Fractal

Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

GlykofrydisΤο ζήτημά μου ήταν πάντα το εξωτερικό ερέθισμα. Δυστυχώς.

Ο εφιάλτης μου ήταν είναι και θα είναι κάποια φυλακή. Κάποιου είδους φυλακή. Ακόμη και κάποιου είδους εξορία, ας πούμε.

 

Κάποτε βρέθηκα στην Σαντορίνη για έξη μήνες ή και παραπάνω, στην θητεία μου στην ΠΑ. Είτε σε μια καταπληκτική ερημιά είτε στο πραγματικό τέλος του Θεού. Απέναντι, τις καλές ημέρες, έβλεπες ίσως και την Κρήτη.

Ένα μήνα χωρίς να μπορώ να εγκαταλείψω το πόστο μου, το ας το πούμε σπίτι όπου έμενα, ένα και μισό μήνες άλλες φορές, με χαρακιές σ’ ένα τετράδιο Υπηρεσίας. Το “σπίτι”, μέσα, θυμάμαι, είχε έναν παμπάλαιο πιο παμπάλαιο δεν γινόταν ηλεκτρονικό υπολογιστή, ένα μικρό ψυγείο, κάτι σαν κουζίνα να ζεσταίνω πράγματα ως φαγητό, ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, και μία αυλή. Και μία εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της οποίας εκκλησίας είχα τα κλειδιά, και την οποία συχνά επισκεπτόμουν την ημέρα γιατί τις νύχτες ίσως και να φοβόμουν, πιο πολύ τα σύννεφα που κατέβαιναν ως το απέναντι χωράφι παρά τους δαίμονες. Για τους δαίμονες είχα την Αγία Παρασκευή, οπότε όντως κοιμόμουν ήσυχος. Ο Αξιωματικός που με τοποθέτησε σε αυτό το πόστο με είχε ανακρίνει πριν την ανάθεση της Υπηρεσίας «Διαβάζεις βιβλία; Φοβάσαι τις νύχτες; Ή μόνος σου, φοβάσαι μόνος σου; Από υπολογιστές ξέρεις; Μήπως έχεις και κάνα πτυχίο να τελειώσεις; Ποίηση διαβάζεις;» Δεν τον είχα πιστέψει, νόμιζα πως με ψαρώνει, αλλά αυτός έλεγε την αλήθεια. Και τελείωσε την ανάκριση λέγοντας «Αν ακούσεις να σε φωνάζουν, θα έχεις τρελαθεί. Θέλεις να πας;» Το όνομα της Υπηρεσίας και το πόστο μου το είχε ήδη αναφέρει πριν. Ο νόμος τον υποχρέωνε να μην στέλνει εκεί ανθρώπους με το έτσι θέλω.

Μόνος μου δεν φοβόμουν, το λοιπόν. Τις νύχτες δεν τις φοβόμουν, εξήγησα το γιατί. Με την μοναξιά πρόβλημα μηδέν, μόνος μου ήμουν μια ζωή. Μάλλον θα έγραφα κάποιο βιβλίο εκεί αλλά αυτό δεν το είπα σε κανέναν. Κι έτσι πήγα. Ένα τζιπ μου έφερνε φαγητό κι ο ταχυδρόμος ό,τι του ζητούσα. (Κουμπάρος μου σημερινός.)

Άξαφνα, το ιδανικό, το ένιωσα να με καταπίνει. Γινόταν φυλακή. Παρόλα αυτά, το μυθιστόρημα που δεν έχω ολοκληρώσει ακόμη, μετά από τρία μυθιστορήματα κι ένα κάρο διηγήματα και γραπτά, εκεί ήρθε. Η πρώτη μου κουζίνα, πιο σταθερή δεν γίνεται, την οποία απλά δεν άντεξα.

Η κουζίνα μου, λοιπόν, είναι οι πόλεις και οι πρωτεύουσες του κόσμου, οι άλλοι άνθρωποι και οι ιστορίες τους, ο πλανήτης ως πλανήτης των ανθρώπων, ίσως γιατί δεν κατάγομαι από υπαρκτή πατρίδα, και ίσως γιατί πάντα μόνος μου ήμουν.

Ταξίδευα πάρα πολύ συχνά και άλλαζα τόπους πάρα πολύ συχνά. Ακόμη αλλάζω τόπους αν και έχει αρχίσει να με κουράζει, μάλλον.

Παλιότερα, στις φωτογραφίες μου δεν υπήρχαν άνθρωποι καθόλου. Περίμενα να φύγουν από το κάδρο, να αδειάσει ακόμη και το βάθος του πεδίου από αυτούς, και μετά να πατήσω το κουμπί. «Συνάνθρωποι.» όπως λέει ένας άνθρωπος που αγαπώ πάρα πολύ.

Η κουζίνα μου έχει μόνο επτά σκεύη. Τα αλλάζω συχνά αλλά αυτό δεν έχει να κάνει, κάποια μανία μου είναι. Η κουζίνα μου έχει μόνο επτά σκεύη: Έναν φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ένα εξωτερικό πληκτρολόγιο, ένα ποντίκι, ένα iPod, ένα ζευγάρι ακουστικά, ένα Kindle, και μία φωτογραφική μηχανή. Εικόνες με βιβλιοθήκες πίσω μου κλπ, αυτές τις κλασσικές “του συγγραφέα το γραφείο”, δεν θα βρείτε. Για κάμποσα χρόνια υπήρχε βιβλιοθήκη, μεγάλη, αλλά δεν βάστηξε. Στα 15 τελείωσε μέσα σε κούτες.

Πιθανότατα να πρέπει να ζήσω σε ένα αυτοκινούμενο αλλά μάλλον για αργά το βλέπω. Μία κινούμενη κουζίνα. Το τέλειο.

Κουζίνα, εννοείτε τις ψυχές, ίσως; Την αγάπη; Την ομορφιά; Από πού έλκω τα γραπτά μου, π.χ.; Πού μαγειρεύονται οι ιστορίες μου; (Δυστυχώς μόνο ιστορίες ξέρω να λέω, δεν είμαι ποιητής, ούτε λογοτέχνης, δυστυχώς.)

Αυτές, λοιπόν, μαγειρεύονται νύχτα, συνήθως, γιατί έχει ησυχία και οι συνάνθρωποι κοιμούνται. Και συλλαμβάνονται οποτεδήποτε οπουδήποτε. Κανένα μυστήριο. Εκτός… Όταν έρχονται οι δαίμονες._

 

* Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Εργάστηκε στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σίριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη και αργότερα ως β’ βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην Deutsche Film-und Fernsehakademie στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επάγγελμα. Έχει εκδώσει διηγήματα και δύο μυθιστορήματα, ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογές διηγημάτων, μεταξύ των οποίων και στο «Έρως 13″, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Βιβλία του: «Ο επιβάτης» (Νεφέλη», «10 ώρες δυτικά» (Ελληνικά Γράμματα», «Hotel Chelsea» (Ψυχογιός).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top