Fractal

Ο Έλληνας ασθενής είναι η Ιστορία της χώρας

Γράφει η Ελένη Γκίκα // 

 

«Ο Έλληνας ασθενής», Φωτεινή Τσαλίκογλου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 176

 

«Ο άγνωστος άντρας είναι νεκρός εδώ και μια ίσως και δυο ώρες. Το όνομά του είναι Θεόδωρος Κεντρωτάς. Στην κλινική «Bel- Air» τον αποκαλούν Monsieur Doros. Έλληνας από ένα νησί σε σχήμα πετάλου, που βρέχεται από φωτεινές θάλασσες. Στο ψυχιατρείο νοσηλεύτηκε για πέντε χρόνια. Ίσως και έξι. Δεν γιατρεύτηκε ποτέ. Η αρρώστια του δεν είχε όνομα, δεν είχε ορατά αίτια, δεν είχε αποδέκτη. Ίσως και να μην ήταν καν άρρωστος, αλλά ένας απλός άνθρωπος της εποχής του. Ένας Έλληνας ασθενής».

«Αν συνέβαινε στο νησί θα είχε σωθεί» σκέφτεται ο γιος του.

Κι αμέσως μετά «Ό,τι δεν ταιριάζει είναι προορισμένο να χαθεί».

Συνεχίζοντας εκείνο το υπέροχο που άρχισε με το μυθιστόρημα «8 ώρες και 35 λεπτά, μια ιστορία» όπου σε μια πτήση Νέα Υόρκη – Αθήνα κατόρθωσε να μας αφηγηθεί συνοπτικά μέσα από μια οικογενειακή σάγκα όλη την ελληνική ιστορία, στον «Έλληνα ασθενή» η Φωτεινή Τσαλίκογλου πηγαίνει ακόμα πιο μακριά, τολμά να αγγίξει όλη την εθνική μας παθογένεια. Εκείνα που μας βαραίνουν, τα πιο βαθιά, τα μύχια και μυστικά, τα προπατορικά.

Ξεκινώντας περίπου απ’ το τέλος. Από τον Θεόδωρο Κεντρωτά που δεν άντεξε να τα φέρει όλα αυτά, τόσο ευαίσθητος, υπερβολικά καλός, αιώνες τώρα να τα κουβαλά:

Τον προπάππο του Γιώργο ή Θεόδωρο Κεντρωτά ο οποίος την άνοιξη του 1820 σκάβοντας το χωράφι με την αξίνα του, σκόνταψε στην ακρωτηριασμένη γυναίκα. Μαζεύει ευλαβικά τα κομματάκια της, την πλένει και την τυλίγει σε καθαρό βαμβακερό πανί, την ερωτεύεται έως συντριβής αλλά στο τέλος την πουλά. Για να γλιτώσει και να επιβιώσει.

Το βάρος θα του το μεταφέρει η γιαγιά του, η Μαριακώ, εξάλλου θα γεννηθεί ίδια μέρα και ίδια ώρα μ’ αυτόν, θα έχει το όνομά του, και θα κληρονομήσει το αντίτιμο του πολύτιμου φορτίου.

Θα χρειαστεί να φύγει εξόριστος από το νησί που αγαπά, όπου υπηρέτησε σαν δάσκαλος δίνοντας ευκαιρία σε φτωχά κι άξια παιδιά, πληρώνοντας ακόμη για να μάθει γράμματα τους γονείς της Ρουμπίνης Αγράμπελης που θα πεθάνει από κρυφό σεβντά, θα παντρευτεί μια νεώτερή του γυναίκα αλλά θα την χάσει κι αυτήν αφού του κάνει τον Θεόδωρο Κεντρωτά, τον μικρό Ντόρη τον οποίο θα πάρει μακριά, στην αποστειρωμένη Γενεύη όπου εκεί θα γεράσει με μοναξιά όταν ο Ντόρης επιστρέψει μετά το γάμο του, μόνη παρηγοριά ένα κοριτσάκι με το όνομά του η Δώρα.

Και η μελαγχολία που επιστρέφει σαν καταφύγιο για να του πάρει τις λέξεις και την ελπίδα, για να του φέρει πίσω το βάρος…

«Ο θάνατος υφαρπάζει απ’ τις λέξεις τη δύναμή τους»

«Ο πατέρας σου ήταν αθώος. Αναζητούσε πρόσωπα στη θέση της μάσκας. Δεν το έβλαψε το κορίτσι. Ό,τι κι αν γίνει, να θυμάσαι, ήταν ένας άνθρωπος σπλαχνικός, κι εσύ είσαι ο γιός του».

Όταν ο Ντόρης ειδοποιηθεί από την κλινική θα είναι αργά για τον έλληνα ασθενή. Το μοναδικό απομεινάρι της μέρας του, στο παγκάκι μια φρεσκοδιαβασμένη εφημερίδα:

«Γιατί κάποιος που τερματίζει τη ζωή του ενδιαφέρεται για τα νέα της ημέρας; Γιατί αφήνει μια εφημερίδα σαν το ίχνος από τη ζωή του; Ο κόσμος με το αίμα, τον πόλεμο, το γύρο του πλανήτη με ποδήλατο, τους ομήρους, τα μαγαζιά, τα σινεμά, τα ρούχα. Ο πατέρας άφησε στο παγκάκι ένα τυχαίο αποτύπωμα της τελευταίας του μέρας».

Η τελευταία πράξη του δράματος θα παιχτεί στη Γενεύη αλλ’ όμως «Τα αληθινά δάκρυα δεν μπορούμε να τα κλάψουμε και αυτά που χύνουμε κυλούν όλα επί ματαίω».

Κι η ιστορία θα ξαναγραφτεί και θα ξαναπαιχτεί όλο το δράμα σαν μνήμη: από τον αγρότη προπάππο Γιώργο- Θεόδωρο Κεντρωτά και την ακρωτηριασμένη γυναίκα που του πήρε τα μυαλά «Δεν έχει μυαλό για τίποτε άλλο. Δεν τρώει, δεν κοιμάται. Ώρα με την ώρα γίνεται κάποιος άλλος», «Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ψάχνει αυτό που δεν μπορεί, αυτό που δεν γίνεται να έχει», από την πώλησή τους στους ξένους που κουβαλούν ως προπατορική ενοχή όλοι χρόνια μετά «Η Ιστορία φεύγει από τα χέρια του Θεόδωρου Κεντρωτά, απομακρύνεται από το χωράφι του. Ταξιδεύει» μέχρι τον πόλεμο στη Μικρά Ασία που τον νεώτερο Θεόδωρο Κεντρωτά σημαδεύει βαθιά, ως τη Ρουμπίνη Αγράμπελη ««Για κάθε μέρα που θα έρχεται σχολείο, θα σας καταβάλλω δέκα δραχμές» και την γνώση που της υπόσχεται «Η γνώση είναι μια χώρα θαυμάτων. Αν ταξιδέψεις σε αυτό τον τόπο, δεν θα έχεις ποτέ μα ποτέ τίποτα να φοβηθείς» κι εκείνο το σπαρακτικό «Κανείς δεν με έχει κρατήσει έτσι, σ’ ευχαριστώ» που επαναλαμβανόμενο υπενθυμίζει πως και η αγάπη εκτός από την ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο.

 

Φωτεινή Τσαλίκογλου

 

Ένα βιβλίο πολυεπίπεδο, αλληγορικό, ποιητικό και παραμυθητικό, ταυτοχρόνως σκληρό και τρυφερό που μας χαϊδεύει με αλήθειες στο πικρό τέλος: «Δεν υπάρχει θάνατος. Το να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο».

Εξάλλου έτσι θα επιστρέψει, έτσι τόσο νεκρός, με την μικρή Δώρα να τον σκορπίζει εκεί όπου ανήκει: στο Αιγαίο.

Μια πολύτιμη ποιητική σάγκα που μας υπενθυμίζει ότι «Μητέρα της Ιστορίας είναι η ειρωνεία» και αποπειράται να μαζέψει τα χίλια κομματάκια ενός ανθρώπου γιατί όπως θα πει ο Έλληνας ασθενής μέσα στο παραμιλητό «Το μάρμαρο είμαι εγώ. Τα κομμάτια είμαι εγώ. Η εκποίηση, η συναλλαγή, η δωρεά, η αποδοχή, η ικεσία, η βία, ο φόνος, η δολιοφθορά, ο πόλεμος, ο βιασμός μικρών παιδιών, ο αποκεφαλισμός των αιχμαλώτων, ο αγιασμός, τα κόκκαλα, το θαύμα, το ψωμί, οι ντομάτες, η Ρουμπίνη, το λιόκουρνο, το Μαριακό, η Ανθούλα, ο γιος μου, είμαι εγώ. Το νησί, η Ελβετία, η λίμνη, ο Χαραλαμπής, η Φατμέ, η Σεχραζάτ, η Μπαχάρα, ο Αχμέτ, ο Μαξ, η Σμύρνη, οι φωτιές, είμαι εγώ. Tout ca c’ est moi. Moi Tout. Όλα μαζί θα εκπνεύσουμε σε ένα παγκάκι στο πάρκο, την ώρα που θα δύει ένας μεσημεριανός ήλιος. Τρεις το μεσημέρι. Mell Zoelle, je vais me promener, ο καιρός είναι καλός, θα επιστρέψω σύντομα».

Και θα επιστρέψει. Στο νησί που του μέλλει να χαθεί μέσα στο Χρόνο σαν την Ατλαντίδα.

Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι το Φως θα αναδυθεί, τελικά, από τη πιο βαθιά σκοτεινιά γιατί αυτή τη δυνατότητα την έχει πάντοτε η σπουδαία λογοτεχνία.

Ο Έλληνας ασθενής, τελικά, είναι η Ιστορία της Χώρας.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top