Ρέκβιεμ στην αντικανονικότητα ή σκέψεις πάνω στον “Καλό στρατιώτη” του Ford Madox Ford
Γράφει η Όλγα Ντέλλα // *
Ford Madox Ford «Ο καλός στρατιώτης», Μετάφραση: Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Gutenberg, σελ. 366
Ένας τίτλος για τον οποίο επέμεινε ο πρώτος εκδότης -όχι ο συγγραφέας. “Η πιο θλιβερή ιστορία” αντικαθίσταται από το στιβαρό, όπως φαίνεται, πρόσωπο ενός “Καλού στρατιώτη” που εφορμούσε εντελώς μέσα από την εποχή του -1915 και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Καθόλη την ανάγνωση ωστόσο δεν παύεις να αναρωτιέσαι περί του άσχετου σχεδόν τίτλου.
Μονάχα στο επίμετρο ο μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης δικαιώνει την απορία αποκαλύπτοντας το ζήτημα μεταξύ τους και ασφαλώς παίρνεις θέση δίπλα στον συγγραφέα. “Η πιο θλιβερή ιστορία” είναι ένα μωσαϊκό των συσπάσεων της ψυχής. Της μιας και μοναδικής ποικιλοπρόσωπης ψυχής με τα χίλια ενδεχόμενά της και σε συνάφεια, αντιπερισπασμό, εναντίωση με τις ψυχές και τους μύριους εαυτούς των άλλων. Αυτός είναι και ο λόγος που σκοντάφτεις σε ένα τέτοιο κείμενο και νιώθεις την ανάγκη να αλιεύσεις απλώς τους τόπους εκείνους που σε υποχρέωσαν σε αναγνωστική παύση.
“Στο σκοτάδι είναι όλα!”
Ο Ford επιβιώνει μέσα σε αυτόν τον έξωθεν Παγκόσμιο πόλεμο και στον δικό του έσωθεν και οικογενειακό που του επιτρέπει να καταθέσει το απόσταγμα που σκεπάζει και τον δικό μας αιώνα -ενδεχομένως και των επόμενων:
“Δεν ξέρω τίποτα. Τίποτα στον κόσμο. Τίποτα για τις καρδιές των ανθρώπων. Το μόνο που ξέρω είναι πως είμαι μόνος -φριχτά μόνος”.
Επωδός που διαρκώς επιστρέφει και στα τέσσερα κεφάλαια, για να επιβεβαιώσει την άγνοια ενώπιον του λαβυρίνθου των άλλων. Κυρίως όμως για να υπογραμμίσει την άγνοια ενώπιον του δικού μας λαβυρίνθου -στον ίδιο βαθμό ανοίκειου.
“Γιατί ποιος μπορεί ν’ αποφανθεί τελειωτικά για το χαρακτήρα κάποιου άλλου; Ποιος μπορεί να ξέρει οτιδήποτε για μιαν άλλη καρδιά -ή και για τη δική του ακόμα;”.
Κανείς εν τέλει δεν αναγνωρίζει πάντα τον εαυτό του. Όλα εγείρονται από αυτή τη διάσταση μεταξύ αυτού που πιστεύω για μένα και αυτού που είμαι και γίνομαι μέσα από τις πράξεις μου. Μεταξύ κυρίως αυτού που αγνοώ. Όταν η ένδον χαρτογράφηση αποβαίνει δύσβατη, όταν η ψυχή -η δική μου ψυχή- εμμένει στο άβατό της. Όταν ο τόπος φλεγόμενος και μόνο. Αυτή η ψυχή είναι που τίθεται πρώτα σε αμφισβήτηση. Όταν το ενώπιος ενωπίω καταλήγει περίπου στο εξής:
“Ήταν σαν κάποιος να είχε διττή προσωπικότητα: το ένα “εγώ” να μην έχει καμιάν απολύτως συνείδηση του άλλου”.
Και τούτο είναι το πιο ολέθριο,“η μέσα μου ψυχή -η δίσημη προσωπικότητά μου”. Για την οποία δεν παύει να μιλά. Να ανακαλύπτει διά βίου την υπόκωφη και διαβρωτική παρουσία της. Όσο ασύλληπτη και ανερμήνευτη τόσο ο καθείς έρμαιο των κινήσεων των άλλων. Ή στη σκιά. Στη σκιά απλώς του εαυτού. “Ένας μυστηριώδης και μη συνειδητός εαυτός που κρύβεται κάτω απ’ τον καθένα μας”. Και που λουφάζει ή εγείρεται. Ανάλογα με τις περιστάσεις, με τις συγκυρίες, με τις ευκαιρίες που του επιτρέπουμε να τον ακούσουμε ή να τον σωπάσουμε εντελώς.
Και άλλοτε ψευδοπρόσωπα. Μαριονέτες που παίζουνε ρόλους. Συνειδητά κάποτε. Εντελώς συνειδητά:
“Ξάφνου σκέφτηκα πως η γυναίκα εκείνη δεν ήταν αληθινή. Ήτανε απλώς μια μάζα ομιλίας λεηλατημένης από τουριστικούς οδηγούς. […] Μια χάρτινη προσωπικότητα. Ήταν απλώς η εικόνα ενός αληθινού ανθρώπινου όντος με καρδιά, με αισθήματα, με συμπάθειες και με συγκινήσεις, όπως ένα χαρτονόμισμα δεν είναι παρά η εικόνα μιας ορισμένης ποσότητας χρυσού”.
Ψυχές που η μια επηρεάζει και παρασύρει την άλλη. Ο φυσικός χαρακτήρας αλλοιώνεται από τη συγκυρία της συναναστροφής. Οι ψυχές αλώνονται αναπόφευκτα, αδυνατούν να προβάλουν αντίσταση, οπισθοχωρούν. Κατισχύει το απόθεμα του κακού:
“[…] τόσο πιο πολύ σιγουρεύομαι πως η Φλόρενς ασκούσε μια μολυσματική επίδραση -ναι, κατέθλιβε, καταπίεζε και έφθειρε τον άμοιρο τον Έντουαρντ. Έφθειρε επίσης και προστύχευε τρομερά και την αξιολύπητη Λεονόρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, εκείνη προκάλεσε τη φθορά και τον εκπεσμό του χαρακτήρα της Λεονόρας. […] Ναι, ο πνευματικός εκφυλισμός που προκάλεσε η Φλόρενς στη Λεονόρα ήταν αδιανόητος, σχεδόν εξωπραγματικός”.
Ψυχές που η μια συνθλίβει την άλλη. Οι πιο οικείοι κάποτε μέσα στους οικείους: “Έμεινε καθισμένος, ασάλευτος, κι άφησε τη Λεονόρα να του αρπάξει το χαρακτήρα του”.
Ψυχές που αφομοιώνονται -ερήμην τους. Ή μήπως όχι; Ψυχές που επιζητούν τη συγκατάθεση, την αποδοχή του δόγματος, του ιερωμένου, του πνευματικού, που ρυθμίζουν τη ζωή τους με βάση αυτόν τον άξονα των νουθεσίων, ενός άκαμπτου σχήματος -του Ρωμαιοκαθολικισμού- που πηγαινοέρχεται στις σελίδες του Ford ως σπάθη δαμόκλειος:
“Αυτή είναι φυσικά η καθολική παράδοση -να ξεφαντώνεις αλλά να σταματάς απότομα, να σε κόβουν μονομιάς σαν μ’ ένα χτύπημα από μαστίγιο. […] Μιαν αίσθηση χρηστοήθειας, ένα είδος άτεγκτης ακεραιότητας που ποτέ δεν είδα να παραβιάζεται. Ήταν ένα πράγμα σαν μαχαίρι που έβγαινε απ’ το βλέμμα της και που μιλούσε με τη φωνή της. Με φόβιζε αυτό, σίγουρα. Υποθέτω πως φοβόμουν. Ναι, σχεδόν φοβόμουν να είμαι σ’ έναν κόσμο με τόσο εξεζητημένες σταθερές”.
Όταν όλα μάλιστα τίθενται εκ των γεγονότων σε αμφισβήτηση. “Ακόμα και η ίδια η καρτερικότητα”. Που ενδέχεται “σ’ αυτήν την ειδική περίπτωση να είναι ολωσδιόλου λανθασμένη”.
Ψυχές που κάποτε αποκόπτουν τον ομφάλιο λώρο του καθωσπρεπισμού που υπαγορεύει το δόγμα. Ή του κρατερού προτύπου ενός ατσαλάκωτου εαυτού. Που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους. Που επιχειρούν πτήση ελευθέρα, έστω και αν δίνεται η εντύπωση ότι φτεροκοπούν απλώς στο ίδιο σημείο:
“Μπορείτε να πείτε πως έχοντας αποκοπεί από τους περιορισμούς του θρησκεύματός της, έδρασε για πρώτη φορά στη ζωή της σύμφωνα με τις ενστικτώδεις επιθυμίες της. Δεν ξέρω εάν δρώντας έτσι δεν ήταν πια ο εαυτός της. ή εάν, έχοντας απαλλαγεί από τα δεσμά των ηθικών αρχών, των παραδόσεων και των θρησκευτικών της πεποιθήσεων, ήταν για πρώτη φορά ο αληθινός, ο εσώτερος, ο πιο βαθύς και αυθεντικός εαυτός της”.
Η αδυναμία του Ford να ερμηνεύσει επαρκώς τον εαυτό του και τον άλλον, τον οδηγεί στο να τους περιγράψει σε ένα ύστατο εγχείρημα να κατανοήσει τις μύχιες δυνάμεις -και εν πολλοίς ανεξέλεγκτες- που οδηγούν τον καθένα στην επιλογή μιας διαδρομής κάθε φορά -ανάμεσα στις πολλές που ενδέχεται να είχε πάρει ή στην εξής μία που ποτέ δεν πήρε. Θα συνεχίσει κανείς με την επωδό του. Αυτή μένει ως το τέλος. “Δεν ξέρω. Δεν ξέρω”. Η απαρχή του “ξέρω” ίσως. Η μηδενική κατάσταση της πλήρους άγνοιας, εφαλτήριο ίσως για την αντίπερα όχθη:
“Δεν ξέρω. Τίποτα δεν υπάρχει να μας κατευθύνει, κανένας οδηγός. Κι αν όλα είναι τόσο νεφελώδη σ’ ένα θέμα τόσο στοιχειώδες όσο τα ήθη του σαρκικού έρωτα, τι υπάρχει να μας κατευθύνει σε πιο πολύπλοκα ηθικά ζητήματα όπως όλες οι άλλες ανθρώπινες επαφές, όπως όλες οι άλλες σχέσεις και συνεργασίες και δραστηριότητες; Ή μήπως είμαστε για να δρούμε μονάχα από ένστικτο; Δεν ξέρω. Στο σκοτάδι είναι όλα”.
“Πυρπολικά σε λιμνοθάλασσα”
Πρόσωπα-συμπυκνωμένες ψηφίδες οδύνης και αγωνίας. Πρόσωπα που περιδινούνται γύρω από τον εαυτό τους και τους άλλους, επιχειρώντας άλμα στη χαρά, στην ένωση, στο σβήσιμο της μοναξιάς -που δεν επέρχεται. Αναρωτιέται ως το τέλος κανείς -και ο ίδιος ο αφηγητής- γιατί; Όλοι ήταν προορισμένοι για την αγάπη, την ευτυχία, τη στοιχειώδη χαρά. Και όλοι διέλυαν -ο καθένας με τον τρόπο του- την οποιαδήποτε ευκαιρία να σταθεί η Μοίρα στο πλάι τους. Η Μοίρα, να εισβάλει διαρκώς εντός του κειμένου, υπενθυμίζοντας την παρουσία της. Η Μοίρα όμως; Η Μοίρα απλώς; Ή ίσως οι πραγματικές επιλογές που υπαγορεύονται από την ανάγκη της στιγμής; Ή η αδυναμία να κατανοήσεις βαθιά τον εαυτό σου που σε αφήνει δίχως ασπίδα ενώπιον της πραγματικής ζωής;
“Άνθρωποι ευγενικοί, ναι, δυο ευγενικά πλάσματα -να πλανώνται στη ζωή σαν πυρπολικά σε μια λιμνοθάλασσα και να προκαλούνε στεναχώριες, πονοκεφάλους, αγωνίες και θάνατο. Κι οι ίδιοι ακόμα, σταθερά, αναπότρεπτα, να εκφυλίζονται, να ξεπέφτουν. Γιατί; Για ποιον λόγο; Για ν’ αφήσουν ποιο δίδαγμα; Α, όλα είναι στο σκοτάδι”.
Για ν’ αφήσουν ίσως το μοναδικό περί ευτυχίας δίδαγμα:
Ω, πού είναι όλα τα λαμπρά, τα ευτυχισμένα, τα άδολα πλάσματα του κόσμου! Πού είναι η ευτυχία; Διαβάζει κανείς για την ευτυχία στα βιβλία!”
Πρόσωπα που καταρρέουν εντέλει και μετά από μια επίπονη και μακροχρόνια ψυχική προσπάθεια:
“Μοιάζει πολύ παράξενο, αλλά αν ξέρετε κάτι για τις ψυχικές καταρρεύσεις, θα γνωρίζετε πως αυτές έρχονται αφού εκλείπει μια ένταση φοβερή που μας βασάνιζε και δε μένει πια τίποτα να κάνουμε. […] ναι, στο τέλος μιας επίπονης λεμβοδρομίας το πλήρωμα καταρρέει και γέρνει αποκαμωμένο πάνω απ’ τα κουπιά”.
Πρόσωπα που σμιλεύονται μέσα στην αιωνόβια θλίψη “μια που η ανθρωπότητα είναι μητρώο θλίψεων” και είναι αυτή που δίνει στο τέλος την καθοριστική απόχρωση:
“Υπάρχουν φαντάζομαι ορισμένοι τύποι ομορφιάς, ορισμένες εκδοχές κάλλους, ακόμα και νεότητας, καμωμένα απ’ τα ποικίλματα και τα στολίδια που έρχονται με την αιώνια θλίψη”.
Η αγάπη
Όλα επομένως στο αλώνι της αμφισβήτησης. Να κονταροχτυπιούνται ες αεί μεταξύ τους. Μονάχα για την αγάπη δεν έχει να πει. Μονάχα αυτήν βλέπει να νικά, ακόμα και όταν δίνεται η εντύπωση ότι νικιέται. Γιατί το ένιωσε “πως η λύτρωση δε μπορεί να βρεθεί παρά στην αληθινή αγάπη” και γι’ αυτό και ο ίδιος θα υποχωρούσε αν την έβλεπε να εισέρχεται, αφήνοντάς της χώρο να υπάρξει. Είναι τότε που τα παραδεδεγμένα των κανονικών ανθρώπων τίθενται εκ νέου σε αμφισβήτηση και ή διαλύουν τα πρόσωπα ή στις ελάχιστες περιπτώσεις τα πρόσωπα εγείρονται και επιλέγουν να τα αγνοήσουν:
“Καθώς κριτής μου είναι ο Θεός, δεν πιστεύω πως θα είχα χωρίσει εκείνους τους δύο, εάν ήξερα πως αγαπιόντουσαν αληθινά και παθιασμένα. Δεν ξέρω πού παρεισφρέει η δημόσια ηθική στην περίπτωση αυτή, και κανείς δεν ξέρει από πριν τι θα έκανε σε μια δεδομένη υπόθεση. Αλλά στ’ αλήθεια πιστεύω πως θα τους είχα ενώσει με τρόπους και μέσα όσο πιο αξιοπρεπή μπορούσα”.
Ή θα τους ευχόταν. Θα τους ευχόταν απλώς: “Είθε η Μοίρα να είναι ευγενική μαζί τους”.
Η αγάπη. Εντός του έρωτα. Και το αντίθετο. Δυο τα πρόσωπα που στέκονται στον κύκλο της. Αυτά σκιαγραφεί ο Ford αδρά -με τα ίδια μάλιστα λόγια:
“Έμοιαζε σαν ένας άντρας που καιγόταν από μια φλόγα εντός του. Που η ψυχή του πέθαινε από δίψα. Που οι αισθήσεις του ήταν διασαλευμένες”.
Δίπλα του εκείνη:
“Ένιωθε σαν ένας άνθρωπος που καίγεται από μια φλόγα εντός του. Ένιωθε ν΄αποστραγγίζεται, να πεθαίνει από δίψα η ψυχή της. Ένιωθε να διασαλεύονται οι αισθήσεις της”.
Η λεκτική υπογράμμιση ενισχύει την έννοια του καθρέφτη. Αντικαθρέφτισμα ο ένας του άλλου. Με όλη την ετερότητα των προσώπων. Στο ίδιο πυριφλεγές αλώνι.
Ό,τι προηγήθηκε έχει να κάνει με αυτή την ένωση:
“Αυτή, η Νάνσι, είχε, ναι, είχε την ψυχή του -κάτι τόσο πολύτιμο, κάτι που μπορούσε ν’ αγκαλιάσει και να προστατεύσει και να πάρει μαζί της στα χέρια της -θαρρείς κι η Λεονόρα ήταν ένα πεινασμένο σκυλί που πάσχιζε να πηδήξει και ν’ αρπάξει εκείνον τον αμνό που κουβαλούσε τρυφερά και προστατευτικά στα χέρια της. Ναι, ένιωθε την αγάπη του Έντουαρντ σαν έναν αμνό που τον απομάκρυνε από ένα βίαιο κι αρπακτικό κτήνος”.
Από την άλλη εκείνος:
“Θα πρέπει να βρει καταφύγιο εκείνος, καταφύγιο στην αγάπη του γι’ αυτήν και στη δική της αγάπη γι’ αυτόν. Στην αγάπη της που από μακριά πια και δίχως λόγια θα τον αγκάλιαζε, θα τον τύλιγε, θα τον περιέβαλε, θα τον στήριζε, θα τον φρόντιζε. Η φωνή της θα του μιλούσε απ’ τη Γλασκόβη, θα του έλεγε ότι τον αγαπούσε, ότι τον λάτρευε, ότι δεν περνούσε στιγμή δίχως να τον λαχταράει, στιγμή δίχως να ριγεί στη σκέψη του”.
Από την άλλη εκείνος. Μέσα στις τόσες προσπάθειες του Ford να ερμηνεύσει τα κατάστηθα ενός άντρα. Ενώπιον μιας εξαιρετικά αντισυμβατικής κατάστασης ψυχής, όπως είναι η αγάπη και ο έρωτας:
“Αλλά ο αληθινός πυρετός του πόθου, η αληθινή κάψα ενός πάθους που δεν παύει να καίει, που δεν παύει να συναρπάζει, στην ψυχή ενός άντρα δεν είναι άλλη παρά η διακαής λαχτάρα του να ταυτιστεί με τη γυναίκα που αγαπά. Ποθεί να δει με τα ίδια μάτια, ν’ ακούσει με τα ίδια αφτιά, ν’ αγγίξει με την ίδια αίσθηση αφής, να απολέσει την ταυτότητά του, να τυλιχτεί, να τονωθεί. Γιατί ό,τι κι αν λέγεται για τις σχέσεις των φύλων, δεν υπάρχει άντρας που ν’ αγαπάει μια γυναίκα και να μη λαχταράει σ’ αυτήν να πάει μέσα της, εκεί, εντός, για να ξαναβρεί τις χαμένες του δυνάμεις, να ξανανιώσει το σθένος του, ν’ αποκοπεί απ’ ό,τι τον δυσκολεύει. Κι αυτό, ναι, αυτό θα’ ναι, αυτό, ό,τι κι αν λένε, το κύριο κίνητρο του πόθου του γι’ αυτήν. Ναι, τόσο φοβισμένοι είμαστε όλοι, τόσο μόνοι μας είμαστε όλοι, κι όλοι μας τόση ανάγκη έχουμε την έξωθεν επιβεβαίωση της αξίας μας στη ζωή, της αξίας μας στην ύπαρξη”.
Δεν κλείνει όμως η πορεία εδώ. Που εν πολλοίς είναι όμοια και για τη γυναίκα. Παρά υπάρχει ως το κατώφλι για το δώμα. Την πραγματική εστία που έρχεται ή δεν έρχεται:
“Κι ωστόσο πιστεύω, ναι, στ’ αλήθεια το πιστεύω, πως για κάθε άντρα έρχεται στο τέλος μια γυναίκα -α, όχι, λάθος, δεν το λέω καλά. Για κάθε άντρα έρχεται στο τέλος μια εποχή της ζωής του, ναι, ένας καιρός που η γυναίκα εκείνη που βάζει τη σφραγίδα της πάνω στη φαντασία του, την έχει βάλει πια για τα καλά. Κι εκείνος δε θα ταξιδέψει πια γι’ άλλους ορίζοντες. Δε θα ξαναπάρει το σάκο του στον ώμο. Θ’ αποσυρθεί από κείνα τα τοπία. Ναι, θα έχει πια αποσυρθεί από τούτες τις δουλειές. […] ναι, τα πάθη εκείνα δεν ήσαν παρά προκαταρκτικοί τριποδισμοί αν τα συγκρίνουμε με τον τελευταίο, απονενοημένο του καλπασμό θανάτου για χάρη της. Δεν πρόκειται να σταθώ τόσο Αμερικανός ώστε να πω ότι κάθε αληθινή αγάπη απαιτεί κάποια θυσία. Δεν είν’ έτσι. Αλλά νομίζω η αγάπη γίνεται πιο αληθινή και πιο μόνιμη όταν απαιτεί αυτοθυσία”.
Ψυχές που η μία υποκλίνεται στην άλλη. Η μία χωράει την άλλη. Η μία ακούει την άλλη.
“Κι ακούγοντας τον ήχο της φωνής του, της τόσο βαθιάς, τόσο βαριάς, τόσο αρσενικής, μιας φωνής που έφτανε από τα βάθη του στήθους του, μέσα στη νύχτα, με το σκοτάδι πίσω του, η Νάνσι ένιωσε σαν το πνεύμα της να υποκλίθηκε μπροστά σ’ αυτόν τον άντρα”.
Το τέλος της αντικανονικότητας
Όταν όλα -η ίδια η ζωή- “δεν είναι παρά ένα μνημείο κοπώσεως”, εισβάλλει το πραγματικό ερώτημα. Θα μπορούσε να υπάρξει και άλλος δρόμος; Άλλη έκβαση ας πούμε; Ο Ford αδυνατεί να απαντήσει. Να επιχειρήσει μια αρραγή απάντηση. Τουναντίον επιστρέφει στον δικό του τρόπο. Τα ρητορικά ερωτήματα υπάρχουν μονάχα για να ενισχύσουν την υπόκωφη αλήθεια που υπαγορεύουν:
“Γιατί; ρωτάω ασταμάτητα τον εαυτό μου, με το μυαλό μου να στριφογυρίζει σ’ έναν εξουθενωτικό, συγκεχυμένο χώρο οδύνης -τι θα’ πρεπε να’ χουνε κάνει οι άνθρωποι αυτοί; Για το Θεό, τι θα’ πρεπε να κάνουν; Το τέλος διαγραφόταν καθαρά για τον καθένα τους”.
Ή μήπως και εντέλει απαντά; Απαντά ίσως με τα γεγονότα. Με τη διαυγή και διαρκή ειρωνεία που υποσκάπτει αυτά τα ίδια τα γεγονότα. Εν τέλει ποιος πριμοδοτείται; Ποιος δικαιώνεται; Αυτός που φαίνεται ή αυτός που στ’ αλήθεια είναι;
“Τα πράγματα οδηγούσαν στο χαμό δύο λαμπρών, δύο θαυμάσιων προσωπικοτήτων, προκειμένου μια τρίτη προσωπικότητα, πιο προσγειωμένη, πιο κανονική, να απολαύσει, ύστερ’ από μια περίοδο γεμάτη βάσανα και κακουχίες και δεινά, μιαν ήσυχη, γαλήνια και άνετη ζωή”.
Εκείνος
“δούλεψε, τολμώ να πω, για το καλύτερο καλό της συμβατικότητας. Οι συμβάσεις και οι παραδόσεις εργάζονται, υποθέτω, τυφλά αλλά και αλάνθαστα για τη συντήρηση και τη διαιώνιση του κανονικού τύπου ανθρώπου. και για την εξολόθρευση των περήφανων, ανυποχώρητων και ξεχωριστών ατόμων. […] Κι έτσι, βρέθηκαν πεταμένοι έξω απ’ το ρεύμα, ενώ η Λεονόρα επιβιώνει, καθώς είναι ο απόλυτα κανονικός τύπος. […] Θέλω να πω ότι σε κανονικές συνθήκες οι επιθυμίες της ήταν ακριβώς εκείνες μιας γυναίκας που είναι αναγκαία στην κοινωνία. Επιθυμούσε παιδιά, κοσμιότητα, βεβαιότητα, καταξίωση, εγκατάσταση. Επιθυμούσε να αποφεύγει τις σπατάλες, επιθυμούσε να κρατάει τα προσχήματα. Ήταν απολύτως κανονική, κανονική στον υπερθετικό βαθμό, ακόμα κι όταν ήταν στις ομορφιές της”. “[…] Κι έτσι, εκείνα τα θαυμάσια και θυελλώδη πλάσματα με το μαγνητισμό και τα πάθη τους -οι δύο άνθρωποι που στ’ αλήθεια αγάπησα-, έχουν εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο”.
Η λήξη επέρχεται. Μια λήξη που αφορά στους αντικανονικούς. Όλο άλλωστε το έργο του Ford προς τα εκεί οδεύει. Η κανονικότητα κατισχύει. Οι άλλοι απλώς εξοστρακίζονται σε έναν τόπο επουράνιο -ως μίασμα ίσως- από όπου δεν θα προβληματίσουν, δεν θα αγανακτήσουν, δεν θα είναι ο εφιάλτης κανενός. Όταν ήδη έχουν γίνει ο εφιάλτης για τον εαυτό τους. Η ειρωνεία δε σώζει την κατάσταση. Το αντίθετο. Ενδυναμώνει τις σφαλιχτές, πνιχτές, χαμένες δυνατότητες. Που δυστυχώς μονάχα ενώπιον του θανάτου αφυπνίζονται.
“Το λοιπόν, φτάνουμε στο τέλος της ιστορίας. Κι αν το δω από μιαν άποψη, είναι ένα χαρμόσυνο, ένα αίσιο τέλος, με εκκλησίες και καμπάνες και γάμους. Οι κακοί -και είναι προφανές πως οι κακοί της υπόθεσης ήταν ο Έντουαρντ και η μικρή- τιμωρήθηκαν με την αυτοκτονία και την τρέλα. Η ηρωίδα -η απολύτως κανονική, ενάρετη και ελαφρώς απατηλή ηρωίδα- έγινε η ευτυχισμένη σύζυγος ενός απολύτως κανονικού, ενάρετου και ελαφρώς ψεύτικου άντρα. Και σε λίγο θα γίνει η μητέρα ενός απολύτως κανονικοού, ενάρετου και ελαφρώς ψεύτικού αγοριού ή κοριτσιού. Ένα αίσιο τέλος. Μάλιστα, έτσι φαίνεται πως έχουν τα πράγματα”.
Τα παρεπόμενα απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Πως
“η κοινωνία πρέπει να συνεχίσει υποθέτω να υπάρχει, κι αυτό το καταφέρνει μονάχα αν οι κανονικοί, οι έναρετοι και οι ελαφρώς ψεύτικοι άνθρωποι ανθούν, ενώ οι παθιασμένοι, οι πείσμονες και οι υπερβολικά έντιμοι καταδικάζονται στην αυτοκτονία και την τρέλα. Αλλά φαντάζομαι πως εγώ ο ίδιος, με τον δικό μου άτολμο τρόπο, προσχωρώ σιγά-σιγά στην κατηγορία των παθιασμένων, των πεισμόνων, των υπερβολικά έντιμων. […] Ναι, η κοινωνία πρέπει να συνεχίσει το δρόμο της. Πρέπει να μεγαλώνει, σαν τα κουνέλια. Γι’ αυτό είμαστ’ εδώ. Αλλά απ’ την άλλη, δε μ’ αρέσει η κοινωνία -δε μ’ αρέσει”.
“Η πιο θλιμμένη ιστορία” υπάρχει εδώ, 100 χρόνια μετά, για να πει το ίδιο. Και να επιχειρήσει να εγείρει και να εξεγείρει -όπως μπορεί να το κάνει κάθε ζωντανό κείμενο. Τις άλλες εκδοχές. Τη μία ίσως και μοναδική. Αυτή που δεν στέριωσε και εδώ.
Έξοδος
Η αδυναμία όπως είναι επόμενο σκεπάζει τους τίτλους λήξης.
“Ε λοιπόν, όλ’ αυτά πάνε, τέλειωσαν. Κανείς από μας δεν είχε αυτό που ήθελε. […] Είναι ένας αλλόκοτος κι απίστευτος κόσμος! Γιατί δε μπορούν οι άνθρωποι να έχουν αυτό που θέλουν; Τα πράγματα είναι όλα εδώ για να προσφέρουν στον καθέναν ικανοποίηση. Κι όμως, ο καθένας έχει το λάθος πράγμα. Ίσως εσείς μπορείτε να βγάλετε μιαν άκρη απ’ αυτό. Εγώ όχι, με ξεπερνάει”.
Αλλά και η βαθιά ανάγκη που ανασύρεται -ως ελπίδα και προσευχή ίσως:
“Υπάρχει ….. μπορεί να υπάρξει άραγε ένας επίγειος παράδεισος όπου ανάμεσα στο θρόισμα, ανάμεσα στους ψιθύρους των φύλλων των ελιών, να μπορούν οι άνθρωποι να είναι αυτοί που θέλουν και να έχουν ό,τι θέλουν και να γαληνεύουν αμέριμνοι κάτω απ’ τις σκιές και μες στη δροσιά; Ή είναι οι ζωές όλων των ανθρώπων σαν τις ζωές μας, σαν τις ζωές των καλών ανθρώπων; […] -τσακισμένες, θυελλώδεις, αγωνιώδεις και αντιρομαντικές, περίοδοι με σημεία στίξεως κραυγές, ανημπόριες, θανάτους, αγωνίες; Ποιος διάβολο ξέρει;”.
______________________
* Η Όλγα Ντέλλα γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία («Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου») και διδακτορική διατριβή («Η μεταφυσική διάσταση στην ποίηση του Κώστα Μόντη»). Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές «Αθιβολές» (Το Ροδακιό, 2002), «Άκος ψυχής. Άκος;» (Το Ροδακιό, 2007), «Της αλυπίας είναι η χώρα» (Ιδαλγός, 2009), το παραμύθι «Της ιτιάς και του ποταμού» (Ιδαλγός, 2012) και το δοκίμιο «Η ελεημοσύνη της γραφής. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» (Ιδαλγός, 2014). Διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση από το 1999. Ζει περίπου μόνιμα στα δυτικά της Μακεδονίας.