Fractal

Ένα διήγημα: «Ο καφές του Λεωνίδα»

Του Μάνου Μαυρομουστακάκη // *

 

 

 

 

… εν τω μεταξύ, η φαντασία του πανί, που φούσκωνε στον αέρα και τον έβγαζε σε όλες τις δυνατές ξέρες. Ανέβαινε πάνω τους και τις πρασίνιζε, τις φόρτωνε με σπίτια, άλογα, καταρράκτες, ό,τι εν πάση περιπτώσει ποθούσε να γευτεί, να οσφριστεί, να θαυμάσει. Τέτοιος ΄΄άνθρωπος΄΄ ήταν η φαντασία του. Δεν του χάλαγε ποτέ χατίρι.

Με αυτόν τον ανέξοδο τρόπο, έκανε όσα η τσέπη του αρνιόταν να κάνει για χάρη του. Δεν ήταν πεισματάρα τού λόγου της, αλλά συντηρητική από ανάγκη, αφού διέθετε όσα είχε μέσα της και για την ακρίβεια όσα τής έβαζαν, αφού η ίδια ήταν στείρα εκ φύσεως.

Πάντως για έναν καφέ, ίσως και για ένα γλυκό, διέθετε … οπότε ο Λεωνίδας είχε μόνιμο πόστο στην καφετέρια τής πλατείας και μάλιστα με όλες τις διατυπώσεις τακτοποιημένες για τις εξορμήσεις τών ονείρων του. Η φαντασία του έμοιαζε και ήταν πολύ νεότερη και σαφώς πιο δραστήρια από τον ίδιο, που αισίως συμπλήρωνε πενήντα χρόνια καθισιού. Καθισιού, καθ’ ότι άνεργος στην κατά τεκμήριο αποδοτικότερη περίοδο τής ωριμότητας του. Τότε, που οι δυνάμεις σου δοκιμάζουν και από τα δυό στρατόπεδα, τής νεότητας και τής … παλαιότητας.

Δεν ήταν πάντα καθήμενος. Παλαιότερα άφηνε την πιστή του καρέκλα προς άγραν εργασίας, χωρίς πολλή όρεξη είναι αλήθεια, κάτι που γινόταν εύκολα αντιληπτό από τους υποψήφιους εργοδότες του. Έτσι, τις λίγες φορές, που έκαναν τα στραβά μάτια και τον προσελάμβαναν, διαπίστωναν ότι εκείνος κάθονταν περισσότερο, απ’ ότι οι ίδιοι και δυό υπάλληλοι μαζί, οπότε τού έκαναν δώρο την καρέκλα και τον έστελναν στην ευχή τού Θεού.

«Εγώ προσπάθησα, πάντως», έλεγε στον εαυτό του, που τον είχε και τού χεριού του, γιατί από τους άλλους κανείς δεν τον έπαιρνε πλέον σοβαρά. Από την άλλη, αν εξαιρέσεις τις ταξιδιωτικές του ανησυχίες, δεν ήταν και πολύ απαιτητικός απ’ τη ζωή του. Η οικογένεια του,αυτή που τον γέννησε σε σχήμα καρέκλας, είχε μείνει η μισή, τουτέστιν ο πατέρας είχε πεθάνει καιρό τώρα και η μάννα του, στα ογδόντα της πλέον, μοιραζόταν μαζί με το βλαστάρι της την πενιχρή της σύνταξη. Από άλλη οικογένεια, αυτή που φτιάχνεις, όχι αυτή που βρίσκεις, ούτε λόγος. Ποιά γυναίκα θα δέσμευε την τύχη της με κάποιον που στα ντουζένια του, άντε να γινόταν πολυθρόνα από καρέκλα; Χρόνια τώρα η μάννα του το είχε πάρει απόφαση. Το παιδί της δε θα μεγάλωνε ποτέ. Η ακαμψία του ξύλου, γαρ.

Οι φίλοι του, αν κάποτε υπήρξαν, είχαν κι αυτοί κολλήσει σαν απολειφάδια στο ποτήρι του, αφρός από φραπέ που από μικρός έπινε και που ούτε αυτό δεν κατόρθωσε με τον καιρό να αλλάξει.

Όμως, όσο κι αν λέμε ότι ο χρόνος για μερικούς ανθρώπους, γίνεται ένα με την μούρη τους, κάποτε κι αυτός τους βαριέται και για λίγο τους αλλάζει, ίσα για να αλλάξει πλευρό.

Ήταν Παρασκευή, παραμονή Σαββατοκύριακου. Όχι ότι για τον Λεωνίδα ήταν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά να, οι υπόλοιποι θαμώνες τής καφετέριας, εξ’ όσων είχε παρατηρήσει, είχαν άλλη διάθεση κάθε Παρασκευή. Σημειωτέον ότι αντιπαθούσε τα καφενεία, αφού εκεί σύχναζαν συνταξιούχοι, παροπλισμένοι επί το πλείστον, που τους άρεσε να διηγούνται τα πεπραγμένα τής ζωής τους. Σκεφτόταν λοιπόν, ότι αφενός δεν είχε την κατάλληλη ηλικία γι’ αυτά και αφετέρου και το σπουδαιότερο δεν είχε καμμία ανδραγαθία να ιστορήσει σαν του απηύθυναν τον λόγο. Έτσι συντρόφευε εξ’ αποστάσεως νεαρές παρέες, που σχεδίαζαν το μέλλον που με τη σειρά τους θα διηγούνταν κάποτε.

Ήταν Παρασκευή λοιπόν και η καφετέρια είχε γεμίσει από πολλούς επίδοξους … σχεδιαστές. Ο Λεωνίδας έμπειρος στην καθιστική επιστήμη είχε προλάβει – πάντα προλάβαινε – να αγκαζάρει την κλασική του θέση και το σύστοιχο τραπεζάκι της. Η ροή τών νεολαίων, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, είχε κτυπήσει κόκκινο. Οι μόνες άδειες καρέκλες εκείνη τη μέρα, συντρόφευαν αυτή του Λεωνίδα.

Τότε συνέβη το αναπάντεχο. Μια λυγερόκορμη νεαρή παρουσία πλησίασε το τραπέζι τού Λεωνίδα και τον ρώτησε ευγενικά, αν θα μπορούσαν να το μοιραστούν. Άλλες φορές, στο πολύ επικοινωνιακό τής περίστασης, θα του ζητούσαν τις άδειες καρέκλες για κάποιο διπλανό τραπέζι. Τούτη τη φορά όμως, όχι. Οι καρέκλες δε θα άλλαζαν αφεντικό. Μια νεαρή κυρία του ζητούσε να καθίσουν μαζί, να μοιραστούν το ίδιο τραπέζι, ίσως και την ίδια κουβέντα… όπα, η φαντασία δεν έπρεπε να ανέβει σε τούτη τη ξέρα. Αυτή ήταν πρόδηλα αμφισβητούμενη και άρα ευεπίφορη για θερμό επεισόδιο. Ούτε το ΄΄θερμό΄΄ σκέφτηκε, μεταξύ μας. Πιθανότατα, ξεβολευτικό, θα είπε με τον νου του.

–Μα φυσικά, καθίστε, είπε με μιά δόση έμφυτης ντροπαλοσύνης, που κι αυτή δεν ωρίμασε ποτέ και του μεινε ως είχε, παιδική.

–Ξέρετε, έχω κλείσει ραντεβού με μια φίλη μου εδώ και δεν υπάρχει άδειο τραπέζι πουθενά.

–Βολευτείτε, τής είπε τότε ο Λεωνίδας με τον πιο φυσικό τρόπο, αφού ήταν το πιο συχνά απαντώμενο ρήμα τού λεξιλογίου του.

–Σας ευχαριστώ. Συγγνώμη που σας αναστάτωσα … Μα για ποιά αναστάτωση μιλούσε. Πάντα ήθελε ένα κορίτσι δίπλα του, στο παρελθόν το ονειρευόταν κιόλας, αλλά καιρό τώρα το είχε πάρει απόφαση, πως δεν… Να όμως που δεν έπρεπε, έστω κι έτσι. Οι σκέψεις αυτές δεν του πήραν παραπάνω από ελάχιστα δευτερόλεπτα, οπότε και επανήλθε.

–Καμμία αναστάτωση. Μόνος ήμουν και για να σας πω την αλήθεια δε με διακόψατε και από τίποτα σπουδαίο.

–Σας είδα κάπως σκεπτικό

–Τίποτα το σοβαρό. Καμμιά φορά ταξιδεύω με τον νου μου..

Εκεί σταμάτησε κι η κουβέντα του, αφού η νεαρά κυρία γύρισε το κεφάλι της προς τη τζαμαρία, πιθανότατα για να δει, αν ερχόταν η φίλη της. Απογοητευμένος από την εξέλιξη και για να κρύψει την αμηχανία του, ο Λεωνίδας έβγαλε από τη τσέπη του ένα μικρό μπλοκάκι κι έκανε πως το κοιτούσε.

–Άργησε η φίλη μου, επανήλθε η νεαρή κυρία. Σήμερα είχε κίνηση ο δρόμος..

–Παρασκευή, ανταπάντησε ο Λεωνίδας, αν και το επιχείρημα του δεν είχε κανένα σοβαρό έρισμα.

–Ναι… είπε αδιάφορα εκείνη με τη σειρά της και έβγαλε το κινητό της, μάλλον για να την καλέσει. Το κινητό πάντως δεν ανταποκρίθηκε στην επιθυμία τής κοπέλας και προτίμησε την ησυχία του, όπως και πριν. Ο Λεωνίδας συνέχισε να ξεφυλλίζει άσκοπα το μπλοκάκι, αφού είχε εισπράξει ήδη ένα μικρό μπλοκ από την μικρή του παρέα. Η κοπέλα επίσης δεν άφησε, το κινητό από τα χέρια της και τα δάκτυλα της άρχισαν να χαϊδεύουν την οθόνη του. Σαν να κοιτούσε τα περασμένα της μηνύματα. Στο μεταξύ μια σκιά κάθισε λοξά στην πλάτη της. Γύρισε απότομα και είδε τον σερβιτόρο που έκρινε πως θα έπρεπε να τής πει δυό κουβέντες, τις τυπικές.

–Έχετε αποφασίσει ή να περάσω μετά;

Η κοπέλα ξαφνιάστηκε λίγο, αλλά γρήγορα ανέκτησε το χαμένο έδαφος.

–Ναι, ένα φρέντο καπουτσίνο, παρακαλώ. Περιμένω και μιά φίλη μου… βιάστηκε να συμπληρώσει, σαν να ήθελε να δικαιολογήσει τη συμπαρουσία της εκεί με τον Λεωνίδα. Ο σερβιτόρος δεν απάντησε, αφού τον ποιόν περίμενε ο καθένας δεν τον αφορούσε κι έφυγε βιαστικά για το πόστο του. Ο Λεωνίδας κάτι πήγε να του πει, μάλλον θα τού ζητούσε λίγο νερό συμπλήρωμα, αλλά δεν πρόλαβε. Μετά αφέθηκε να κοιτάζει, όσο πιο διακριτικά μπορούσε τη νεαρά με το κινητό. Πόσο τυπική εικόνα, αλλά για κείνον είχε μιάν άλλη αξία, προστιθέμενη. Είχε συνηθίσει την μοναξιά του, αλλά κι εκείνη για πόσο να του ήταν ακόμη πιστή; Αν δεν απατώμαι, η τελευταία φορά που την απάτησε, ήταν πριν κάμποσα χρονάκια. Σχέση περιστασιακά περιστασιακή, που σχέση κατ’ ευφημισμόν μόνον θα την έλεγες. Δε βαριέσαι. Καλύτερα έτσι. Μιά τσέπη για λίγα ψιλά διέθετε και το σπουδαιότερο, για καθόλου χοντρά. Ακόμη και η σύνταξη της γιαγιάς, από ιδιοτροπία ή από κουμάντο, έφθανε στα χέρια της σε ψιλά κέρματα και σε ψιλά χαρτονομίσματα. Έτσι συνήθισε – χάριν των εικόνων του – να είναι ολιγαρκής. Από ανάγκη, που στη συνέχεια έγινε άποψη και στάση ζωής. Η νεαρά ήταν όσο φρέσκια τής επέβαλαν τα 25 της χρόνια. Χωρίς μπογιατίσματα ήταν – πρωί ακόμα – και με ύφος ΄΄να τα δοκιμάσω όλα΄΄. Με την αυτοπεποίθηση τού ατζαμή, αλλά και με μιά εικόνα ΄΄τζάμι΄΄ κατά την νεανική διάλεκτο. Αυτό επέτεινε τη νευρικότητα τού Λεωνίδα. Δε θυμόταν αν είχε ξυριστεί, αν είχε χτενιστεί, γενικά δε θυμόταν πώς θα έπρεπε να είναι για να αρέσει. Προς στιγμήν σκέφτηκε να διορθώσει ό,τι εύκολα μπορούσε να διορθωθεί, καθρεπτίζοντας το πρόσωπο του στη σκονισμένη οθόνη τού παλαιολιθικού κινητού του. Ναι, είχε και τέτοιο. Να τον βρίσκει η ΄΄γριά΄΄ του, αν κάτι τής πήγαινε στραβά. Δεν ήξερε τι ήθελε να δει, έτσι αρκέστηκε να ξαναβάλει τι κινητό του στη τσέπη, τη δεξιά, γιατί στην αριστερή υπήρχαν τα πενιχρά του κέρματα. Εν τω μεταξύ η νεαρή κυρία δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια της από την οθόνη. Κάποια στιγμή έπιανε το βλέμμα τού Λεωνίδα κι ένα αδιόρατο χαμόγελο της. Ποιος ξέρει, μπορεί κάτι να διάβασε και να της άρεσε, σκεπτόταν με μια δόση ζήλιας ανάμικτης με πίκρα. Τώρα θα μου πείτε, από που κι ως που. Ήταν που δεν είχε όρια η φαντασία του. Ευθεία ήταν, άντε ημιευθεία και πάντως επ’ ουδενί ευθύγραμμο τμήμα. Άθελα της άρχισε από το πουθενά να φτιάχνει εικόνες. Οι ξέρες τής φαντασίας του θα αποκτούσαν και κατοίκους. Δε θα ήταν πια έρημος ναυαγός. Κάποια στιγμή πάντως, το παιχνίδισμα των δακτύλων τής νεαράς σταμάτησε να ταλαιπωρεί την οθόνη και το βλέμμα της ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα. Θεέ μου, σκέφτηκε ο Λεωνίδας, μήπως ψάχνει τραπέζι ελεύθερο να μετακομίσει; Για αγαθή του τύχη, τίποτε δεν είχε αλλάξει στο προκείμενο θέμα. Αυτή η μιάμιση αναπνοή ανακούφισης τού Λεωνίδα έφθασε μέχρι την έκτη της αίσθηση. Χαμογέλασε ξανά αδιόρατα και μάλιστα χωρίς να έχει κοιτάξει καμία οθόνη αυτή τη φορά. Καλό σημάδι; Ποιος ξέρει…

Ο σερβιτόρος έσπασε ξανά τον ειρμό τών σκέψεων τού αταίριστου … ζεύγους.

–Παρακαλώ, ο καφές σας… είπε και εναπόθεσε το ποτήρι μπροστά της. Ο Λεωνίδας πήρε το δικό του νεροπότηρο, το έφερε στο στόμα του και κατάπιε το υπόλοιπο νερό, με πρόθεση να ζητήσει από τον σερβιτόρο να του το ξαναγεμίσει. Δεν πρόλαβε και το μόνο που πρόλαβε ήταν να απολαύσει την πλάτη του, που απομακρύνετο. Αισθάνθηκε άοπλος. Τώρα δεν είχε τίποτα να διασκεδάζει τα μικρά διαλείματα τής αμηχανίας του. Χαμογέλασε ξανά η νεαρά κυρία. Με αυτό το ανθυ-υπο-μειδίαμα που δε ξέρεις αν σημαίνει κάτι ή αν είναι μια σύσπαση μυών άνευ ενδιαφέροντος. Τί να σκέφτηκε τώρα; αναρωτήθηκε ο Λεωνίδας. Ήθελε να κάτσει κι άλλο, ωστόσο χωρίς κάποιον λόγο μπροστά του, πάει να πει ένα ποτό… Κάποια στιγμή σκέφτηκε να παραγγείλει ένα δεύτερο καφέ, αλλά κρατήθηκε. Ίσως γιατί τού πέρασε από το μυαλό η ιδέα να κεράσει τη νεαρή παρέα του. Έπρεπε λοιπόν να μετρήσει τις κερματικές του δυνάμεις. Ξαναέβγαλε το μπλοκάκι του. Αυτή τη φορά κι ένα μολύβι. Έκανε πως σκεπτόταν και το μολύβι του έκανε πως τον … περίμενε. Ασυνήθιστο ήταν άλλωστε σε τέτοια, σαν να είχε κολλήσει τη βαρεμάρα τού αφεντικού του. Αφέθηκαν λοιπόν Λεωνίδας, μπλοκ, μολύβι στον άδειο χρόνο τους, μέχρι που ένα κουδούνισμα κινητού διέκοψε τη ραστώνη τους.

–Έλα, που είσαι; Είπε η νεαρή φωνή. Καλά σε περιμένω… συνέχισε. Έτσι σύντομα κι απλά. Σε λίγο η παρέα θα αποκτούσε ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον. Δεν τον έπαιρνε να κεράσει δυό κοπέλες ούτε όμως ήθελε να αποχωρήσει. Ένας δεύτερος δικός του καφές θα ήταν μια χαρά πρόσχημα να παραμείνει στη θέση του. Κοίταξε αργά προς το βάθος τού καταστήματος. Διασταύρωσε θριαμβευτικά το βλέμμα του με δύο ακόμα μόνιμους θαμώνες τής καφετέριας, που σίγουρα θα απορούσαν με την όψιμη παρέα τής μοναχικής του εικόνας. Κάποια στιγμή εντόπισε και τον σερβιτόρο. Δε συνέβη το ίδιο και με κείνον που είχε στραμένη τη προσοχή του σε άλλα τετραγωνικά τού καταστήματος. Δεν πείραζε. Σκοπός του ήταν άλλωστε να περιμένει και να παραμένει. Η νερά κυρία μάλλον δεν έδειξε να αλλάζει μήκος κύματος στη διάθεση της και αγνοώντας τη μικρή αγωνία τού Λεωνίδα έστρεψε πάλι το βλέμμα της προς την είσοδο. Ίσως οι πληροφορίες που έλαβε να δικαιολογούσαν την όψιμη προσήλωση της.

Το ΄΄ίσως΄΄ διαγράφεται. Στο επόμενο καρέ, σαν να την τσίμπησε μύγα πετάχτηκε από την καρέκλα της και σήκωσε το χέρι της προς την νεοεισερχόμενη εκείνη τη στιγμή στην καφετέρια.

–Εδώ, Κλειώ… τής φώναξε.

Όμως η νεοεισερχόμενη δεν ήταν μόνη. Ένα συνομήλικο αγόρι τη συνόδευε, που έμεινε πίσω για λίγο, να τής κάνει χώρο να περάσει πρώτη την πόρτα.

–Γειά σου Αμαλία. Ήρθε και ο Γιάννης μαζί. Είπαμε να σου κάνουμε έκπληξη και να μην περιμένουμε το απόγευμα για να βρεθούμε..

Η Αμαλία, η … νεαρή κυρία τού Λεωνίδα κοίταξε τρυφερά τον Γιάννη και κινήθηκε αυθόρμητα προς το μέρος του. Έσκυψε ελαφρά κατά πάνω και τον φίλησε στο στόμα. Μετά κοίταξαν ολόγυρα να βρουν τραπέζι για τρεις…

Ο Λεωνίδας σηκώθηκε. Ήρθε η ώρα να πληρώσει τον σερβιτόρο. Ο καφές – ο δεύτερος – ας περίμενε την επόμενη μέρα.

 

 

 

* Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης έχει συγγράψει τις ” ΟΔΟΙΠΟΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ” (εκδ. Γαβριηλίδης) τα ” 190 & 1 Χαϊκού ” (εκδ. Γαβριηλίδης) και το θεατρικό η ” ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ” (εκδ. Δωδώνη)

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top