουν οι θηλυκές υπάρξεις του χωριού.  Υπόνοιες αλληθωρισμού δεν διατυπώθηκαν ποτέ για τον ιερέα, ούτε φυσικά άλλου είδους πονηρές σκέψεις πέρασαν από τα μυαλά των πιστών και τα τραπεζάκια των καφενείων. Το επίμονο όμως βλέμμα του στο αριστερό κλίτος, δεν πέρασε απαρατήρητο. Ίσως ο ιερέας υποπτεύονταν κάποια γυναίκα, αλλά ήθελε να της δώσει μια ευκαιρία για να επανορθώσει, αποπροσανατολίζοντας το υπόλοιπο ποίμνιο, ώστε να μην την στοχοποιήσει στα μάτια των συχωριανών της. Ναι … αυτό μάλλον ήταν, αποφάνθηκαν οι αρσενικοί στο καφενείο και καρφώθηκαν στην Αθλητική Κυριακή για να μη πονοκεφαλιάσουν και πάλι με τις Κυριακάτικες παραξενιές του παπά τους. Έως την επομένη Κυριακή. Τα θηλυκά του χωριού όμως δεν θα άφηναν με τίποτα ένα τέτοιο θέμα ασχολίαστο. Η καθεμιά τους έφτιαξε τουλάχιστον τέσσερεις ύποπτες και τις διασταύρωσε με τις τέσσερεις ύποπτες της γειτόνισσας για να βγάλουν άκρη, ώσπου μέρα με τη μέρα άρχισαν να ανακαλύπτουν πως όλες είναι ύποπτες και όλες σχεδόν είχαν το απαιτούμενο κίνητρο για να διαπράξουν το αμάρτημα: δεν μπορούσαν να βάζουν κάθε Κυριακή τα φορέματα που ήθελαν, διότι στα μάτια του παπά ήταν αρκούντως σκανδαλιστικά, εφόσον έφεραν τιράντες, γιρλάντες, κοψίματα στο μέσον του στήθους ή αραχνοΰφαντα συμπληρώματα και στενές εφαρμογές. Ακόμη και μερικές γραίες θεωρήθηκαν ύποπτες, διότι τόλμησαν να βγάλουν τη μαύρη περιβολή, μετά το ξεπαράχωμα του μακαρίτη απεκεί που άραζε την αρίδα του ξάπλα ανάσκελα και το επακόλουθο στρίμωγμά του σε ένα τσίγκινο κουτάκι, προς οικονομία χώρου στο κοιμητήριο.

Η οικονομία επίσης που κυνηγάει τον άνθρωπο και δεν τον αφήνει ούτε στον θάνατο να ξεκουραστεί, ξανά μπροστά μας, επ΄ευκαιρία της αμαρτίας Κάποιου ζώντος αυτή τη φορά. Τα θηλυκά μυαλά λοιπόν το γύρισαν στην οικονομική κρίση για να γλιτώσουν από τις ενοχές τους και έβαλαν στο στόχαστρο του πρωινού τους καφέ, μόνο τις φτωχές. Έτσι σιγά σιγά περιορίστηκε ο κύκλος των υπόπτων γυναικών, αφού η αρχική υποψία τους έγινε βεβαιότητα πλέον. Δεν ήταν Κάποιος ο δράστης, αλλά Κάποια. Τα μάτια του παπά μίλησαν. Απέμενε μόνο στις γυναίκες να τη βρουν.

Πρώτη και καλύτερη η Ασπασία βάλθηκε να γίνει Πουαρό και να ανακαλύψει την αθεόφοβη που αμάρτησε. Ήταν χήρα και παρότι πέρασαν πολλά χρόνια απ΄όταν στρίμωξε τον μακαρίτη της στο κουτί, δεν διανοήθηκε ποτέ να βγάλει τα μαύρα, τόσο διότι δεν της το επέτρεπε η κοινωνική της θέση – ο μακαρίτης διετέλεσε επί χρόνια Επίτροπος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και Πρόεδρος της Κοινότητος και του Ελαιοκομικού Συνεταιρισμού – αλλά και η θρησκευτική της παιδεία. Είχε τις περισσότερες ώρες παρουσίας στο αριστερό κλίτος της Βασιλικής από οποιαδήποτε άλλη, σκυφτή όταν περνούσε ο παπάς και ευθυτενής όταν έμπαιναν ξένοι στην εκκλησία. Ο γιός της, αξιωματικός σε ποντοπόρα πλοία, της κουβάλησε προσφάτως μια νύφη από τα ξένα που την μισοδέχτηκε, χωρίς να μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Αστεφάνωτη όμως η αλόγα. Έτσι την αποκαλούσε στις φιλενάδες της, λόγω του νταρντανέ παρουσιαστικού της, μιας δεν μπορούσε να συγκρατήσει το ξενικό της όνομα. Ο παπάς της είπε να κάνει υπομονή στο εξομολογητήριο, μήπως και αποφασίσει και ξεκουμπιστεί και βρει ο γιός της μια καλή γυναίκα να της κάνει και εγγόνια. Εγγόνια από την αλόγα, το ξεκαθάρισε στον παπά, δεν ήθελε, αλλά εκείνος δεν πήρε ποτέ θέση στο φλέγον ζήτημα, διότι δεν ήθελε και πολλά πάρε δώσε με καθολικούς.

Η νύφη όμως, όχι μόνο δεν είχε σκοπό να ξεκουμπιστεί αλλά θρονιάστηκε στο σπίτι όταν μπάρκαρε ο καλός της για ταξίδι. Έτσι έμειναν δυο γυναίκες μόνες τους να τον περιμένουν, χωρίς να μιλούν την ίδια γλώσσα. Μαρτύριο για την Ασπασία, την ώρα που ο παπάς συνιστούσε εγκράτεια και υπομονή. Το μαρτύριο βέβαια, συνεπικουρούμενο από εγκράτεια και υπομονή έχει οδηγήσει ανθρώπους να γίνουν εικόνισμα,  να καίνε για πάρτη τους καντήλια και να χτυπάνε καμπάνες χαρμόσυνα. Όλα αυτά τα έβαζε στο μυαλό της η Ασπασία και τα είχε ως ενδεχόμενο στο υποσυνείδητο, κάθε φορά όμως που αυτό δεν καθόταν ήσυχο και πετάγονταν σαν τον φάντη μπαστούνι μπροστά της, έπιανε τα σταυροκοπήματα, τις γονυκλισίες  και τις εξομολογήσεις. Εε όχι να την κάνει και Αγία η αλόγα η νύφη της, μεγάλη βλασφημία. Συνέρχονταν γρήγορα είναι αλήθεια η χήρα.

Επικέντρωσε λοιπόν τις υποψίες της σε μια γυναίκα του χωριού την ώρα που έπλεκε τσιγγελάκι και παράλληλα κοίταζε πάνω από τα ματογυάλια της τη νύφη στον καναπέ να προσπαθεί να βολέψει τα μπούτια της. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και διάβαζε ένα περιοδικό μόδας,  ενώ τα βυζιά της στέναζαν μέσα στο στενό σουτιέν. Η Ασπασία σκέφτηκε ότι με τόσα τσιγάρα που καπνίζει, σε λίγο η φωνή της θα είναι χειρότερη και από τη φωνή των εργατών στα λιμάνια. Τόση τσιγαροβραχνάδα δεν είχε συναντήσει σε γυναίκα. Αλλά τί να της πεί; Σε ποια γλώσσα; Δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Το τηγάνι το έπαιζε στα δάχτυλα η νύφη, οπότε όταν κλείνονταν στην κουζίνα εκείνη εύρισκε ευκαιρία και έκανε τις προσευχές της, να βάλει ο Θεός το χέρι του να την ξεφορτωθεί και να βρει ο γιός της μια γυναίκα της προκοπής.

Η Χάϊδω, αυτή η πονηρή γραία πήγε τις μούργες στην εκκλησία κατέληξε, την ώρα που άκουγε τη βραχνή φωνή της νύφης να τραγουδά ένα ξένο τραγούδι στην κουζίνα. Ευτυχώς δεν τραγουδούσε στο μπάνιο γιατί δεν θα το άντεχε η χήρα. Συνέχεια μπανιαρίζονταν. Αν ξεπόρτιζε θα έλεγε ότι είναι και πεταχτούλα, αλλά εκείνη δεν το κουνούσε ρούπι από το σπίτι. Ακόμη και για τα τσιγάρα της πήγαινε η Ασπασία. Ήταν τουλάχιστον πιστή στον γιό της και τον περίμενε.

Αυτή δεν έχει ελιές και μαζεύει το λάδι του σπιτιού της από μπορμπολογήματα στα ξένα λιόδεντρα. Έβλεπε σιγά σιγά να ξετυλίγεται το κουβάρι της αμαρτίας. Μπορεί και να μην τον έκανε επίτηδες, είπαν οι γειτόνισσες στον καφέ, καθώς λοξοκοιτούσαν τη νύφη που χτενίζονταν στον καθρέφτη του χωλ. Μπορεί το λάδι να μην ήταν μούργα, αλλά υψηλών οξυτήτων λόγω της κακής ποιότητας των καρπών, που επίσης δεν έχει καλή σχέση με το φυτίλι και να μην ήξερε η δόλια η γυναίκα, συμβούλευσαν οι άλλες.

Μη κρίνεις τους ανθρώπους Ασπασία, αν δεν είσαι σίγουρη, προέτρεψε ο παπάς. Είναι φτωχή και δεν έφερε ποτέ λάδι στην εκκλησία η γυναίκα. Η εκκλησία της έδωσε λάδι να φάει. Φαρμακώθηκε η Ασπασία και ζήτησε συγχώρεση από τον παπά για την αμαρτία της. Να κάνεις μια καλή πράξη για την αμαρτία σου, τη συμβούλευσε εκείνος και ο Θεός θα στην ξεπληρώσει στο διπλό. Πήρε την ευλογία του και έφυγε, αφού κατανόησε τα ξυραφένια σύνορα της γλώσσας και της αμαρτίας.

Η νύφη έβαφε τα χείλια της, όταν μπήκε στο σπίτι η Ασπασία και, έβαζε πούδρες στο πρόσωπό της. Τόσα πολλά φτιασιδώματα κάθε μέρα δεν μπορούσε να τα καταλάβει η Ασπασία σε μια γυναίκα που δεν το κουνούσε από τον καναπέ. Την αυταρέσκεια δεν την θέλει ο Θεός ήθελε να της πει, αλλά σε ποια γλώσσα η έρμη;  Την προσπέρασε και κατέβηκε στο κελάρι. Γέμισε έναν τενεκέ λάδι και βγήκε στον δρόμο. Τράβηξε για το σπίτι της Χάιδως που της φίλησε το χέρι όταν πήρε το δώρο της. Η αμαρτία ξεπλύθηκε στο πιτς φυτίλι καντηλιού και έτσι ανάλαφρη και ξένοιαστη μπήκε στην κουζίνα της. Η νύφη είχε πλάσει τον κιμά και είχε τοποθετήσει τους κεφτέδες στη σειρά έτοιμους  για το τηγάνι. Τράβηξε η Ασπασία τον τενεκέ κάτω από το ντουλάπι της κουζίνας και της φάνηκε βαρύς. Άνοιξε το καπάκι και άρχισε να τρέχει αλλόφρων στο σπίτι φωνάζοντας «θαύμα, θαύμα…»  Έτρεχε γύρω από τον καναπέ και η νύφη στραβολαίμιαζε καθώς προσπαθούσε να προλάβει την ακατανόητη τρεχάλα της. Στο τέλος σταμάτησε και της έριξε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Ύστερα σκούπισε τα χείλια της που γέμισαν μεικ απ, πούδρες και αρώματα. Οι γειτόνισσες άκουσαν και πληροφορήθηκαν για το θαύμα του τενεκέ από τον οποίο έβαζε κάθε μέρα λάδι στο τηγάνι η νύφη της κι εκείνος παρέμενε γεμάτος, χωρίς να κατέβει ούτε μια φορά στο κελάρι. Η νύφη δεν ήξερε ούτε πού πέφτει το κελάρι. Δεν γνώριζε άλλο σημείο του σπιτιού, πέρα από τον καναπέ και το μπάνιο. Ο παπάς όταν ρωτήθηκε επιβεβαίωσε το θαύμα.

Αξιώθηκες από τον Θεό για την προσφορά στη φτωχή Χάιδω και της υπενθύμισε ότι άδικα την υποπτεύθηκε, ενώ ο Κάποιος δράστης της δολιοφθοράς των καντηλιών παρέμενε άγνωστος. Το θαυματουργό λάδι ζήτησε να το αφιερώσει στους Αγίους της εκκλησίας για να καίνε αενάως τα καντήλια τους. Έδωσε στον παπά τον τενεκέ, του φίλησε το χέρι και πήρε την ευλογία του. Εκείνος το έβαλε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, διάβασε μια ευχή, το σταύρωσε και ύστερα γέμισε το μπουκάλι για τα καντήλια. Το μοίρασε ίσα σε όλους τους Αγίους του τέμπλου, πήρε ένα κερί από το μανουάλι και έκαψε το φυτίλι. Εκείνο δυσανασχέτησε στην αρχή, ύστερα άναψε για λίγο και μετά έσβησε με μια τσιριχτή φωνούλα. Δοκίμασε σε όλα τα καντήλια και παντού. Η ίδια αδυναμία καύσης. Κοίταξε την Ασπασία καχύποπτα κι εκείνη κόντεψε να λιποθυμήσει.

Την ώρα που έμπαινε φουριόζα στο σπίτι η Ασπασία, η νύφη είχε ξεμπερδέψει με τους κεφτέδες και άδειαζε το καμένο λάδι στον τενεκέ με το καλό λάδι. Η θαυματουργή πλήρωση των τενεκέδων, γούρλωσε τα μάτια όταν άκουσε την πεθερά της να φωνάζει μια γνώριμη σε κείνη λέξη:

«Πουτάναααα» ορμώντας εναντίον της με εμφανή την πρόθεση να την πιάσει από τα μαλλιά. Έκανε ένα βήμα πίσω εκείνη όσο για να ανασυνταχθεί και να της κάτσει ένα περιποιημένο κροσέ στο αριστερό μάτι, το οποίο ώθησε τα καντήλια να τρεμοσβήνουν και τους Αγίους να χορεύουν καρσιλαμά τριγύρω από το κεφάλι της χήρας σε τσακίρ κέφι.  Αγγελούδια από τη μια, διαβόλια από την άλλη την τραβολογούσαν. Θόλωσαν στα μάτια της οι πύλες του παραδείσου και της κολάσεως, ενώ από πάνω της θεόρατος άγγελος με μαύρα μακριά μαλλιά τρέσες, ζουμερά κόκκινα χείλη – σα να τα τσίμπησε μέλισσα – και βυζιά έτοιμα να σκάσουν, την έκανε να λιποθυμήσει δυο τρείς φορές απανωτά. Δεν μπορούσε να πιστέψει στον εκφυλισμό των αγγέλων, ώσπου μια κανάτα κρύο νερό την επανέφερε στη γη και στην κουζίνα της. Την περιποιήθηκε η νύφη, της είπε κάτι σαν σκούζι μάμα, εκείνη κατάλαβε ότι η μάνα σκούζει, λες και δεν το ξερε, κατάφερε να στυλωθεί στα πόδια της, έπιασε το τηλέφωνο στα χέρια και εξιστόρησε στον καπετάνιο γιατί σκούζει η μάνα του στο σπίτι. Εκείνος με τη σειρά του διασταύρωσε τα γεγονότα με την καλή του που κλείστηκε στην τουαλέτα για ώρες, τα λεγαν και γελούσαν.

Ώσπου να ξεπρηστεί το μάτι, η Ασπασία καθόταν σπίτι και δεν ξεμυτούσε ούτε για καφέ στις γειτόνισσες. Οι δυο γυναίκες καθόταν σε διαφορετικά σημεία του σπιτιού χωρίς να ανταλλάσσουν βλέμματα για μέρες. Όταν η νύφη ερχόταν στον καναπέ εκείνη πήγαινε στην κουζίνα και το ανάποδο. Οι φίλες έφερναν κανα πιάτο φαγητό που το παιρνε η νύφη στην εξώπορτα και το εξαφάνιζε εν ριπή οφθαλμού. Μόνο όταν τέλειωναν τα τσιγάρα της στολίζονταν, αρωματίζονταν και πετάγονταν μέχρι το περίπτερο, πάντα Κυριακή, δημιουργώντας μια μικρή αναταραχή στον πληθυσμό του χωριού, αρσενικό και θηλυκό.

Ο ιερέας κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους στις εκτιμήσεις των θαυμάτων διότι οδηγούσαν το ποίμνιο στην αντίπερα όχθη από τη μια στιγμή στην άλλη. Όταν μάλιστα η ζωή ζωγράφιζε πικάντικες πινελιές, οι άνθρωποι ξεχνούσαν την υποθήκη στον φόβο και ξεθάρρευαν, τόσο που μετά γίνονταν δύσκολο το έργο του να μαζέψει τα πρόβατα στο μαντρί.  Καταπιάστηκε λοιπόν να τους βγάλει από το μυαλό τον Κάποιο που νόθευσε το λάδι των καντηλιών και επικεντρώθηκε στον διάβολο που εγκαταστάθηκε στο χωριό και έπαιζε ύπουλο παιχνίδι. Τόσο ύπουλο που κατάφερε να κάνει ακόμη και την Ασπασία να αμαρτήσει αλλά και να μουγγαθεί.

Η Ασπασία λοιπόν μετά από εγκλεισμό μερικών εβδομάδων και ύστερα από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα των φιλενάδων της, κατόπιν προτροπής του παπά, αναγκάσθηκε να δεχθεί δυο από αυτές στο σπίτι της για καφέ. Το μάτι της με τις κομπρέσες χαμομηλιού είχε ξεπρηστεί και τίποτα πάνω της δεν μαρτυρούσε το δεξί κροσέ της νύφης. Μόνο ότι είχε γίνει κάτισχνη από την καθημερινή αναγκαστική νηστεία. Φρόντισε να μην επεκταθεί στα συμβάντα εκείνης της μέρας, παρότι τσιγκλήθηκε ουκ ολίγες φορές από τις φιλενάδες της. Η νύφη είχε κλειστεί στην κουζίνα με τα περιοδικά της και οι γυναίκες μιλούσαν συνωμοτικά μην τις ακούσει. Σε κάθε κουβέντα που έλεγαν, το μάτι της Ασπασίας πετάριζε στην κουζίνα φοβισμένο. Τις φανέρωσε μόνο ότι πήρε ραπόρτο από τον γιό της πως έρχεται από τα καράβια την άλλη εβδομάδα. Μάλλον χωρίζουν, τις είπε στο αφτί και ένα τόσο δα χαμογελάκι φύτρωσε στα χείλη της. Δεν δέχθηκε να πούνε το φλιτζάνι όπως άλλες φορές και σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Τη βασάνιζαν τα ουρολογικά της. Δεν πρόλαβε να πάει και γύρισε πίσω. Στάθηκε στα κεφάλια τους και τις κοίταζε σα χαμένη. Δεν μιλούσε μόνο κοίταζε, όχι κάτι συγκεκριμένο, κοίταζε στα χαμένα και έτρεμε σα να είδε κάποιον Άγιο ή τον ίδιο τον βελζεβούλη. Παντού μπορεί κανείς να τους δει αυτούς άλλωστε. Δεν ξαναμίλησε από τότε. Ούτε όταν ήρθε ο γιός της να πάρει την αλόγα του. Ούτε όταν την έβαλε ο παπάς με το ζόρι κάτω από το πετραχήλι του και την ξόρκισε να μιλήσει. Τσιμουδιά. Μόνο κοίταζε η Ασπασία και όταν έφυγε η νύφη χαμογελούσε. Χαμογελούσε στον καθένα που της έλεγε καλημέρα στον δρόμο, χαμογελούσε όταν έπαιρνε την Κοινωνία στην Ωραία Πύλη, χαμογελούσε όταν έπλεκε, χαμογελούσε όταν έβαζε λάδι στα καντήλια και τα άναβε, χαμογελούσε όταν τάιζε τις γάτες της. Στο χωριό κάθε φορά που έβλεπαν την χαμογελαστή Ασπασία θυμόταν την υποθήκη και μαζεύονταν λίγο. Τα καντήλια δεν έσβησαν ποτέ ξανά.

Μετά από χρόνια, η Ασπασία έπεσε στο κρεβάτι. Έκανε νόημα στις φιλενάδες να φέρουν τον παπά να τη μεταλάβει. Εκείνος έτρεξε στο σπίτι και κλείστηκε μαζί της στο δωμάτιο. Δεν πρόλαβε να φορέσει το πετραχήλι ούτε να ξεσκεπάσει το Δισκοπότηρο και η Ασπασία τον έπιασε με δύναμη από το ράσο και τον έφερε σιμά της.

Παπά μου είχε ένα πουλί μεγαλύτερο από του μακαρίτη μου η διαόλισα, του είπε στο αφτί και ξεψύχησε.

 

* * * * * *

 

 

* O Χριστόδουλος Δ. Λιτζερίνος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ, δικηγορεί, γράφει και οινοποιεί στη Χαλκιδική. Από τις εκδόσεις Ανάτυπο κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του «Τα χαρτόκουτα δεν έχουν φινιστρίνια» και συμμετέχει με βραβευμένα διηγήματα και ποιήματά του στα συλλογικά έργα «Παράξενες Μέρες στη Θεσσαλονίκη» , «Μικρές Επαναστάσεις» και «Παράξενοι Έρωτες» των εκδόσεων Παράξενες Μέρες. Διατηρεί τη λογοτεχνική σελίδα http://toalfatoukentaurou.bolgspot.com όπου δημοσιεύει διηγήματα, ποιήματά του και κριτική βιβλίου. Διηγήματά του έχουν διακριθεί και δημοσιευτεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικά και νομικά περιοδικά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top