Fractal

Διήγημα: “Ο Φορέας των ευχών”

Της Κυριακής Μήλιου // *

 

 

“Λοιπόν;”

Τα δάχτυλά του γλίστρησαν στα βελούδινα μάγουλά της. Οι άκρες τους πίεζαν το δέρμα λίγο παραπάνω, αρκετά για να μπορεί να διακρίνει τα αχνά σημάδια του πάνω της.

“Τι μπορείς να κάνεις για μένα;”

“Τα πάντα.”

Γέλασε. Τα χείλη του σύρθηκαν σε ένα αλαζονικό χαμόγελο.

“Θα μου έφερνες και το φεγγάρι από τον ουρανό, αν στο ζητούσα;”

“Θα το ξήλωνα από την αγκαλιά της νύχτας χωρίς δεύτερη σκέψη. Θα το έστηνα έξω από το παραθύρι σου, να το βλέπεις και να σε διασκεδάζει όποτε εσύ το επιθυμείς.”

“Τα άστρα;”

“Με μια μου λέξη θα έπεφταν όλα νεκρά στα πόδια σου. Θα χαράκωναν το μαύρο του ουρανού και με την στερνή τους φωνή θα ψέλλιζαν το όνομά σου.”

Έξυσε το πιγούνι του σκεφτικός και πίεσε το αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια του. Κοίταξε με σκληρότητα τον μορφασμό του πόνου στο πρόσωπό της.

“Αυτά είναι παιχνιδάκι! Τι μπορείς να κάνεις για τη γνώση; Αν σου ζητούσα την απόλυτη σοφία;”

“Με ένα χτύπημα των δαχτύλων μου οι μεγαλύτεροι άνθρωποι στην ιστορία θα έμεναν κενοί. Οι ιδέες θα σβήνονταν από τη μνήμη τους. Ιδανικά και έμπνευση θα μετακόμιζαν στο δικό σου νου, όπλα μοναδικά και στη διάθεσή σου.”

“Οι εχθροί μου;”

“Αυτοί πρέπει ήδη να τρέμουν. Δε θα μείνει δάσος όρθιο αν θελήσει κανείς να σε βλάψει. Θα γκρεμίσω βουνά και θα πνίξω φαράγγια και πεδιάδες με αλμυρά και γλυκά νερά. Θα ανοίξω μνήματα και θα τους θάψω ζωντανούς. Θα παραμονεύω στα όνειρά σου για να εξολοθρεύω έναν – έναν τους εφιάλτες σου, αφέντη μου.”

“Και το Θάνατο;” Το ελεύθερο χέρι του σφίχτηκε στον ώμο της. “Μπορείς να κάνεις το ίδιο και γι’ αυτόν;”

Νύχια βυθίστηκαν στη σάρκα της, μα εκείνη δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο. Έμεινε απλά να τον κοιτάζει με μάτια γυάλινα, που καθρέφτιζαν ερείπια συναισθημάτων που είχαν από καιρό ξεχαστεί. Έγνεψε αρνητικά.

“Κανείς δε μπορεί να νικήσει το Θάνατο. Ακόμη κι εγώ βρίσκομαι στην υποταγή του.”

“Αυτό είναι όλο;” Μουρμούρισε βαριεστημένα.

Έσφιξε στα χέρια του τον πιο πολύτιμο θησαυρό του. Ένα μαχαίρι μπηγμένο βαθιά στη θυσία που είχε κάνει, μια ζωή που υπήρχε ακόμη. Ή και όχι. Ήταν ένας φορέας ευχών, κατασκευασμένος με τον ιδρώτα του, λίγο από το αίμα του και τα πιο δυσεύρετα συστατικά. Μια καρδιά που να τον αγαπάει ασίγαστα, ένα στιλέτο σφυρηλατημένο από το μίσος του κι ένα δαιμόνιο τρομερό, που κατοικεί στο βάθος της ψυχής κάθε θνητού. Ο φόβος. Ένα λυχνάρι με τίμημα βαρύ πάνω του και αξία ανεκτίμητη. Ούτε μια ευχή, ούτε δύο, ούτε τρεις. Όσες ήθελε είχε. Εκτός από μια.

Βούλιαξε στο θρόνο του σκεφτικός. Από το παράθυρο πουλιά έκρωζαν παράφωνα. Οι ήχοι τους του έφερναν πονοκέφαλο. Μπορούσε να ακούσει αποδοκιμασία τις φωνές τους. Απογοήτευση. Πούλησε τη ζωή του φθηνά. Τρεις φορές όσο ζούσε, κι άλλες επτά όταν θα κατέληγε στο άγνωστο τέλος του και όλα αυτά για μια δύναμη που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τη μεγαλύτερή του επιθυμία. Να κυριαρχήσει τη ζωή ολοκληρωτικά. Να βρίσκεται παρών σε κάθε γωνία της ιστορίας και γιατί όχι, να αποτελεί σημαντικό παράγοντά της.

“Ας είναι… Από το τίποτα…”

Χάιδεψε κτητικά τη μαχαιρωμένη καρδιά που ακόμη χτυπούσε και την άφησε το βάθρο της. Ίσως… Ίσως να μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια ευχή για να βρει μια άλλη λύση. Πιο βέβηλη, πιο αποτελεσματική. Έπρεπε να το σκεφτεί καλύτερα. Δεν θα συγχωρούσε στον εαυτό του άλλα λάθη.

Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Εκείνη δεν πήρε τα μάτια της από πάνω του, ψάχνοντας για τον παραμικρό κίνδυνο που θα τον απειλούσε. Ήταν έτοιμη να πεθάνει για χάρη του.

Για δεύτερη φορά.

 

 

 

* Η Κυριακή Μήλιου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Παράτησε δοκιμαστικούς σωλήνες και αντιδραστήρια σε κάποιο εργαστήριο των Ιωαννίνων και άρχισε να μάχεται με καλοξυσμένα μολύβια για να ξεμπερδέψει το κουβάρι των σκέψεων μέσα της. Ζει και γράφει στην Αθήνα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top