Fractal

«Το κόσμημα της αφομοιωμένης εμπειρίας»

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση στην αφηγηματική ιστορία του Αντώνη Γκάντζη «Ο γέροντάς μου», εκδόσεις Αρμός, 2017

 

Συμβαίνει κάποιες φορές, όταν έχεις τη διάθεση να επιχειρήσεις μια γραπτή προσέγγιση σε ένα λογοτεχνικό έργο, να διστάζεις επειδή γνωρίζεις πρόσωπα και πράγματα, χωρίς βέβαια να το έχεις επιδιώξει. Η ζωή έχει ήδη φροντίσει για τούτο, πολλές φορές χωρίς να σε ρωτά.

 

Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως πλεονέκτημα, αφού κατά γενική ομολογία θα σε βοηθήσει να προσεγγίσεις ευκολότερα τα στενά μονοπάτια του έργου.

Είναι έτσι όμως; Πόσο αντικειμενικός μπορείς να είσαι; Πώς θα κάνεις πέρα την όποια συμπάθεια, αντιπάθεια ή και αδιαφορία ακόμη για τον συγγραφέα; Πώς θα αφήσεις έξω το πρόσωπό του από το κείμενο; Πώς θα κλείσεις τα αυτιά σου όταν ακούς νοερά τη φωνή του να σου διαβάζει προτάσεις από το γραπτό του έργο; Δικαιούσαι να αποκαλύψεις το πόσο συνεπής είναι στη ζωή και στα λόγια του, πόσο εφαρμόζει αυτά τα οποία διακηρύττει ή πρεσβεύει με τον λόγο του; Έχεις απλά δικαίωμα ή είναι επιβεβλημένο ηθικά να αποκαλύψεις αν αυτό που προβάλλει ως Αρετή το ακολουθεί και στην προσωπική του ζωή; Ή το αντίθετο;

Πώς να παρακάμψεις τον θαυμασμό σου για το άτομό του (ή ακόμη και την αποστροφή σου) παραμένοντας αυστηρά αμερόληπτος και κατά το δυνατόν αντικειμενικός;

 

Αυτό που ενδιαφέρει τον αναγνώστη και αυτό που έχει εν τέλει αυθεντική αξία, είναι χωρίς προσωπικές επιρροές, χωρίς συναισθηματικές παρεμβολές, με καλή προαίρεση, με κριτικό πνεύμα και με εγρήγορση Καρδίας – Νου – Λόγου, να γίνει μια βαθιά και πλατιά  διείσδυση στα άδυτα του κειμένου, η οποία να έχει ταυτόχρονα τη χάρη και την ικανότητα να κοινωνήσει τα περισσότερα από όσα ανίχνευσε προς τα έξω, με την ανάλογη τεκμηρίωση φυσικά. Το ότι η  κάθε κριτική προσέγγιση («κριτική ανάγνωση» θεωρεί πιο δόκιμο τον όρο φιλτάτη μου φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και ποιήτρια) είναι υποκειμενική, υπό την έννοια ότι πηγάζει από τον προσεγγίζοντα, εκφράζεται από αυτόν εκφράζοντάς τον ταυτόχρονα, οφείλει να θεωρείται αυτονόητο σε κάθε περίπτωση. Άλλωστε όσοι αναγνώστες, τόσες τουλάχιστον προσεγγίσεις. Λέω τουλάχιστον, διότι κάθε αναγνώστης όταν και αν μετά από καιρό επανέλθει, μπορεί να δει και άλλα πράγματα, εντελώς καινούργια μέσα στο ίδιο κείμενο, ή ακόμη και να αναθεωρήσει παλαιότερες του απόψεις.

 

Η λύση στα παραπάνω είναι πολύ απλή, όπως πολύ απλά είναι όλα τα μεγάλα στη ζωή. Λες την αλήθεια σου, δεν κρύβεις τίποτε και απαντάς στις ερωτήσεις που κάτι απροσδιόριστο μέσα σου διατυπώνει, με το χέρι στο «νοερό ευαγγέλιο» των αρχών σου. Έτσι, ό,τι και αν συμβεί, εσύ θα είσαι εν τάξει με τον εαυτό σου.

 

Ξεκαθαρίζω λοιπόν ότι εδώ και χρόνια παρακολουθώ την πορεία στα γράμματα του Αντώνη Γκάντζη, τιμώ τον Λόγο του και τη σχέση του με τη γλώσσα και είμαι σε θέση γνωρίζοντάς τον -έστω και λίγο- προσωπικά, να πω ευθέως ότι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις προσωποποίησης της συνέπειας Έργων και Λόγων. Δεν υπάρχει λέξη στα γραπτά του η οποία να μην είναι αληθές μέρος του είναι του, ή της κοσμοθεωρίας του.

Ιδιόρρυθμος; Ναι, όπως όλοι όσοι γράφουμε. Κοινό μυστικό…

 

Ο ποιητής, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1952 (πρώτη φορά που σε προσέγγισή μου αναφέρω βιογραφικά στοιχεία, μα τούτο καθόλου τυχαίο δεν είναι) και μετοίκησε το 1961 στην Αθήνα με την οικογένειά του. Έκτοτε ζει κάτω από το αττικό φως, το οποίο όσο φιλόξενο είναι, άλλο τόσο έχει την ιδιότητα σε ανύποπτο χρόνο να «σκαλίζει πληγές», να μη σε αφήνει σε ησυχία. Εδώ η πληγή είναι μία, ανεξίτηλη, καθοριστική: ο ξεριζωμός. Δεν είναι μόνο πηγή πόνου, ούτε μόνο μήτρα νόστου. Είναι και ρηγμάτωση στο βάθρο του αγάλματος της Πατρίδας. Είναι ύπουλη ραγισματιά στον καθρέφτη της Ταυτότητας. Είναι ευχή και κατάρα: να μπορείς να ριζώνεις οπουδήποτε βρεθείς μα ταυτόχρονα να έχεις επίγνωση ότι δεν μπορείς να ριζώσεις σε βάθος πουθενά.

Σε βοηθά να ισορροπήσεις αν κάποτε συναντήσεις ένα γέροντα στη ζωή σου και με τον τρόπο του σου πει:

-Δες παλικάρι μου, είσαι καλά ριζωμένος στο σύμπαν, οι ρίζες σου είναι μια χαρά απλωμένες στο χώμα της ζωής. Χαλάρωσε. Ζήσε.

 

Πολλές φορές σε βοηθά να ισορροπήσεις και το ρίζωμα στις μνήμες της εφηβικής σου περιόδου, εκεί όπου μπορείς να επιλέξεις εκ του ασφαλούς πού θα στείλεις τα παράρριζά σου. Αλλά σε αυτά θα αναφερθώ αργότερα.

Επιστρέφοντας στον ξεριζωμό, δεν υπάρχει γραπτό του το οποίο να μην αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα σε αυτόν:

 

Καμιά φορά κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω με τον νου στην Αλεξάνδρεια, στο σπίτι μου το πρώτο (Αμβροσίου Ράλλη 112, παράλληλη της Cornice), σχεδόν πάνω στην ανάσα της θάλασσας…1

 

Όπου «καμιά φορά», εγώ διαισθάνομαι «συχνά-πυκνά». Κλασσική περίπτωση ανάμιξης του υποσυνείδητου στη λογοτεχνία και αυτόματης χρησιμοποίησής του (σαν εκφραστικό μέσο). Μα και σε τούτη τη λυρική ιστορία -όπως αυτοχαρακτηρίζεται το κείμενο που εξετάζεται- τούτη η πληγή πονάει (δεν λέω ξανανοίγει διότι ποτέ δεν έκλεισε εντελώς) με την παραμικρή αφορμή, με τρόπο ενοχικά Καβαφικό:

 

Όλα (ενν. τα έπιπλα) φερμένα κάποτε από την Αλεξάνδρεια, στέκουν με τις πληγές τους (σκόρπια ξανθά γδαρσίματα στις σκούρες επιφάνειες), θυμίζοντας την πρώτη εκείνη φορτωτική αλλά και τις πολλές μετακομίσεις μας στα χρόνια που ακολούθησαν…

 

Το έχει πει ξανά, πολλά χρόνια πριν2:

Ύστερα … αλλάξαμε σπίτια, αλλάξαμε γειτονιές, μεγαλώσαμε, σκορπίσαμε, …

 

Αντώνης Γκάντζης

  

 

Εν τω μεταξύ μελέτη, αναγνώσεις και μέσω αυτών συγγραφείς ή φωτισμένες οντότητες που σημάδεψαν τον κόσμο, σημαδεύουν και τον ποιητή. Οι ομολογούμενες εδώ επιρροές που άλλαξαν εντελώς τη ζωή του είναι δύο και μάλιστα διπολικές. Το Λογοτεχνικό δίπολο απαρτίζεται από τον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζάκη (αλλά και από τον Σολωμό, ο οποίος έχει ομολογηθεί παλαιότερα3, μετασχηματίζοντας την ευθύγραμμη «τραμπάλα» σε έναν τριγωνικού σχήματος περιστρεφόμενο μύλο) ενώ το θεολογικό –  φιλοσοφικό από τον Χριστό και τον Βούδα:

 

Δυο μεγάλες φωνές ,έμελε να σφραγίσουν ανεξίτηλα την πνευματική ιστορία του κόσμου: ο Βούδας και ο Χριστός. Και πλήθυναν οι εκπρόσωποί τους μέσα στους αιώνες, οι ταπεινοί, εννοώ, που πήραν τους δρόμους, που πήραν την έρημο, οι θρεφόμενοι με λίγο άρτο ή μια χούφτα ρύζι κι όχι οι καλοζωισμένοι, όσοι βολεύτηκαν πίσω από κάστες ή κοσμικές εκκλησίες.

 

Οι δυο αυτές παγκόσμιας εμβέλειας μορφές, συνυπάρχουν εντός του. Φυσικά, αβίαστα, αρμονικά. Αλληλοσυμπληρωνόμενοι, αλληλεπικαλυπτόμενοι. Γεφυρώνουν την κορφή του όρους της αγάπης, της ειρήνης, της πραότητας με την κορφή του απέναντι  βουνού, του ζεν, της φώτισης, της ένωσης με το Όλον μέσω του απόλυτου κενού. Ομιλεί ευθέως:

 

Ύστερα αφού κατάλαβε ότι μόνο με την περιπλάνηση και τη στέρηση δεν φανερώνεται το μεγάλο Νόημα, μπήκε στο δάσος και κάθησε κάτω από ένα αρχαίο δέντρο στη στάση του λωτού. «Δεν θα σηκωθώ από τούτο το δέντρο, αν δεν βρω τη φώτιση».

  

Ο διαλογισμός λοιπόν είναι ο μέσω του βουδισμού δρόμος για τη φώτιση, όπως έχει ήδη παραδεχτεί με κρυπτικό τρόπο χρόνια πριν4:

 

Κλείνω τα μάτια κι απλώνω το χέρι

δειλά στο θάμπος της πάχνης…

  

Όσο για τα δέντρα και το τι συμβολίζουν, μία από τις κρατούσες για εκείνον εκδοχές5 έχει διατυπωθεί στο έργο το οποίο κατ’ εμέ είναι συνοπτική αυτοβιογραφία του (Το εγκόλπιο του Λησμονημένου) ως εξής:

 

Ώ, οι αμνήμονες, τ’ αμίλητα δέντρα!

  

Στη νεότητά του ο ποιητής ευρισκόμενος μέσα στον διαλογισμό ή σε κατάσταση προ διαλογισμού ή ίσως σε μια ενορατική κατάσταση η οποία ήταν τόσο ζωντανή ώστε να μην ξεχωρίζει από την πραγματικότητα (το ζήτημα ποια είναι η πραγματικότητα, η  ονειρική προ-νιρβάνα κατάσταση ή η άλλη, την οποία η λογική μας φανερώνει απτά, είναι μέγα, η διερεύνησή του δε, έξω από τις προθέσεις της παρούσας), έρχεται σε επαφή με μια μορφή τόσο εξώκοσμη όσο και ρεαλιστική. Έναν φτωχικά ντυμένο γέρο, με σάρκα και οστά. Δεν έχει τόση σημασία αν είναι προβολή ή όχι, αφού η μορφή αυτή συνομιλεί με τον υποψήφιο (και όντως στη συνέχεια) μαθητή της και του αλλάζει τη ζωή. Με ελάχιστες λέξεις. Με ελάχιστες πράξεις. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Συνομιλία εκτενής ή δεν γίνεται ή δεν αποκαλύπτεται. Λίγα λόγια, επικέντρωση σε λεπτομέρειες και σε απλά, σπαρτιάτικα πράγματα, είναι όλη κι όλη η συνάντηση.

 

Κάποιος άλλος θα είχε αδιάφορα προσπεράσει. Ο Αντώνης Γκάντζης όμως είδε πίσω από τα ασήμαντα το μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής και έλαβε το δώρο της «μυστικιστικής» διδασκαλίας. Γιατί; Διψούσε:

 

Πράγματα και θαύματα σαν φυλαχτά να λάβει, κάτι σαν ξόρκια για τους δύσκολους καιρούς που ακολουθούν συνήθως, για τις ημέρες που έρχονται, τις ώρες που φτάσαν κι όλας.

 

Συνεπής όχι μόνο μεταξύ έργων και λόγων, μα και μέσα στον ίδιο του τον λόγο, αφού όλο του το έργο έχει συνέχεια και κοινές αναφορές – αξίες, ακόμα και περιγραφικές. Παράδειγμα ο γέροντας αυτός:

 

Στη μέση του, ένα σχοινί δεμένο κόμπο συγκρατεί μια ντρίλλινη παντελόνα, τεράστια (στο χρώμα του κάρβουνου μού φαίνεται), με ξέφτια στα μπατζάκια…  

  

Φέρνω στο προσκήνιο τον Λησμονημένο6 και το πώς τον περιγράφει ο ποιητής το 2001 εις «Το Εγκόλπιο του Λησμονημένου»:

 

… φημολογείται, ότι στις μεγάλες του τις τζέπες (εκείνου του ντρίλλινου παντελονιού που σφίγγει με σχοινί στη μέση) …

  

Είναι ο άλλος εαυτός του ποιητή (alter ego) ο Λησμονημένος; Είναι ο ίδιος; Είναι η άυλη ενσάρκωση της μέγιστης κρύφιας προσδοκίας του;

Ο γέρος; Είναι ένας καλόγερος από το Άγιο Όρος που τον επισκέφθηκε να τον καλέσει στο κελί του για να του δείξει το φως που αποκαλύπτεται μέσω της ταπείνωσης και της υπακοής; Είναι ένας απλός χωρικός από τα ορεινά κάποιου αιγαιοπελαγίτικου νησιού, ο οποίος ήλθε να του δείξει πως υπάρχει και άλλου είδους ζωή; Είναι ο Χριστός ή ο Βούδας, με τη μορφή του φτωχού γέρου; Είναι άραγε η σύμπτυξη όλων αυτών σε μια Ενιαία Οντότητα Διδασκάλου;

Το βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται για τυχαία μορφή. Αυτός επηρέασε τη ζωή του Αντώνη Γκάντζη. Αυτός έχει εκπεμπόμενο φως, έχει κατακτήσει αυτά που οι απλοί άνθρωποι, οι καλόγεροι, οι βουδιστές μοναχοί, πασχίζουν με διαφορετικούς τρόπους να κατακτήσουν. Έχει φτάσει σε άλλα επίπεδα ενέργειας:

 

Αυτός ο άνθρωπος δείχνει να εκτοπίζει με το περίγραμμά του τη βροχή όλου του κόσμου!

  

Ο χρόνος τότε δεν είναι εχθρός, ούτε σύμμαχος. Είναι όχημα για ταξίδια στη μνήμη, είναι μονόξυλο για πλεύση στην παχύρρευστη ουσία της ζωής:

 

«Α, ο καιρός με φέρνει εμένα, ο καιρός με ξαναπαίρνει!»

  

Το ζήτημα του χρόνου μέγα. Στον διαλογισμό η κβαντική διαστολή του Χρόνου κατανοείται αβίαστα χωρίς να απαιτούνται οι πολύπλοκες εξισώσεις των ανώτερων μαθηματικών. Είναι η προσέγγιση της Αλήθειας μέσα από διαφορετικούς δρόμους. Της Λογικής ο ένας, του Τρίτου Ματιού (Έκτου Τσάκρα) ο άλλος. Η Αλήθεια μία. Έστω και προσωπική. Ίσως σε αυτό όλοι να συμφωνούμε.

 

Τώρα οι δυο μας μέσα στο Χρόνο τον «άλλον» που κάποτε σου δείχνει πόσο μπορεί να διαστέλλεται προς το παρελθόν και το μέλλον, έξω από τις συμβατικές μετρήσεις των ωρολογίων, και να γίνεται μια μεγάλη στιγμή, ένα  γ ι α  π ά ν τ α.

  

Ο χρόνος έχει απασχολήσει και στο παρελθόν7 την ποίηση του Αντώνη Γκάντζη, κάτι που θα ήταν αφύσικο αν δεν είχε συμβεί:

 

Με το σταμάτημα των ρολογιών

γεννιέται ο Χρόνος

//

Δράκε του χρόνου

αυτοί που δεν σε μέτρησαν

μπορούν αμέριμνοι να τραγουδούν

και να ελπίζουν.

 

Το Τέταρτο Τσάκρα (Anahata), το λουλούδι του λωτού με τα δώδεκα πέταλα, αυτό της Καρδιάς, μας φέρνει στην συμπαντική Αγάπη. Η λάμψη του δεν θα μπορούσε να λείπει από τον γέροντα:

 

Όσο για το στήθος του, σκελεθρωμένο κι ανοιχτό στους σκληρούς καιρούς, δείχνει την καρδιά που δεν μπορέσαμε ν’ αποκτήσουμε.

  

Όμως, ανοίγει τις καρδιές όσων αγγίζονται από το φως του:

 

Καθώς στέκομαι είναι που νοιώθω στο κέντρο του στήθους μου κάτι ν’ ανοίγει ξαφνικά, σαν μια δίοδος, σαν ένα μικρό κανάλι και, μέσα εκεί, από το βλέμμα του σταλμένο ένα ρυάκι φωτός να καταχύνεται στην καρδιά μου που την κάνει να λάμπει, που την κάνει να φτεροκοπά όπως το χελιδόνι  στη μικρή του φωλιά…

  

Ελπίδα; Η επαφή με το «χαρμόσυνο μήνυμα», όπως η «Υπέρτατη Αγγελία», η οποία έπεσε σαν άνθος από δέντρο στα πόδια του Γκαουτάμα:

 

Ένοιωσε έ ν α με τα πλάσματα γύρω του, ενωμένος με όλη  την ψυχή του τόσο σα να ’ταν ο ίδιος οι άλλοι και μια συμπαντική συμπόνια, ένα Μέγα Έλεος τον κυρίεψε λυτρώνοντάς τον ευθύς από το Ε γ ώ, από την επιθυμία και την εγκόσμια ελπίδα. Αμέσως σχηματίστηκαν στο νου οι τέσσερεις άδειες Αλήθειες.

 

Ο χριστιανικός πυλώνας8: «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» χωράει εδώ; Όχι μόνο έχει τη θέση του (χώρος) αλλά έρχεται (χρόνος) με μια διαπίστωση της τόσο κατορθωμένης όσο και φανερής αγάπης για τον συνάνθρωπο. Προϋπόθεση;  Να έχεις πρώτα αγαπήσει τον ίδιο σου τον εαυτό, κάτι ίσως ακόμη δυσκολότερο για τους περισσότερους (μηδέ εμού εξαιρουμένου), κάτι που αποδίδεται στον γέροντα λιτά:

 

Επιτέλους ένας άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του και μπορεί ν’ αγαπήσει και τους άλλους!

  

Έχει διαπιστωθεί και ιστορικά η παθογένεια του εκάστοτε πολιτισμού (ώσπου να καταφέρει να φθάσει –ελπίζω- η ανθρωπότητα κάποτε στον ένα και αιώνιο, από την επίτευξή του και μετά, Πολιτισμό της Αγάπης) και σε άλλο του βιβλίο9:

 

Δεν έχουν χώρο να κοιμηθούν οι άνθρωποι χρόνο να μιλήσουν ούτε ν’ αγαπηθούν.

  

Στον στίχο αυτό συμπυκνώνεται όλη η Ανθρώπινη Ζωή: Χώρος, Χρόνος, μοναξιά, απαιτήσεις, ταχύτητα, ελλείψεις, ανικανοποίητο, κατάρριψη ωραίων μα ανεφάρμοστων γνωμικών (π.χ. «η Ιστορία διδάσκει»), γρήγορα εναλλασσόμενες μάσκες αντί αγάπης. Όλα κάτω από τη δυναστεία του στυγνού Χρόνου, ο οποίος διαφεντεύει με άνεση τα πάντα, ως και τον χώρο ακόμη. Ο χρόνος που κατά τη λαϊκή μας έκφραση κυλάει σαν νερό. Νερό, άλλη μια συμβολική παρουσία του χρόνου. Νερό από τα ύδατα της Στυγός, από τον Αχέροντα, από την πηγούλα στο βουνό, από τη βροχή, πάντοτε είναι υγροποιημένος χρόνος.

 

Ο γέρος έφερε ίσως πολλές υγρές φύσεις εντός του. Υπό βροχή εμφανίστηκε άλλωστε. Ποια η ποιότητα αυτών των φύσεων, στους εμφανισθέντες «γέρους» με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στη ζωή του ποιητικού υποκειμένου;

 

Όμως, το κυριότερο διακριτικό τους γνώρισμα ήταν μια σχέση που είχαν με το νερό, ευλογητική. Μια στάση άφοβη, ενδοτική στο πιο δυνατό στοιχείο του κόσμου, με τα πολλά πρόσωπα. Το νερό ,που χωρίς αυτό δεν υπάρχει Ζωή, που, όταν θυμώνει, παρασύρει τα πάντα στο δρόμο του.

 

Το νερό καθρέφτης των αόρατων10, ανιχνευτής των σκιών; Ορατοί και πόσοι οι παρόντες στο «δάσος»;

 

Ελάχιστοι˙ όμως πολλά τα είδωλά τους

στα καθαρά νερά που κρατά το απόγευμα.

  

Από τον χρόνο δεν προήλθε η ζωή; Πώς;

Από το νερό λένε οι βιολόγοι; Καμία αντίρρηση11 :

 

εκ των υδάτων εξελθόντες

γονατιστοί κοιτάξαμε τον ουρανό.

  

Χρόνος; Γέννηση. Χρόνος; Ζωή. Χρόνος. Θάνατος. Νερό; Αθανασία12:

 

Τίποτα βαφτισμένο στο νερό δεν πεθαίνει, κι οι μέρες τότε ήταν όλες αγιασμένες στη βροχή την πράα, …

  

Η λεπτομέρεια; Σταγόνα νερού, φέρει εντός της όλο το μεγαλείο του. Όπως και οι μικρές λεπτομέρειες, που κρύβουν ποιότητες μέσα τους:

 

Τί ευγένεια των αξιοπρεπών φτωχών ανθρώπων να μην τρώνε μπροστά στον ευεργέτη τους, να μη δείξουν τέτοια βιασύνη ή βουλιμία, που συνήθως γεννά η στέρηση.

 

Η χαρά; Μπορεί να έρθει μέσα από μικρές κατακτήσεις, μέσα από την πραγμάτωση μικρών ή μεγάλων ονείρων, μέσα από το όνειρο για την πραγμάτωση ενός «ονείρου» ή ακόμη και μέσα από τη μνήμη της πραγμάτωσης αυτής:

 

Δεν Θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά που ένοιωθα μέσα στο λεωφορείο καθώς γύριζα σπίτι μ’ αυτήν κρεμασμένη στον ώμο. Μια lubitel2 ήταν, «κουτί» για όσους ξέρουν, που κοιτούσες από πάνω όταν τραβούσες. Έπαιρνε επαγγελματικό φιλμ – καρούλι των 12 στάσεων.

  

Τούτη η ιστορία είναι κι αυτή ένα καρούλι από μικρές στάσεις lubitel2. Οι ψηφιακές μηχανές είναι εντελώς έξω από την πραγματικότητα του ποιητή. Αποτελείται από μικρά όνειρα, τα οποία συνθέτουν σε χάρτινο φιλμ το όνειρο της ζωής του συγγραφέα τους. Κελαρύζουν με τέτοιο εκλεπτυσμένο λυρισμό, ώστε δικαίως από τον εκδότη ράφτηκε στη φόδρα τους η ετικέτα με την ονομασία «λυρική ιστορία».

Με έναν ολοζώντανο λόγο, ο οποίος με την υπερβολική χρήση του κόμματος (,) και με την αυστηρότατη επιλογή λέξεων καταφέρνει να γίνεται προφορικός, υπό την έννοια ότι διαβάζοντας το βιβλίο είναι σαν να το ακούς κιόλας, εκτυλίσσονται χωρίς να το καταλάβεις όλες οι σκηνές, αφήνοντάς σου ξεκάθαρα τη βεβαιότητα πως δεν πρόκειται για ιστορία αλλά για αφηγηματική εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων. Οι εικόνες ζωγραφισμένες ευδιάκριτα, στέρεα, με το ιδανικό φως στο μουσαμά τους. Οι αναφορές σε μεγάλες μορφές που επηρέασαν τον ελληνισμό και σε άλλες που επηρέασαν καθοριστικά τον κόσμο, καίριες και υποστηρικτικές. Ο τρόπος που εκτυλίσσονται τα πάντα: ποιητικός. Η οικονομία, μια από τις βασικές αρετές. Η γλώσσα προσεγμένη, η σύνταξη καλοχτενισμένη, οι λέξεις διαλεγμένες μια προς μια, ίδιον (και ιδιοτροπία -ευτυχώς όμως-) των καλών ποιητών. Αυτή η γλωσσική λεπτοδουλειά αποκαλύπτεται χωρίς «κολλήματα» και σε μια ομολογία που είναι περισσότερο ένα κάλεσμα – προτροπή για δούλεμα και επεξεργασία ενός κειμένου πριν οριστικοποιηθεί, χωρίς να κρύβεται από κάτω της ούτε μια υποψία περηφάνιας ή εγωισμού.  Πώς να χωρέσει η έπαρση στην εφαρμοσμένη φιλοσοφία του γέρου, δηλαδή στη στάση ζωής του; Αδύνατον.

 

Κοσκίνισα τον λόγο σαν άμμο χρυσοφόρου ποταμού στην κρησάρα που κρύβω στο εργαστήρι μου, για να φανούν( στην ευνοϊκή μέρα)  εδώ κι εκεί τα λαμπερά ψήγματα του πολύτιμου μετάλλου…

Η τύχη όπως λένε ,του υπομονετικού χρυσοθήρα!

Αυτά τα ψήγματα, κόκκοι μικρότατοι, οι αγαπημένες του καθενός λέξεις, προτάσεις, ιδέες, είναι που θέλουν λείανση και συναρμογή αργότερα, ώστε να κατατεθεί το κόσμημα της αφομοιωμένης εμπειρίας, δηλαδή το εξοφλημένο γραμμάτιο του δημιουργού στον χρόνο.

 

Η απόδοση λυρικότατη. Μα πώς συμβιβάζεται ο λυρισμός με την αλήθεια, με τα μικρά και τα απλά; Τι σχέση έχουν τα στολίδια με την ουσία;

Μα ο πηγαίος λυρισμός, όχι μόνο δεν είναι στολίδι μα είναι ο ίδιος ουσία. Είναι και τρόπος. Είναι μέρος της αλήθειας ίσως γιατί μέσα από αυτόν, όταν γίνεται με μέτρο και τέχνη, να φεύγουν τα παραπετάσματα της λογικής και να βγαίνει περισσότερο, ζεστότερο φως. Πιο οικείο στην Ομορφιά που κρύβεται μέσα μας. Πιο ξένο στη σκοτεινή Λήθη.

 

Για εμένα το βιβλίο αυτό ήταν μια άλλη «Ωδή στο Νέο Μεσολόγγι»13, στο Μεσολόγγι της σύγχρονης πραγματικότητας που μας πνίγει και μας εγκλωβίζει εντός των δικών της στυγερών τειχών, ωδή τραγουδισμένη μακριά πλέον από «Το σπίτι της Σοφίας»13, σε απόσταση δηλαδή από την αφέλεια και την ασφάλεια των παιδικών ή και εφηβικών μας χρόνων, πάντοτε με «Το Εγκόλπιο του Λησμονημένου»13 σταθερά ανά χείρας, ως φάρο στις αφέγγαρες νύχτες.

 

Ποιος ήταν αυτός ο γέρος; Υπήρξε ή ήταν προϊόν ονείρου; Φαντασίας; Τι άλλο ειπώθηκε μεταξύ τους; Πώς να ήταν τα μάτια του; Γιατί γέρος και όχι νέος; Φτάνεις στη φώτιση με τον χρόνο, με την εμπειρία, με τον πολύχρονο αγώνα, με συνειδητές επιλογές που χρειάζονται χρόνο να δράσουν; Μπορεί να φθάσει και κάποιος νεώτερος στο ίδιο αποτέλεσμα; Πόσοι δρόμοι υπάρχουν; Πόσες θάλασσες; Παίζει ρόλο η βιωμένη διαδικασία, η βιωμένη Οδύσσεια; Υπάρχει Ιθάκη;

 

Τι επίδραση είχε αυτό το γεγονός (εγώ το εκλαμβάνω ως γεγονός, είναι τόσο παραστατική η εξιστόρησή του που θα με ξένιζε πολύ αν δεν ήταν αλήθεια) στη ζωή του συγγραφέα; Γιατί το μοιράστηκε δημόσια; Μήπως προϊόντος του χρόνου, συναισθάνθηκε το χρέος του να το μοιραστεί; Μήπως ο γέρος ήλθε πάλι και του είπε να το δημοσιοποιήσει; Μήπως γιατί ο ποιητής ως οπαδός της απλότητας, του μέτρου και του ελάχιστου, ήθελε να δείξει έναν άλλο δρόμο για να … ˙ σταματώ να ακούσουμε τον ίδιο τι λέει επάνω σε αυτό και πώς μέσα από τον εαυτό του απευθύνεται στους άλλους, πώς δηλαδή το α΄ ενικό το μετατρέπει (με την εμπειρία της ποίησης βεβαίως) σε β΄ πληθυντικό:

 

Ήταν σα να ’κλεινε ένας μ ε γ ά λ  ο ς  κ ύ κ λ ο ς, ώστε πια να καθήσω να συλλογιστώ τα πεπραγμένα και πώς μπορεί καμιά φορά η Μοίρα με το μαγικό της ραβδάκι ν’ απαλαίνει τα βάσανα και τους καημούς του Κόσμου…

 

Ήλθε η στιγμή. Αφού ένας άλλος πολύ μικρότερος κύκλος14, μια ενότητα με πέντε ποιήματα υπό τον τίτλο «Μικρός Κύκλος της Σελήνης», είχε από το 1987 κλείσει.

 

Θα κλείσω και εγώ αυτόν τον κύκλο της προσέγγισής μου με έναν στίχο15 του ιδίου, ο οποίος φανερώνει τη στάση ζωής του, τη σχέση του με τον χρόνο (από πολύ νωρίς ήταν πολύ αργά για πολλά για εκείνον) αλλά πάνω από όλα τη συνέπεια στα πιστεύω του (και τοποθετώ την συνέπεια πάνω από όλα διότι και μέσα από αυτήν μπορεί να έρθει η συμφιλίωση με τον χρόνο):

 

Ξέρετε, είναι αργά.

Συγχωρέστε με, αλλά δεν θ’ ακολουθήσω.

 

 

Αναφορές

  1. Αντώνης Γκάντζης, Ωδή στο Νέο Μεσολόγγι, Σκέψεις του Ποιητή, εκδόσεις Αρμός, 2009, σελ. 5
  2. Αντώνης Γκάντζης, Το σπίτι της Σοφίας, εκδόσεις Αρμός, 2010, σελ. 36
  3. Αντώνης Γκάντζης, Ωδή στο Νέο Μεσολόγγι, ό.π.
  4. Αντώνης Γκάντζης, Το Εγκόλπιο του Λησμονημένου, Η ερημιά του ενδύματος, εκδόσεις Αρμός, 2001, σελ. 21
  5. ό.π., Η Λεπταισθησία των Αμνημόνων, ό.π., σελ. 24
  6. ό.π., Το Εκόλπιο του Λησμονημένου, σελ. 54
  7. ό.π., Τα σπίρτα -ενός ασκουμένου-, ό.π., σελ. 33
  8. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 22,39
  9. Αντώνης Γκάντζης, Ωδή στο Νέο Μεσολόγγι, ό.π., σελ. 18
  10. Αντώνης Γκάντζης, Το εγκόλπιο του Λησμονημένου, Ο Εσπερινός, ό.π., σελ. 42
  11. ό.π., Η Αναζήτηση του Θεού, ό.π., σελ. 48
  12. Αντώνης Γκάντζης, Το σπίτι της Σοφίας, ό.π., σελ. 41
  13. Προηγούμενα βιβλία του Αντώνη Γκάντζη, στα οποία ήδη έχω αναφερθεί
  14. Αντώνης Γκάντζης, Το Εγκόλπιο του Λησμονημένου, ό.π., σελ. 7-14
  15. ό.π., Άρνηση Εξόδου, ό.π., σελ. 24

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top