Fractal

Κύκνειο άσμα

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

Ford Madox Ford «OΚαλός Στρατιώτης» Μια Ιστορία Πάθους, Μετάφραση: Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, Εκδ. Gutenberg, σελ. 366

 

“Aυτή: η πιο θλιβερή ιστορία που έχω ποτέ μου ακούσει – η πιο θλιβερή.».

«Η γυναίκα μου κι εγώ γνωρίζαμε τον λοχαγό και την κυρία Άσμπερναμ τόσο καλά όσο είναι δυνατόν να γνωρίζεις κάποιον, κι ωστόσο, με μιαν άλλη έννοια δε γνωρίζαμε τίποτα, απολύτως τίποτα για κείνους.».

 

Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι τίποτε δεν είναι βέβαιο. (Πλίνιος)

Πώς διηγείται κανείς μια ιστορία; Πώς άραγε γράφεται ένα μυθιστόρημα; Κάποιοι θα μιλήσουν για τους χαρακτήρες. Άλλοι θα πουν ότι το πρωταρχικό συστατικό μίας διήγησης είναι η πλοκή.

Παρόλα αυτά, η «φωνή», αυτή η αυθεντική, ξεχωριστή «φωνή» είναι που προηγείται κάθε αφηγηματικής πράξης. Και ως τέτοια νοείται η εντελώς ιδιαίτερη  εσωτερική ανάσα του συγγραφέα, που με τρόπο αβίαστο μα κυριαρχικό, τόσο ως προς την υπόθεση αλλά  και ως προς τη γλώσσα, δίνει ζωή στο έργο φέρνοντας ταυτόχρονα τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες στο φως ενώ εκείνος αποτραβιέται στην άκρη, αφήνοντας να ξετυλιχθεί το κουβάρι της υπόθεσης έως τα πέρατα  της φαντασίας του κάθε αναγνώστη.

O Ford Madox Ford γεννήθηκε το 1873 στo Surrey της Αγγλίας και πέθανε στη Deauville της Γαλλίας το 1939. Αποτελεί μία εξαιρετική λογοτεχνική μορφή των αρχών του 20ου αιώνα, χαρακτήρας ιδιαίτερος, χαρισματικός, που συνετέλεσε όχι μόνο στην ανάδειξη μεγάλων συγγραφέων (όπως για παράδειγμα του Henry James, Joseph Conrad, D.H. Lawrence, Hemingway, Fitzgerald) αλλά συνέβαλε και ο ίδιος στον εκσυγχρονισμό του μυθιστορήματος (γράφοντας τον Καλό Στρατιώτη επτά ολόκληρα χρόνια πριν τον Οδυσσέα του James Joyce) και χρησιμοποιώντας μία ανορθόδοξη, για την εποχή του, τεχνική για να αφηγηθεί μία υπόθεση ρουτίνας, αφήνοντας πίσω του την παραδοσιακή, έως τότε, γραμμική αφήγηση, μπολιάζοντας τον Καλό Στρατιώτη με τα βασικά συστατικά της αμφιβολίας, της αναποφασιστικότητας και της αναζήτησης της πραγματικής ταυτότητας, στοιχεία που διακατείχαν και τον ίδιο ως προσωπικότητα.

Αυτό που πάντα απασχολούσε τον Ford ήταν η «πλοκή» της ιστορίας, θεωρώντας, σύμφωνα με τον Frank Kermode[1] ότι «η αφηγηματική τεχνική πρέπει να σμιλευθεί με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά να εξυπηρετήσει ένα μεγαλύτερο στόχο από την απλή παράθεση των γεγονότων που συναποτελούν μία ιστορία». Εραστής των γυναικών και του «κεκοσμημένου λόγου», λέγεται ότι επιδίωκε το φλερτ με το «ωραίο φύλο» για να εμπνέεται και να καλλιεργεί τη μυθιστορηματική του virtuosité.

Στον Καλό Στρατιώτη, ο Ford είναι ο απόλυτος άρχοντας, διατηρώντας τον έλεγχο της ιστορίας, παραμένοντας όμως σταθερά αόρατος, ενώ η αφηγηματική οικονομία του συγγραφέα προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι κάτι διαφορετικό από όσα περιγράφονται έχει, ίσως, συμβεί. Χρησιμοποιεί την τεχνική του αφηγητή ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται το νόημα όσων αφηγείται (αναξιόπιστος παρατηρητής), εν αντιθέσει με τον αναγνώστη ο οποίος καταλαβαίνει καλύτερα τα όσα διαδραματίζονται, εκτιθέμενος άμεσα στον αντίκτυπο των πράξεων και των λόγων των πρωταγωνιστών. Όλα είναι αλήθεια και, την ίδια στιγμή, όλα είναι ψέμματα.

Η υπόθεση στον Καλό Στρατιώτη είναι φαινομενικά απλή : ο αφηγητής διηγείται μία ιστορία για δύο εύπορα ζευγάρια, ένα ζευγάρι Αμερικανών και ένα ζευγάρι Βρετανών (ο ίδιος ανήκει στο ζευγάρι των Αμερικανών) που συναντιούνται για εννέα ολόκληρα χρόνια σε μία γερμανική λουτρόπολη, κάνουν παρέα μεταξύ τους, έως ότου ένα αναπάντεχο γεγονός διαταράσσει την ισορροπία και φέρνει στο φως αλήθειες περίπλοκες, αλήθειες αδιανόητες, πάθη κρυφά, σχέσεις τολμηρές, σχέσεις ανύπαρκτες, παιχνίδια εξουσίας και ζητήματα καρδιάς (άρρωστη καρδιά, κρύα καρδιά, απουσία καρδιάς). Ενδιαμέσως, ο συγγραφέας κρύβει κάτω από λεπτοδουλεμένες φράσεις, λέξεις, συλλαβές, ερωτήματα για την αληθινή ταυτότητα, την αβεβαιότητα ως τη μόνη βεβαιότητα, την απιστία, την τιμή, την αναζήτηση της αγάπης, την προδοσία, τη δύναμη της θρησκείας, τα ξεπερασμένα, για την εποχή του, ήθη της βικτωριανής και της εδουαρδιανής εποχής   καθώς και ψυχαναλυτικές αναφορές στο κυρίαρχο, αρρενωπό αρσενικό και στο αποδυναμωμένο έτερο αρσενικό. Οι γυναίκες, φυσικά, όλες παρούσες, αναλαμβάνουν το ρόλο της συζύγου, της ερωμένης, της προστατευομένης, της φίλης, της αντίζηλου, της υπέρτατης αγαπημένης, στήνοντας ουσιαστικά το μεγάλο πλαίσιο της σκηνής πάνω στην οποία αναμετρώνται με έναν παράξενο τρόπο τα δύο και μόνα αρσενικά της ιστορίας : ο Έντουαρντ Άσμπερναμ και ο Τζον Ντάουελ.

Η αμφισημία, λοιπόν, είναι διάσπαρτη μέσα στο μυθιστόρημα, ο αφηγητής και ήρωας Ντάουελ (ελάχιστες φορές αναφέρεται το μικρό του όνομα, ασήμαντο όπως και ο ίδιος, Τζον) συχνά δηλώνει άγνοια, συχνά αναρωτιέται για την πραγματική φύση όσων εξιστορεί με τρόπο άλλοτε τρυφερό, άλλοτε με καλυμμένη ζήλεια, άλλοτε με λεπτή ειρωνεία, άλλοτε με πλήρη απάθεια, πλέοντας σε έναν ωκεανό άγνοιας, ενώ, κάτω από την κρούστα της αδιατάρακτης επιφανειακής ευταξίας, σιγοκαίει η φωτιά του πάθους, που κάποια στιγμή ανεξέλεγκτα ξεφεύγει, γιγαντώνεται και αφήνει στο διάβα της στάχτη και αποκαϊδια. Πάντα σε αμφισβήτηση, τόσο για τον εαυτό του, όσο και για το νόημα των γεγονότων και των λεχθέντων, η αφήγηση του Ντάουελ θέτει σε λειτουργία ένα μηχανισμό αποπροσανατολισμού και κατάλυσης των όσων, εκ πρώτης όψεως, θεωρούνται ως δεδομένα. Τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, κανείς δεν είναι όπως νομίζουμε.

 

Ford Madox Ford

 

Οι ήρωες, ιμπρεσσιονιστικοί, απατηλοί, ο αφηγητής πάντα παρών, δεν αφηγείται απλώς μία ιστορία που άκουσε αλλά εμπλέκεται ενεργά στη δραματουργική εξέλιξη, η οποία, ούτως ή άλλως, είναι από μόνη της ένας λαβύρινθος. H Λεονόρα, καθολική ιρλανδέζα, δίνει την αρχική εντύπωση συζύγου-θύματος για να αποκαλυφθεί στη συνέχεια ότι είναι θύμα του δικού της πάθους για κυριαρχία, απαλλαγμένη από κάθε είδους αισθήματα πέραν του εγωισμού της και της αρρωστημένης επιθυμίας της για μία «comme il faut» συζυγική ζωή που δεν αφήνει ίχνος ψέγους να γίνει αντιληπτό από τον εξίσου αποστειρωμένο κοινωνικό περίγυρο. Η Φλόρενς, πλούσια αμερικανίδα κακομαθημένη κληρονόμος, είναι στην ουσία μια βαθιά διεφθαρμένη ψυχή που υποκύπτει στο πάθος της σάρκας, σχετίζεται με άλλους άνδρες, υποτάσσει τον άβουλο και άνευρο σύζυγό της και χωρίς ντροπή συνάπτει δεσμό με τον Έντουαρντ ενώ πιστεύει ότι μπορεί, παρόλα αυτά, να διατηρήσει τις επίπλαστες σχέσεις της με τη Λεονόρα. Ο Έντουαρντ, ένας βρετανός, σχεδόν ξεπεσμένος, αριστοκράτης, ένας τύπος old chap, είναι ένας, κατά βάση, ρηχός άνδρας, καλός στρατιώτης που πολέμησε στην Ινδία, κτήτορας γαιών αλλά και κατακτητής γυναικών, παρασυρμένος από το πάθος του να παρηγορεί παντί τρόπω τα θηλυκά, διψασμένος για έρωτα, ενώ την ύστατη στιγμή δείχνει να διακατέχεται από ένα αξεπέραστο αίσθημα τιμής, απαρνιέται τον ανομολόγητο έρωτά του για τη νεαρή προστατευόμενή του Νάνσι και οδηγείται στο θάνατο.

Και, βέβαια, ο αφηγητής Ντάουελ, πάντα στη σκιά, είναι μία ακατανόητη ύπαρξη,  αδυνατεί να αντιληφθεί την ουσία των γεγονότων (πολλές φορές άλλωστε αναφέρεται η φράση «Δεν ξέρω, δεν ξέρω»), ευνουχισμένος τόσο από τη σύζυγό του όσο και από την επίδραση του κυρίαρχου αρσενικού εκπροσώπου, του Έντουαρντ, για τον οποίο εκφράζει, μέσω της αφήγησης, αισθήματα πότε φιλικά, πότε καλυμμένη ζήλεια, κάποιοι ερευνητές μιλούν ακόμη και για λανθάνουσα ερωτική έλξη, ενώ, τέλος, αρκείται στο να περάσει τη ζωή του ως προστάτης της τελευταίας αγαπημένης του μεγάλου αντίζηλού του, τη Νάνσι, η οποία, από έρωτα για τον Έντουαρντ χάνει τα λογικά της. Ο Ντάουελ ζει μέσα σε μία παντελή έλλειψη πάθους, η δική του καρδιά παραμένει απελπιστικά «στα ρηχά». Είναι άξιος για λύπηση. Ή μήπως απλά  πρόκειται για τον μεγαλύτερο ηλίθιο λογοτεχνικό ήρωα; Ή μήπως πάλι όχι; Ο υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί να θυμηθεί αρκετά σημεία του βιβλίου που μαρτυρούν ότι δεν είναι και εντελώς απίθανο ο Ντάουελ να μην είναι καθόλου αυτό που φαίνεται, αλλά να πρόκειται, τελικά, για έναν ανατριχιαστικά «κακό» ήρωα, που υπολογίζει να μείνουν σε αυτόν τα χρήματα από την κληρονομιά της γυναίκας του, με πιθανότητα να «συμμετείχε» στην αυτοκτονία της, έχοντας ουσιαστικά αφήσει τον Έντουαρντ εντελώς αβοήθητο πριν την αυτοκτονία του, απωθώντας όλα τα θηλυκά (η Λεονόρα θα φύγει σχεδόν τρέχοντας μακριά του) και, καταφέρνοντας να «φυλακίσει» την τρελλή πλέον Νάνσι, την οποία, ούτως ή άλλως, ήθελε για τον εαυτό του. Κάθε ανάγνωση και διαφορετική ερμηνεία. Τα γεγονότα από τη μια, η ερμηνεία τους από την άλλη. Ο αναγνώστης διαλέγει και παίρνει. Όλα μπορεί να είναι αληθινά γιατί είναι όλα πιθανά.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι το κείμενο έχει μία ξεχωριστή, ακουστική, γοητεία, καθώς η ιστορία μπαινοβγαίνει στο παρελθόν και στο παρόν με εξαιρετική άνεση και τα γεγονότα εναλλάσσονται μαζί με τα πρόσωπα σαν σε βηματισμό βαλς, με χάρη και αρμονική κίνηση. Και αλήθεια, το χέρι του Ford σκαλίζει προσεκτικά τις φράσεις που θα μεταβάλλουν πολυσήμαντες έννοιες σε ρέουσα αφήγηση για να οδηγήσει τον αναγνώστη σε ένα μονοπάτι όλο αμφιβολία προς την αναζήτηση της αλήθειας. Η φαινομενική τελειότητα των σχέσεων των δύο ζευγαριών γρήγορα καταλύεται, ενώ, σταδιακά, τα σπαράγματα της αφήγησης του Ντάουελ μπαίνουν στη θέση τους για να συνθέσουν τη μεγάλη εικόνα, αυτή της πιο θλιβερής ιστορίας, μίας ιστορίας διάψευσης, απιστίας, προδοσίας, πάθους που οδηγεί ακόμη και στο θάνατο είτε ως θύτης είτε ως θύμα.

Ο ίδιος ο Ford Madox Ford είχε παραδεχθεί ότι σκοπός του ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο να αποτελέσει ένα «άνευ προηγουμένου» «κύκνειο άσμα», ενώ, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερότητά του, ανέφερε ότι, ίσως μετά από 150 χρόνια από τη συγγραφή του, να υπάρξει κάποιος που θα το εκτιμήσει αρκετά και να διδάσκεται στο Πανεπιστήμιο του Durham. Κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης, κάθε ήχος, οι εναλλαγές χρόνου, τα «flashbacks», η χρήση του «αναξιόπιστου αφηγητή», η ολοένα μεταβαλλόμενη πλοκή, οδηγούν σε μυθιστορηματικές κορυφώσεις, δημιουργούν ένα σκοτεινό αλλά ταυτόχρονα σπινθηροβόλο κείμενο που παρότι στέκεται στις αρχές του 20ου αιώνα, εισάγει πλήθος καινοτομιών, πεισματικά αρνείται την εύκολη ανάγνωσή του και έκτοτε η σαγήνη του έχει μαγέψει πλήθος μεγάλων σύγχρονων συγγραφέων καθώς ο απόηχός του εξακολουθεί να φθάνει έως τις μέρες μας. Οι ίδιες λέξεις, οι ίδιοι ήχοι, οι ίδιες εικόνες, μπορούν και αλλάζουν μορφή, κάτι έρχεται στην επιφάνεια, κάτι άλλο υποχωρεί στο σκοτάδι.

Γραμμένο από ένα συγγραφέα ιδιαίτερα περίπλοκο και απαιτητικό, το έργο συναρπάζει τον αναγνώστη καθώς ολοένα τον προσκαλεί, του γνέφει να γίνει και  εκείνος συμμέτοχος στην πλοκή, να ανασηκώσει το πέπλο για να αναγνωρίσει ότι η φαινομενική τελειότητα του βίου των δύο ζευγαριών ήταν, τελικά, μία φρεναπάτη, ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που διαρκώς μεταβάλλει το «φαίνεσθαι» χωρίς, όμως, να καταλύει την έννοια της ουσίας. Το κείμενο είναι εδώ μπροστά μας ζωντανό, ο συγγραφέας στέκεται και παρακολουθεί καθώς όλα εξελίσσονται ανάλογα με το πώς διαβάζονται, πώς ερμηνεύονται. Και εδώ έγκειται και το μεγαλείο του Καλού Στρατιώτη : όλα είναι πιθανά, τίποτε δεν αποκλείεται, η ιστορία είναι μία αλλά ταυτόχρονα και περισσότερες.

Στο κατώφλι του 20ου αιώνα, νέα ρεύματα, νέα ήθη, νέα οράματα απασχολούν το σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο συγγραφέας Ford Madox Ford υπήρξε ένα πνεύμα σύνθετο, συγγραφέας πολυγραφότατος, βρέθηκε και ο ίδιος αναποφάσιστος για την ταυτότητά του (Γερμανός ή Βρετανός), μπλέχτηκε σε συναισθηματικούς στροβίλους συνάπτοντας σχέσεις με γυναίκες (ακόμη και με περισσότερες της μιας κάθε φορά, στις οποίες μάλιστα έδινε και το επίθετό του), βίωσε τραυματικές εμπειρίες στο μέτωπο και αντιλήφθηκε τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνταν στην εποχή του σε όλα τα επίπεδα : στην τέχνη, στην κοινωνία, στην οικονομία, όλες οι παραδοχές γκρεμίζονται ενώ ο πόλεμος επικρέμεται ως απειλή διασαλεύοντας τη βεβαιότητα για έναν κόσμο σίγουρο και ελπιδοφόρο.

 

Συνεπώς, θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι ο ήρωας Ντάουελ (ενδεχομένως και alter ego του συγγραφέα ως προς την αναποφασιστικότητα), μένει αποσβολωμένος μπροστά στις αποκαλύψεις που κατακλυσμιαία εισβάλλουν στην έως τότε αδιατάρακτη ζωή του, βιώνει μία καινούργια πραγματικότητα, αντιλαμβανόμενος ότι όσα θεωρούσε ως δεδομένα ήταν, τελικά, μία πλάνη. Ταυτόχρονα, ο Καλός Στρατιώτης, μετουσιώνει σε έργο λογοτεχνικό την κινητήρια δύναμη της αμφιβολίας και μεταβάλλεται σε μανιφέστο, έργο-πυξίδα, που υπηρετεί  επιπλέον  μία άλλη κυρίαρχη, για το συγγραφέα, αλήθεια : τα γεγονότα υποκλίνονται στις εντυπώσεις, στο στίγμα που αφήνουν στον καθένα μας. Κάθε ερμηνεία μπορεί να είναι σωστή γιατί κάθε ερμηνεία είναι πιθανή. Ο Καλός Στρατιώτης είναι ένα έργο για εξίσου καλούς αναγνώστες. Ή ίσως πάλι, δεν ξέρω —-

 

Γράφει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του για την πλοκή :

 

«Με δεδομένο λοιπόν ότι η πλοκή, αν πρόκειται η τραγωδία να είναι η ωραιότερη, δεν πρέπει να είναι απλή, αλλά περίπλοκη, ας πούμε στη συνέχεια ποια πρέπει να είναι η πλοκή των γεγονότων, αφού αυτή είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό μέρος της τραγωδίας.

Από όσα έχουν λεχθεί προκύπτει σαφώς ότι έργο του ποιητή δεν είναι να παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα, αλλά αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν, δηλαδή τα δυνατά σύμφωνα με τους κανόνες της πιθανοφάνειας ή της αναγκαιότητας. Είναι πιστευτό αυτό που είναι δυνατό. Και βάσει αυτού του χαρακτηριστικού, ο ποιητής τα επιλέγει για να τα αφηγηθεί.».

 

Ο Ford Madox Ford δεν θα μπορούσε να δώσει καλύτερη ερμηνεία στην πράξη…..

 

 

[1] Διάσημος βρετανός ακαδημαϊκός και κριτικός λογοτεχνίας (1919-2010)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top