Fractal

Διήγημα: “Ο έρωτας με το κίτρινο Golf”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

 

 

 

Ο παπά Γρηγόρης, δεν ήταν κάποιος από τους συνήθεις ιερείς, από αυτούς δηλαδή που λειτουργούν κυρίως στα χωριά της πατρίδος μας. Πτυχιούχος της Θεολογικής σχολής, με μεταπτυχιακό στην κοινωνική θεολογία και με συμμετοχή σε ιεραποστολές στην Αφρική και στην Ασία κάτεχε τον κόσμο και τα του κόσμου. Αφού ασκήτεψε στο Άγιον Όρος για μια πενταετία, αποφάσισε να επιστρέψει στα κόσμια και ως ιερέας να λειτουργεί σε τούτο το μικρό νησί με τους λιγοστούς οικισμούς και τους μετρημένους κατοίκους. Είχε ως έγνοια του να αντιμετωπίζει τους καθημερινούς πειρασμούς, τους άθεους ως επί το πλήστον κατοίκους, τις χήρες που τον καλοέβλεπαν αλλά και τους εποχιακούς πειρασμούς, κυρίως τις τουρίστριες που το καλοκαίρι πλημμύριζαν το νησί και γυρόφερναν την εκκλησία του παραθαλάσσιου οικισμού, για να δουν τα γαλανά μάτια του ιερέα, την κορμοστασιά του και να ακούσουν την σεντόρια φωνή του στις πύρινες ομιλίες του.

Ήταν καλόβολος ο παπά Γρηγόρης, καλόβολος και ανοιχτόκαρδος, όμως η αγάπη του για τον Χριστό τον έφερνε στιγμές σε ακραίες φορτίσεις. Όπως ο Χριστός άρπαξε το μαστήγιο, έτσι κι αυτός άδραχνε φλογερά λόγια και κατατρόπωνε τους κατοίκους του νησιού που σκύβαν το κεφάλι. Τον αγαπούσαν τον παπά Γρηγόρη και τον σεβόταν. Από σέβας γέμιζαν την εκκλησία.

Κρατούσε τους κανόνες ο παπά Γρηγόρης όχι για τους τύπους αλλά από πίστη. Κι όταν ήταν να βοηθήσει κάποιον αλλόθρησκο, ή να προχωρήσει σε κάτι που ίσως η ιεραρχία του το απαγόρευε, εκείνος έβλεπε πρώτα τον άνθρωπο. Έτσι διατηρούσε καλές σχέσεις και με τον καθολικό ιερέα αλλά και με τον Ντιντή, κομωτή και ομοφυλόφυλο παιδιόθεν.

Δεν ήταν μισογύνης ο παπά Γρηγόρης. Μήτε θεωρούσε τις γυναίκες τη συφορά του κόσμου. Ούτε τις έβλεπε ως πειρασμό. Είχε μείνει εκ πεποιθήσεως άγαμος. Τις γυναίκες τις αγαπούσε ως πνευματικά του τέκνα και σαν οι τουρίστριες τον περιτριγύριζαν, τον φωτογράφιζαν ως ένα από τα αξιοθέατα του τόπου, εκείνος χαμογελούσε ως και στην καρδιά του. Δεν ήταν από φιλαυτία αλλά από την πίστη πως με τον τρόπο του έκανε τον κόσμο να πλησιάζει την εκκλησία άρα και τον Χριστό.

Όταν τον φετινό Σεπτέμβρη αχάραγα κατέβηκε στο νησί η νέα δασκάλα του χωριού, ο παπά Γρηγόρης αναμετριόταν με τη θάλασσα, βλέποντας στην επιφάνειά της πλήθος αγίων να ακολουθούν τον Κύριο και να βαδίζουν στα κύματα, στα μικρά πλοιάρια και στις βάρκες που ήταν δεμένες στο μουράγιο. Την είδε μια και το βλέμμα του θάμπωσε. Την είδε δεύτερη και η καρδιά του μετοίκησε σε ένα ξεδιάντροπο σύννεφο που βούρκωνε με μια αγκίδα τον ορίζοντα. Την είδε και τρίτη και πανικόβλητος κρύφτηκε στο σπιτάκι της εκκλησιάς, εκεί που έμενε. Ήταν το σπιτάκι αυτό μια λυτή πέτρινη κατασκευή με λίγα, τα απαραίτητα, έπιπλα και με τέσσερα παράθυρα, ένα σε κάθε σημείο του ορίζοντα.

Μια βδομάδα έμεινε ο παπά Γρηγόρης κλεισμένος στο σπιτάκι του. Μήτε λειτούργησε ως και την Κυριακή και σαν ήρθε ο επίτροπος φοβισμένος μην και ο παπάς ήταν άρρωστος τον έδιωξε μουγκρίζοντας.

Σαν πέρασε η βδομάδα ο παπά Γρηγόρης βγήκε χλωμός και σκεφτικός με το βλέμμα του καταγής.

Από τη μέρα εκείνη όταν ο αέρας τον προειδοποιεί πως τον πλησιάζει η δασκάλα, μυρίζει καρύδα η δασκάλα κι έχει την αύρα της θάλασσας και τα αρώματά της, ρίχνει τα μάτια στη γη, κάτι ψαλμούς ψιθυρίζει και της πετά μια κομμένη καλημέρα. Κι όταν το σχολείο ήρθε για εκκλησιασμό, ενώ τις άλλες φορές το βλέμμα του περιφερόταν σε όλα τα πρόσωπα των πιστών, τη μέρα εκείνη το βλέμμα του ήταν ψηλά καρφωμένο λες και περίμενε βοήθεια από τον παντοκράτορα.

Οι κάτοικοι του χωριού δεν κατάλαβαν την αλλαγή του ιερέα μιας και το θέμα που τους απασχολούσε με ιδιαίτερο ζήλο ήταν η νια δασκάλα.

Ο γερο –Δημήτρης ο ψαράς ορκιζόταν ό,τι την είδε να βγαίνει από τη θάλασσα. Να αφήνει σε μιαν άκρια την ουρά της και μέρες τώρα αναζητά τα σημάδια εκείνης της ουράς στην αμμουδιά. Ο Νικόλας ο ξενοδόχος ορκιζόταν πως τη νυχτιά πριν εκείνη εμφανιστεί, είδε ένα αστέρι να πέφτει στην ακρογιαλιά, εκεί που την άλλη μέρα την πρωτοείδαν. Κι άλλοι πολλά λέγαν. Για έναν μαγικό καθρέφτη που από μέσα του πήδηξε, για τα τραγούδια μιας σειρήνας που τους έκαιγαν κάποιες νυχτιές και μετά εμφανίστηκε αυτή. Αν δεν υπήρχε ο Χρηστάρας που ορκιζόταν πως με τη βάρκα του από το πλοίο της γραμμής την κατέβασε, τότε σίγουρα ο μύθος για μια σειρήνα που εμφανίστηκε ξαφνικά στα μέρη τους θα επικρατούσε.

Ήταν κι εκείνο το κίτρινο fox που μετά μια βδομάδα από τον ερχομό της δασκάλας κατέβηκε στο λιμάνι, που απεδείκνυε το ανθρώπινό της.

Τον καιρό που ακολούθησε ο παπά Γρηγόρης κανα δυο φορές μπερδεύτηκε στις ομιλίες του. Εκεί που έκανε λόγο για κόλαση μίλησε για την κόλαση του κορμιού και μια άλλη φορά σαν άρχισε να λέει για τον παράδεισο του ξέφυγε κάτι για παραδεισένια μάτια. Άλλαξε ο παπά Γρηγόρης. Εκείνος ο γελαστός ιερέας έγινε κατηφής και δυστυχισμένος. Κι ενώ ως τότε ποτέ του δεν ανακατεύθηκε στα προσωπικά των χωριανών, τώρα άρχιζε να κατασκοπεύει από το σπιτάκι του το σχολείο και το σπίτι της δασκάλας που ήταν απέναντι από το δικό του.

Έτσι ο ιερέας είδε τον μικρό Αναστάση να βάζει επανειλημμένα στην τσάντα της δασκάλας, που ήταν αφημένη στο γραφείο όταν εκείνη έκανε μάθημα, άλλοτε γαρύφαλα κι άλλοτε γαρδένιες. Κατάλαβε πως όλα ήταν έργο του θειου του μικρού, του Γιώργη, που τον έβλεπε να γυροφέρνει το σχολείο όπως και πλήθος άλλων ανδρών όλων των ηλικιών. Είδε και τη δασκάλα που έπιασε στα πράσα τον μικρό και ένιωσε ο παπάς την αμηχανία του Αναστάση αλλά και την αναστάτωση της δασκάλας.

Ακόμη είδε ο παπά Γρηγόρης τον Δημητρό να γυροφέρνει το αυτοκίνητο της δασκάλας και να αφήνει κάποιες φορές ορχιδέες. Έβλεπε δε τον δεκαεννιάχρονο Δημητρό, αν και αμούστακος και πολύ συνεσταλμένος, να περιμένει καθημερινά τη δασκάλα να βγει από το σπίτι της για να την καλημερίσει.

Τέλος είδε ο ιερέας τον Απόστολο, τον κύριο καθηγητή της αρχαιολογίας που παράτησε το πανεπιστήμιο κι ήρθε να ζήσει στο νησί, τον είδε να αφήνει στο αυτοκίνητο της δασκάλας σημειώματα. Σαν με τρόπο μια μέρα ξεδίπλωσε ένα, είδε ένα μεγάλο ποίημα και χτύπησε παταγωδώς ο ιερέας τη γλώσσα του.

Τη νύχτα αυτή, το φεγγάρι καλά κρυμμένο από την ησυχία της νύχτας, κόντευε τέσσερις το πρωί, ο παπά Γρηγόρης σηκώνοντας τα ράσα του κινήθηκε αθόρυβα, μήτε η αύρα δεν τον αισθάνθηκε, κινήθηκε στον περίβολο του σχολείου. Ξέθαψε μέσα από τα ράσα του έναν κουβά με μαύρη μπογιά κι έγραψε με μεγάλα γράμματα:

«ΑΥΤΗ ΜΕ ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ GOLF ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΑΣΗ».

Τραβήχτηκε πίσω και κοίταξε αυτά που έγραψε. Κάποια αντανάκλαση από το φεγγάρι κτύπησε τα γραφόμενά του και τον τρόμαξε. Έσβησε το ΚΟΛΑΣΗ και στη θέση του έγραψε ΕΡΩΤΑΣ. Και μετά, για πρώτη του φορά σε ολάκερή του τη ζωή ο παπά Γρηγόρης ζωγράφισε ως επιστέγασμα αυτών που έγραψε μια στρογγυλεμένη καρδιά.

Στο τέλος εκείνης της εβδομάδας η δασκάλα, η νεράιδα των είκοσι έξι χρόνων, αποχαιρέτησε το νησί μην αντέχοντας τα βλέμματα, τους ψιθύρους και νιώθοντας καθημερινά το κορμί της να αλώνεται, να τρίβεται, να μηδενίζεται..

Ο γερο Δημήτρης ορκιζόταν πως την είδε που ξαναβούτηξε στη θάλασσα.

Ο Νικόλας ο ξενοδόχος επέμενε πως την είδε να γίνεται άστρο και ως βολίδα να ξεχύνεται στα βάθη του σύμπαντος.

Ο Στέφανος έλεγε πως άκουσε τις αδελφές της, τις άλλες σειρήνες, τις άκουσε λέει το βράδυ να τραγουδούν, ήρθαν στον μώλο κι εκείνη τις ακολούθησε.

Ο Χρηστάρας ο βαρκάρης, αν και την μετέφερε στα ανοιχτά, στο πλοίο της γραμμής, είπε και πίστεψε, πως η δασκάλα βούτηξε στη θάλασσα γιατί κάποιες ξωθιές που γυρόφερναν τη βάρκα την αγάπησαν κι εκείνη τράβηξε στο πέλαγος μαζί τους.

Κι ο πιο αλλοπαρμένος, ο Βασίλης ο αλλαφροΐσκιωτος, έλεγε σιγανά πως πάντα ήταν εκείνη η ονομαστή και μοναδική γοργόνα και τώρα βούτηξε στα βαθιά αναζητώντας και πάλι τον αδελφό της.

Ο παπά Γρηγόρης, κλεισμένος για καιρό στο σπίτι, γονυκλινής και ξέσκεπος, ζητά ασίγαστα άφεση αμαρτιών.

Μονάχα το κίτρινο fox με πάνω του μια αποξηραμένη ορχιδέα κι ένα κομμάτι χαρτί που το έτριψε ο καιρός υπάρχουν ως απόδειξη της ύπαρξής της. Η ίδια γυροφέρνει στα όνειρα των χωριανών και ταράζει τον ύπνο του ιερέα.

Πλαγιάρι 29/4/2017

 

 

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top