Fractal

Αν όχι αλληγορία, τι;

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

Δημήτρης Σωτάκης «Ο Κανίβαλος που Έφαγε Έναν Ρουμάνο», εκδόσεις Κέδρος

 

Ο Ζερίν* είναι καλοστεκούμενος σαραντάρης που ζει σε τουριστική παραθαλάσσια πόλη και περνάει τον καιρό του σαν κληρονόμος μιας περιουσίας που του δίνει τη δυνατότητα να κάνει τρυφηλή ζωή ανεπηρέαστη από ό,τι κι αν συμβαίνει στον κοντινό και μακρινό του περίγυρο. Ο άντρας έχει από χρόνια μια αδυναμία που κάμποσοι συμπολίτες του ξέρουν και τον τροφοδοτούν με πληροφορίες που εικάζουν ότι θα του είναι χρήσιμες. Αγαπάει εμμονικά τη Ρουμανία και οτιδήποτε ρουμάνικο κι ας μην έχει πάει ποτέ και δεν γνωρίζει τη γλώσσα.

Για κάποιο λόγο που ούτε εμείς τον πληροφορούμαστε ούτε κι αυτόν τον απασχολεί, ο Ζερίν ζει για την ώρα και τη στιγμή που θα γνωρίσει έναν Ρουμάνο. Τον περιμένει στωικά να έρθει σ΄ αυτόν σαν να τον στέλνει η μοίρα, ο ίδιος δεν κάνει το πιο απλό που μας περνάει από τον νου, να βγάλει ένα εισιτήριο και να πάει στο Βουκουρέστι ή όποια άλλη πόλη του κάνει κέφι και να γνωρίσει όσους Ρουμάνους τραβάει η ψυχή του.

Μα να που η στιγμή έρχεται και είναι τόσο γενναιόδωρη! Ο Ζερίν γνωρίζει μια ολόκληρη οικογένεια. Μια οικογένεια Ρουμάνων που έχουν έρθει ως μετανάστες στη χώρα του και είναι ένα αληθινό θαύμα αποτελούμενο από δυο ευγενικούς, καλλιεργημένους, νέους γονείς, τον Φλάβιου και την Ιονέλα και δυο υπέροχα παιδάκια προσχολικής ηλικίας, τον Ίλια και την Άννα. Φυσικά ο Ζερίν ενθουσιάζεται. Και το δείχνει. Και επίσης τρελαίνεται. Αυτό δεν το δείχνει. Kι εκείνοι ενθουσιάζονται μαζί του. Τα παιδιά πρώτα με μια συγκλονιστική αθωότητα που ο συγγραφέας αφήνει να ποτίζει την αφήγηση, οι γονείς ύστερα. Είναι επιφυλακτικοί στην αρχή-λογικό για ανθρώπους μόνους, στριμωγμένους οικονομικά σε μια ξένη χώρα-μα ενδίδουν τελικά στη γοητεία και την κιμπαροσύνη του, καθώς ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν τους επισκέπτεται δίχως γλυκά και δώρα.

 

Ο Ζερίν και η Ιονέλα σύντομα ερωτεύονται, δένονται με τρελό πάθος. Η σχέση-όχι πως ήταν εξαρχής συνήθης-, αλλάζει πρόσημο και από φιλική/οικογενειακή γίνεται πολλά άλλα εκτός απ’ αυτό. Η Ιονέλα ερωτεύεται, ίσως, τον σάρκινο Ζερίν, προφανώς όμως και τον τύπο αρσενικού που εκπροσωπεί: τον οικονομικά τακτοποιημένο και διαθέσιμο ερωτικά. Με σταθερότητα. Με συνέχεια. Ο Ζερίν δεν έχει κανένα λόγο να αγχώνεται, είναι από τους τυχερούς, δεν ξυπνά να πάει να ψάξει για δουλειά, δεν φθείρεται στην καλή ή κακή δουλειά κανενός. Είναι χορτάτος και ασφαλής στην πόλη του, διαθέσιμος για την τέλεια, ευάλωτη και στερημένη Ιονέλα -που δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε αβίαστα για την τροπή της σχέσης- και τα τέλεια παιδάκια της ανά πάσα ώρα και στιγμή,χαλαρός, ευδιάθετος, ικανός να πάρει και να δώσει. Είναι ο με-γεμάτες-τσέπες-κι-ανοιχτά-χέρια προστάτης, ο τέλειος που χρειάζεται κάθε τέλεια Ιονέλα.

 

Τα παιδάκια ποζάρουν σαν φιλντισένιες διακοσμητικές γλαστρούλες στο ερωτικό κάδρο το οποίο ο Ζερίν πασπαλίζει με μπόλικη ζάχαρη, πολλά παιχνίδια, τρελαμένο έρωτα και μελλοντική εξασφάλιση. Η φιγούρα του ανυποψίαστου-ή μήπως όχι ή όχι και τόσο;- Φλάβιου σβήνει πρώτα στα μάτια τους. Δεν αναρωτιούνται πού χάνεται η μάνα τους τα πρωινά, δεν γκρινιάζουν, περιμένουν απλώς να έρθει. Κίνητρο της σιωπής και της υπομονής τους, κι ας μην ζητήθηκε ρητά, είναι ένα παιδιάστικο συμφέρον, υπαγορευμένο από το ακατέργαστο ακόμα ένστικτο επιβίωσης που υπάρχει εντός τους και είναι τόσο ισχυρό ώστε να μετατρέπει την αθωότητα σε -μη ανιχνεύσιμο από αυτά-, κυνισμό. Δεν λένε ποτέ στον πατέρα τους τι κάνουν όσο εκείνος λείπει στη δουλειά που του βρήκε, ποιος άλλος, ο Ζερίν. Αν πουν για τις απίθανες βόλτες και τα απίθανα παγωτά -που ο μπαμπάς τους δεν μπορεί να τα παρέχει με τη σέσουλα ούτε τώρα που βρήκε την δουλειά- που απολαμβάνουν μόλις έρθει απ΄έξω η μαμά με τον καλό κύριο ξέρουν ότι όλο αυτό μπορεί να χαθεί. Ο βιολογικός πατέρας ξεθωριάζει όλο και πιο πολύ. Ώσπου…

 

Ώσπου ο Ζερίν δίνει μια τρομερή λύση που όμως δέχονται γιατί θα τακτοποιήσει προς όφελος όλων, και του Φλάβιου, το θέμα που έχει προκύψει αναδιατάσσοντας τη θέση που έχουν οι ψηφίδες στο μωσαϊκό προσώπων και καταστάσεων στο οποίο ο Δημήτρης Σωτάκης όλο προσθέτει και διανοίγει επιδέξια, λιτά και χωρίς γλωσσικά ακκίσματα, στα όρια του μινιμαλισμού θα τολμήσω να πω -γι αυτό όμως εντυπωσιακά κι εξόχως ιντριγκαδόρικα-ατέλειωτα μονοπάτια σκέψης για να περπατήσει σ’ αυτά ο αναγνώστης, αν θέλει, όταν πάντως καταλαγιάσει η πρώτη ανάγνωση, το πρώτο σοκ.

Ο συγγραφέας σε μόλις 230 μικρόσχημες σελίδες υφαίνει εμπνευσμένα. Τι; Πάντως όχι μια συνήθη μυθοπλασία παρόλο που η ιστορία είναι τυπικά γραμμένη: αρχή, μέση, τέλος. Τότε τι; Μια αλληγορία; Μάλλον. Έτσι την εξέλαβα εγώ τουλάχιστον. Για ποιο πράγμα; Κατ΄ αρχάς για τις σχέσεις -αυτό τουλάχιστον είναι ξεκάθαρο-που φτιάχνονται και χαλάνε και ξανά και πάλι κι από καταβολής κόσμου και τώρα ακόμα πιο έντονα και τρελά, εντελώς νοσηρά, επιθετικά, χωρίς αναστολές και τύψεις στις κοινωνίες των ανθρώπινων υποκειμένων της δικής μας εποχής.Αυτής που δεν λέει να καταλαγιάσει μέσα στη θολή ατμόσφαιρα της τεχνητά διαστρωματωμένης κρίσης και της πολλαπλής και ποικίλης πίεσης από τη μετακίνηση ολοένα και πιο πολλών ανθρώπων ατομικά ή ανά οικογένειες εντός Ευρώπης προς αναζήτηση και κατάκτηση εκείνου που θα έπρεπε να είναι δεδομένο και ανάλογο, λέω εγώ τώρα, του επιπέδου του πολιτισμού της: ένα δίκαιο, ειρηνικό παρόν και μέλλον για όλους.

Τι στο καλό, τόσο ανέφικτο είναι αυτό το ρημάδι το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο; Είναι δυνατόν ακόμα και στη λαίλαπα αυτής της εκδοχής του καπιταλισμού (που ξαναβγήκε από τα φεουδαλιστικά νεκροταφεία και ρημάζει τη διαφωτισμένη μας δύση μετά την κατάρρευση του αντίπαλου δέους), να τείνει να είναι και πάλι όνειρο θερινής νύχτας για τις μεσαίες τάξεις; Να που είναι…

 

Δημήτρης Σωτάκης

 

Και αν ναι, αν το εκλάβουμε σαν πολιτική και κοινωνική αλληγορία τότε ο “Κανίβαλος που Έφαγε Έναν Ρουμάνο” είναι αρκετά εύκαμπτη σαν τέτοια για να μιλήσει ο συγγραφέας της για τις σχέσεις και τις εξαρτήσεις που γεννιούνται, την τρέλα που έρχεται να υποδαυλίσει καταστάσεις αδικίας και ανισότητας καλά φωλιασμένες σε μια επίφαση δημοκρατίας; Θα ισχυριστώ πως ναι και πως ειδικά ο Δημήτρης Σωτάκης έχει την υποδομή από κάθε άποψη (θεματολογία, ύφος και αισθητική) για ένα page turner που θα γίνει για τον υποψιασμένο αναγνώστη αφετηρία σκέψεων:γιατί οι χαρακτήρες που σταυρώνονται εδώ είναι Ρουμάνοι; Τι μπορεί να σηματοδοτεί αυτή η ιδιότητα; Γιατί επέλεξε να έχει σαν κεντρικούς χαρακτήρες ανθρώπους με τον Τσαουσέσκου σαν συλλογική μνήμη χωμένη για πάντα στα εθνικά τους μπαγκάζια και όχι χορτάτους Δανούς, ας πούμε; Ο ένας πόλος της ιστορίας ο Ζερίν -που δεν ξέρουμε τι εθνικότητας είναι και σε ποια χώρα κατοικεί-είναι απλά ένας τρελός που την κατάλληλη στιγμή συναντά τα κατάλληλα και επαρκώς ψυχωτικά πρόσωπα ώστε να επέλθει η τραγωδία με επίσημη αφορμή τον έρωτα; Και το δια ταύτα; Χρειάζεται ή όχι; Και σκοπός; Πρέπει να υπάρχει σκοπός στη γραφή πέρα από την αισθητική και τις τεχνικές της και λόγος για να αφηγηθεί κάποιος κάτι τόσο σύνθετο όσο είναι η αβυσσαλέα ανθρώπινη φύση και εφόσον σχηματίζεται δια ταύτα είναι καλό ή κακό να ανιχνεύεται εύκολα ή δύσκολα;

 

Δεν θα σας πω άλλα. Έχω εδώ και μέρες διαβάσει το βιβλίο που με σόκαρε και με γοήτευσε και δεν έχω αρχίσει κανένα άλλο. Δεν μπορώ. Με κυνηγάνε τα πικρά πρόσωπα αυτής της ιστορίας που δεν είναι αστυνομική, δεν είναι βασισμένη σε γεγονός που τέλος πάντων έγινε κάπου και αποδελτιώνεται ευρηματικά τώρα σαν λογοτεχνικό αφήγημα, δεν είναι μια ιστορία διδακτική, τακτοποιημένη, δεν αποθεώνει την αισθητική τής γραφής να χορτάσουμε καραμελωμένα καλούδια -εδώ οι λυρικές μεταφορές και οι ευφυείς παρομοιώσεις, πάρε κόσμε ποιητικούλες περιγραφές τοπίων και στιγμών και υπαρξιακούς εγκιβωτισμούς και θύμησες και πράμα που σαλεύει- και να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, δεν είναι το ένα δεν είναι το άλλο.

 

Ο Δημήτρης Σωτάκης έχει σμπαραλιάσει και στο παρελθόν τις κυρίαρχες λογοτεχνικές συνθήκες, δεν ήταν και δεν θα γίνει, λέω, προβλέψιμος ακόμα κι αν γράψει το αλφάβητο με απόλυτη οπτική σειρά και τάξη σ’ ένα καθαρό κομμάτι χαρτί. Έχει τέτοια επίπεδα κειμενικού βάθους η κεντρική ιδέα σχεδόν κάθε βιβλίου του, που σπάει όσο λίγες συλλήψεις τα όρια πρόσληψής της από μας, αλλοτριωμένους αναγνώστες/ναυαγούς ξεβρασμένους στο όπου να ‘ναι της εκδοτικής θαλασσοταραχής των καιρών μας. Το επίσης δικό του «Το Θαύμα της Αναπνοής» -αν δεν το έχετε διαβάσει κακώς, κάντε το δεν είναι ποτέ αργά-είναι ιδανικό για την αφορμή/ιδέα και μόνο να το διδάσκουν στις φιλολογικές σχολές ή μάλλον όχι, για τον Θεό, ας γλυτώσει το βιβλίο από τα πνευματικά κρεματόρια των βαρετών αμφιθεάτρων και των ανιαρών δασκάλων, αρκετή ζημιά έχουν κάνει με τον τρόπο που διδάσκουν αφήνοντας γενιές και γενιές στο έλεος της παιδικής και αργότερα ενήλικης παραλογοτεχνίας.

 

Ο Σωτάκης δημιουργεί κι εδώ με την οργανωμένη(!) αντισυμβατικότητα που πηγάζει από το θέμα και την γραφή του γενικά στα βιβλία του ένα ασφυκτικό περιβάλλον παράνοιας και εξαρτήσεων με κλιμακούμενες εντάσεις. Όμως αν στο “Θαύμα της Αναπνοής” η ταύτιση για όλους μας πέρα από το φύλο και τις χώρες, τον έρωτα και την τρέλα φάνταζε πιο πιθανή άρα διαχειρίσιμη από τον καθένα από την ανάγνωση ως την δική του καθημερινότητα, εδώ, στον «Κανίβαλο που Έφαγε Έναν Ρουμάνο» τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Ο αναγνώστης του 2017 καλά θα κάνει να υπερβεί τις πιθανές προσωπικές ταυτίσεις και να προσπαθήσει να διαβάζει πίσω από τις λέξεις. Ο Φλάβιου είναι κατά τη γνώμη μου το πιο σκοτεινό και ενδιαφέρον πρόσωπο στην τολμηρή ιστορία του Σωτάκη. Αφήνεται- και σωστά, εκτιμώ- στην κρίση του αναγνώστη. Ας αποφασίσει αυτός αν έκανε καλά ή όχι να γυρίσει και την άλλη του παρειά στον τρελό-ισχυρό-ερωτευμένο διεκδικητή και γαλαντόμο άρπαγα τού ό,τι νόμισε/ ξεγελάστηκε πως (θα μπορούσε να) ήταν δικό του, μια οικογένεια και η ελπίδα ότι θα πάνε τα πράγματα καλά γι αυτήν, τίποτα περισσότερο.

Οι Ζερίν και οι Ιονέλες δεν είναι είδος υπό εξαφάνιση. Οι Φλάβιου όμως είναι. Είναι για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί σιωπούν και δέχονται συνειδητά να θυσιάζονται. Όμως πώς ορίζεται η θυσία σήμερα; Στη δική μου ανάγνωση η θυσία του Φλάβιου -του μοναδικού στην αφήγηση μη δυνάμενου τη δεδομένη χρονική περίοδο να θεωρηθεί τέλειος, ούτε καν εν δυνάμει- ήταν το συγκινητικό, ομολογώ, δια ταύτα. Κι όσο για την τέλεια Ιονέλα, αδιάφορο είναι αν χειραγωγήθηκε όντας ή όχι ερωτευμένη. Συναίνεση θα την βαφτίσω και η θέση της εξαιτίας του φύλου της ως αντικείμενο του πόθου και αντικείμενο γενικώς σε κοινωνίες τρελαμένων ή όχι ανδρών, ειδικά εδώ, είναι το τελευταίο με το οποίο θα ασχολιόμουν.

Μια ωραία Ιονέλα -κάποτε ωραία Ελένη και μην θαρρείτε ότι την πάω πολύ μακριά και πολύ πίσω τη συσχέτιση- είναι η Συναίνεση και το Πρόσχημα για όλα τα τρελά και πολλά “λογικά” στις ατομικές και συλλογικές ιστορίες της Ιστορίας.

 

 

* Το όνομα συναντάται στην Τουρκία και στις χώρες με Τούρκους μετανάστες (Αυστραλία, Γερμανία κά), γράφεται Zerrin και συνηθίζεται περισσότερο σαν γυναικείο και επίσης στη Βοσνία και στο Ιράν ως Zerin. Σημαίνει χρυσαφένιος/α,όπως άλλωστε και το Flavious και Flavia (“golden” or “yellow-haired” από το λατινικό flavus). Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, μα έψαξα και βρήκα τα παραπάνω και με εξιτάρισε ειδικά ότι το Ζερίν σημαίνει χρυσαφένιος. Μετά είδα και τη σημασία του ονόματος του Φλάβιου και το συνηθισμένο της Ιονέλας-Ιωάννας. Άντε μετά να μην το διαβάσω το βιβλίο αλληγορικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top