Fractal

Διήγημα: «Ο Ιούλιος της μνήμης»

Του Αλεξάνδρου Βαναργιώτη //

 

 

 

Είχε αρχίσει να φυσάει δυνατά ένας καυτός λίβας που σήκωνε σκόνη και σερνόταν παντού. Όλο μου το κορμί έσταζε ιδρώτα. Ο ιερέας τίναξε το θυμιατό του δύο φορές, «μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων…». Αυτό ήταν, σκόρπισε ο κόσμος με γρήγορα βήματα προς τα αυτοκίνητα. Απομακρύνθηκα κι εγώ. Επέστρεψα με τα πόδια, όπως ήρθα. Αποφεύγω το αυτοκίνητο, όταν είμαι συγκινημένος. Στον ουρανό μια παρέα από ροδαλά σύννεφα κινούνταν βιαστικά προς το βορρά. Θα σουρούπωνε σε λίγο αλλά τίποτα δεν προμήνυε κάποια λύτρωση από το καύμα.

Γέμισα μια κανάτα με παγάκια κι απλώθηκα σε μια πολυθρόνα στη βορινή βεράντα. Έβγαλα το κινητό και διέγραψα τα στοιχεία του εκλιπόντος εξαδέλφου. Την ώρα που σκοτείνιαζε αφέθηκα σ’ έναν λήθαργο αποκαμωμένος. Χαράματα με ξύπνησε μια ριπή δροσιάς που κατέβηκε ορμητική από τον Κόζιακα. Σηκώθηκα με μια φράση να στριφογυρίζει στο ναρκωμένο ακόμα μυαλό μου και να γλιστρά στη γλώσσα μου: «Μέμνησο λουτρών…». Ήμουν σίγουρος ότι ήταν ημιτελής, πως είχε και συνέχεια, αλλά δεν θυμόμουν την προέλευσή της, ούτε το όνειρο που την ανέβασε από την άββυσο του ασυνείδητου. Η πρωινή αύρα διέκοψε βίαια τις ονειρικές περιπλανήσεις του ύπνου κι άφησε στη σκέψη μου ένα κενό. Καινούριοι όμως συνειρμοί ξεπήδησαν. Θυμήθηκα Ιούλιους και θερινά λουτρά. Μέρες διακοπών. Τον προτιμούσαν τον Ιούλιο οι γονείς, γιατί κατέφθανε με τα ανυπόφορα «κυνικά καύματα». Πιο εύκολα έδιναν και άδεια στον πατέρα. Ο Αύγουστος ήταν ο περιζήτητος μήνας των αδειών, ποιος να πρωτοπάρει; Συνήθεις προορισμοί της οικογένειας το Κόκκινο νερό και τα Καμένα Βούρλα. Έναν Ιούλιο η υπηρεσία του πατέρα μάς έστειλε στα Λουτρά της Καΐτσας, θερμά λουτρά, σε ορεινή περιοχή κοντά στην Καρδίτσα. Τη διέσχιζε ένα γραφικό ποταμάκι. Ο Ιούλιος της επιστράτευσης, το ’74 μας βρήκε στον Καραβόμυλο, έξω από τη Λαμία. Πηγαινοερχόμασταν καθημερινά από τον Δομοκό με τα λεωφορεία του Μπεκερίδη. Μικρότερος είχα περάσει κι ένα καλοκαίρι στο χωριό, καταμεσής στο θεσσαλικό κάμπο. Είχε μαζευτεί το σιτάρι. Δουλεύαμε στα καλαμπόκια. Κύματα ανέβαινε η λάβρα από τη γη. Βρεχόμασταν κάτω από τα μπεκ, τρώγαμε σκορδάρι και βουτούσαμε στα ποτιστικά κανάλια. Θλιμμένος ήταν ο Ιούλιος της έκτης Δημοτικού με τη μετακόμιση από τον Δομοκό στα Τρίκαλα. Μεσημέρι, στην καρότσα ενός φορτηγού, ανάμεσα σε έπιπλα και πυρωμένες λαμαρίνες, κρατώντας ένα παγωμένο μπουκάλι νερό στο χέρι, με σφιγμένη την ψυχή από την παιδική ανασφάλεια και τον φόβο για το άγνωστο.

Γλυκόπικρος ο Ιούλιος της πρώτης του Λυκείου. Διακοπές με τον Βαγγέλη. Ένας χρόνος χωρίς πατέρα, κι ο έρωτας στα μάτια μιας Γαλλιδούλας κάλυπτε κενά και επούλωνε μια πληγωμένη εφηβεία. Μετά τον θάνατο του πατέρα άνοιξε λες οριστικά η πόρτα της θλίψης και δεν έκλεισε πια.

«Μέμνησο λουτρών…». Τα χρόνια των σπουδών αποτυπώθηκαν πολλές φράσεις και αποσπάσματα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στη σκέψη μου. Κάποτε μπορούσα να τα ανασύρω εύκολα. Τώρα διανύοντας τον πεντηκοστό πρώτο Ιούλιο της ζωής μου είχα απολέσει πολλά. Άνοιξα τον υπολογιστή. «Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης», έβγαλε η μηχανή αναζήτησης. «Θυμήσου τα λουτρά που σε δολοφόνησαν». Μια φράση από το στόμα του Ορέστη, στους Χοηφόρους του Αισχύλου και προμετωπίδα στο Γ΄ ποίημα του Σεφέρη, στη συλλογή Μυθιστόρημα. Ξεφύλισσα τον τόμο του Σεφέρη: «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια…». Πιο κάτω στη Γυμνοπαιδία: «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες». Στο τέταρτο έτος των σπουδών, ασύνετα είχα δανειστεί χάριν μιας κοπέλας τον τέταρτο και πέμπτο στίχο από το πρώτο ποίημα: «έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναξεχωρίσει». Πέρασε κι εκείνη δυστυχώς στον κύκλο της φθοράς, βυθίστηκε στο απύθμενο πηγάδι του χρόνου. Με τον καιρό, πολλά αγαπημένα πρόσωπα αναχώρησαν, πλήθυναν οι σκιές, βάρυναν οι μνήμες. Βουλιάζει η ψυχή μου όταν κοιτάζω το χθες. Προσπαθώ να αρπαχτώ από την αγάπη, όπως από το σταθερό κλαδί αυτός που έπεσε σε κινούμενη άμμο. Όμως τελευταία όλο και πιο βαθιά νιώθω τη συντριβή, όλο και πιο μεγάλο το ράγισμα. Πολλές φορές ξεπηδά από μέσα μου μια άγρια κραυγή και να φωνάξω όπως ο Σεφέρης: «Δεν έχω άλλη δύναμη· τα χέρια μου χάνονται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top