Fractal

Διήγημα: “Ο καπνισμένος πατέρας”

Της Λένας Κορομηλά // *

 

f10

 

Όταν ο πατέρας μου ήταν δέκα χρονών, λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήξερε πολύ καλά και όχι με κάποιον αόριστο τρόπο, ότι, όπως και ο πατέρας του, θα γινόταν καπνέμπορος. Τον έβλεπε να γυρίζει στο σπίτι αργά το βράδυ κατάκοπος, όχι όμως από κάποια ταβέρνα όπως οι πατεράδες άλλων παιδιών, που μύριζαν κιόλας κρασί ή ούζο. Ο πατέρας του μύριζε καπνό. Από την κορφή ως τα νύχια. Έχωνε την μύτη του στην χλαίνη, στον γιακά και στα γένια του, κι εκείνη η καπνίλα τον έκανε να αισθάνεται υπέροχα, -όπως θα αισθανόμουν κι εγώ αργότερα με τον εξίσου καπνισμένο πατέρα μου- καθώς τον διαπερνούσε σε όλο του το είναι και πήγαινε στο κρεβάτι ευτυχισμένος και γεμάτος θαυμασμό, για τον ψηλό άντρα που γύρισε από τον πόλεμο ίδιος κι απαράλλαχτος όπως είχε φύγει. αλώβητος και περήφανος. Δεν χρειάστηκε να ψάξει για δουλειά, η δουλειά ήταν εκεί και τον περίμενε. Θα συνέχιζε να αγοράζει καπνά για την σουηδική καπνοβιομηχανία Έρικσον και αργότερα για την Κεράνης, αυτό δηλαδή που έκανε και πριν από τον πόλεμο, αυτό που έκαναν όλοι οι άντρες στην οικογένεια, αρχής γενομένης από τον προπάππου μου, κι ας είχαν κι ίδιοι χωράφια για να καλλιεργούν καπνά. Ο προπάππος μου λοιπόν, κάποια στιγμή, πούλησε την γη και ανέλαβε, μόλις του το πρότειναν, την αντιπροσωπεία της σουηδικής εταιρείας. Και φυσικά κανείς, ούτε αυτός ούτε οι επίγονοι, το μετάνιωσαν.

Η ζωή στην ύπαιθρο εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ σκληρή. Τρακτέρ ή άλλα μηχανήματα που θα ελάφρυναν τον καθημερινό μόχθο, δεν υπήρχαν. Οι αγρότες, αφού θα έσπερναν τους μικροσκοπικούς σπόρους καπνού το φθινόπωρο σε αράδες-φυτώρια, τους χασλαμάδες, θα τα ράντιζαν, θα τα πότιζαν, θα τα καθάριζαν από τις αγριάδες, και όταν θα μεγάλωναν δυο με τρεις πόντους, θα τα μεταφύτευαν την άνοιξη στο χωράφι ρίζα-ρίζα. Κι ύστερα, αφού ο καπνός, με την ίδια πάντα περιποίηση, θα έφτανε περί τα μέσα Ιουνίου το ενάμισι μέτρο, θα ξυπνούσαν από τα άγρια χαράματα – γιατί δεν έπρεπε να δει τα κομμένα ο καυτός ήλιος – και θα τα μάζευαν, από τα ροζ ανθάκια τους και κάτω, φύλλο-φύλλο. Θα τα περνούσαν σε βελόνες και μετά θα ξεραίνονταν στον ήλιο αποκτώντας το υγιές ερυθροκίτρινο χρώμα, θα τα παστάλιαζαν σε δεμάτια που έμοιαζαν με κυψέλη ώσπου να περάσει ο έμπορας να τα αξιολογήσει και να δώσει τιμή. Η τιμή της οκάς ήταν ανάλογη με την ποιότητα, δηλαδή, το πάχος, την ελαστικότητα, την υφή και το χρώμα του καπνόφυλλου, ώστε να επιτευχθεί άριστη γεύση και άρωμα. Για μια τέτοια αξιολόγηση έφυγε ο παππούς μου μία ημέρα και δεν ξαναγύρισε. Ο πατέρας μου ήταν δεν ήταν δεκαεφτά, όταν, δύο μέρες μετά, τον κάλεσαν στην αστυνομία. «Πρέπει να πας στα Σέρρας να παραλάβεις τον πατέρα σου», του είπε ο αστυνόμος χωρίς πολλούς προλόγους. Σάστισε. «Ποιόν πατέρα μου», ρώτησε αφελώς. Έπειτα, αυτό το οδυνηρό περιστατικό θα το επικαλούνταν πολύ συχνά, όταν θα ήθελε να μας υποδείξει να είμαστε ώριμοι και ψημένοι, έτοιμοι για τον στίβο της ζωής. «Εγώ στην ηλικία σας τον μακαρίτη τον παππού σας τον κουβάλησα από τα Σέρρας μόνος μου στο χωριό», συνήθιζε να λέει σε μένα και στον αδελφό μου, χωρίς όμως να επεκτείνεται σε άλλες λεπτομέρειες.

Το σπίτι μας ήταν ένα παλιό τούρκικο πέτρινο σπίτι με ντουβάρια ενάμισι μέτρο πάχος, που του πούλησε ένας Τούρκος όταν έφυγε με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, μετά τους βαλκανικούς. Περιβαλλόταν από μια τεράστια αυλή με δυο πλατάνια, έναν λαχανόκηπο που καλλιεργούσε η γιαγιά μου η Λένκα και ένα πανέμορφο μπαξεδάκι με εκατόφυλλα ρόδα, πασχαλιές, γλυτσίνες και άνθος της νύφης. Μοσχοβολούσε ο τόπος και ειδικά τον Μάη, λίγο μετά το Πάσχα, το δυνατό τους άρωμα εισχωρούσε από τα ανοιχτά παράθυρα κι έφτανε μέχρι την κρεβατοκάμαρά μου. Αν όμως κάποιος με ρωτούσε, θα του έλεγα, πως χίλιες φορές προτιμούσα την καπνίλα που ανάδυε ο πατέρας μου.

Εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι στο χωριό γλεντούσαν κι ας ήταν φτωχοί αγρότες που δούλευαν από το πρωί ως το σούρουπο. Υπήρχαν πέντε αίθουσες χορού, και άλλα τόσα εξοχικά κέντρα, με ορχήστρα, όπου πήγαιναν να χορέψουν. Ο πατέρας με την μητέρα διασκέδαζαν αρκετά συχνά, ιδίως τα καλοκαίρια που δεν ήταν αναγκασμένος να τρέχει στα χωριά για να αγοράζει καπνά. Αυτό, απ’ ότι θυμάμαι, γινόταν από τον Νοέμβριο ως και τον Μάρτιο, ενώ τους υπόλοιπους μήνες ασχολούνταν κυρίως με γραφική δουλειά. Αλλά και για χορό να μην πήγαιναν, οι γονείς μου έβγαιναν σχεδόν κάθε βράδυ για τσίπουρο και μεζεδάκι (δύο αντζούγιες, τρεις ελιές και δύο τσούσκες), ή γλυκό (τουλούμπα ή μπαμπά) και, υπό τους ήχους του τζουκ μποξ, χάζευαν τον κόσμο που πήγαινε κι ερχόταν άπειρες φορές, στον ίδιο πάντα δρόμο μπροστά από τα ταβερνάκια και τα ζαχαροπλαστεία, κάνοντας βόλτα. Ήταν αγαπημένοι, ποτέ δεν τους άκουσα να μαλώνουν, εκτός από μια φορά που ξύπνησα και είδα την μητέρα μου μαραμένη, ξάπλα στο ντιβάνι της κουζίνας και τα πλούσια, μαύρα και κυματιστά μαλλιά της μούσκεμα από τα δάκρυα. Δεν έμαθα ποτέ τι έφταιξε για εκείνο το κλάμα.

Ο πατέρας μου σπάνια αναφερόταν στον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Μόνο μια φορά, όταν ο άνδρας μου ήρθε να με ζητήσει, αυτός που ήταν συνήθως λιγομίλητος, χωμένος στην εφημερίδα Μακεδονία και στις τολίπες του τσιγάρου του, μάρκας Άρωμα, άρχισε να του εξιστορεί με λεπτομέρεια τα του θανάτου του πατέρα του. Ο παππούς, τελικά, είχε φύγει από συγκοπή.

Γενικώς ζούσαμε καλά, χωρίς πολλές στερήσεις. Η μητέρα μου ήξερε να ράβει – πάντα ήμουν η πιο καλοντυμένη και αισθανόμουν μάλιστα και μια υπεροχή έναντι των συμμαθητριών μου, πιστεύοντας ότι δήθεν είμαι ανώτερή τους-. βέβαια, θα είμασταν ακόμη πιο άνετα, αν η μητέρα δεν αναγκαζόταν να δώσει όλες τις λίρες που τους άφησε ο παππούς στους δικηγόρους και στους αστυνόμους, όταν τον πατέρα τον φυλάκισαν λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Τότε άσπρισαν και τα μαλλιά του. Κάποια μέρα, όταν πια είχε πεθάνει η μητέρα μου και εκείνος τα κουτσοβόλευε μόνος στο χωριό, ήρθαμε από την Θεσσαλονίκη όπου ζούσαμε με τον άνδρα μου να τον πάρουμε μαζί μας. Ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Ο λόγος; Το σπίτι του άνδρα μου στο οποίο μέναμε μετά τον γάμο μας, ήταν δίπλα στις αποτρόπαιες φυλακές του Γεντί Κουλέ.

Κάθε φορά που γυρίζω στο πατρικό μου σπίτι – και αυτό, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται όλο και πιο σπάνια- βλέπω τα ψηλά χόρτα να έχουν πνίξει το μυροφόρο μπαξεδάκι. Η γλυτσίνα γέρικη και κατάξερη, τα εκατόφυλλα εξαφανισμένα, το άνθος της νύφης ένα μάτσο ξερές βέργες. Βάζω το κλειδί και ανοίγω την αραχνιασμένη πόρτα.

Η πόρτα τρίζει σαν πλάκα τάφου, η καπνίλα όμως είναι ακόμη εκεί.

 

 

 

 

* Η Λένα Κορομηλά γεννήθηκε στις Σέρρες. Παλαιογράφος, συγγραφέας και επιμελητής ιστορικών κειμένων. Δημοσιεύματα- Παλαιογραφικά: – «ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ (A.E.Π.) -ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΑ», 13 τόμ., ( Βουλή των Ελλήνων, 2014). – «Ανθολόγιο – Α.Ε.Π.», (Βουλή των Ελλήνων, 2000). – «Δύο χειρόγραφοι ελληνικοί πορτολάνοι-Οι Kώδικες της Β. Βουλής και της Δ. Β. της Ζαγοράς », (ΜΙΕΤ, 2003).  Λογοτεχνικά: * «Πιτυοκάμπη»: Εκδ. δίγαμμα, 2014. * «Η κούκλα του Σταθμάρχη»: «The Book’s Journal», 2014. * «Γράμμα στη Μητέρα»: «BOOKPRESS», 2013. * «Η Ματσόλα»: Πατάκης, 2012

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top