Fractal

Διηγημα: “O εκτιμητής του έρωτα”

Της Δέσποινας Βέλλα // *

 

 

f5a

 

Άλλο ένα απόγευμα που σωζόταν από την πλήξη και ξεγελούσε τη μοναξιά του στο όμορφα διαμορφωμένο και «ζεστό» καθιστικό της φίλης του, της Αλεξάνδρας. Την έβλεπε συχνά τώρα τελευταία. Τον πρώτο καιρό, οι επισκέψεις του οφείλονταν στην καθαρή ανάγκη του για παρηγοριά, όμως όσο συχνότερα ερχόταν σε επαφή μαζί της, τόσο περισσότερο ευχαριστιόταν αυτές τις συναντήσεις και τις καρτερούσε. Όχι, δεν ποθούσε την Αλεξάνδρα και ούτε που του περνούσε από το μυαλό να τη δει διαφορετικά, ήταν σαν δεύτερη αδερφή του, τόσο καλά την ήξερε και τόσο βαθιά την εκτιμούσε. Ήταν φίλοι από παιδιά. Μεγάλωσαν μαζί στην Πλάκα. Αλλά ήταν μόνος και αισθανόταν χαμένος όταν περνούσε τα βράδια του στο εργένικό του σπίτι. Δεν τον ενοχλούσε αισθητικά, ήταν όμορφο, διακοσμημένο με έργα τέχνης μεγάλης αξίας και με το προσωπικό του γούστο. Μεγαλωμένος από μητέρα εικαστικό και πατέρα αρχαιολόγο είχε συνηθίσει από μικρός να βρίσκεται σε χώρους που απέπνεαν κάτι το ξεχωριστό και αυτό επιθυμούσε και για τον δικό του. Καμιά φορά είχε την τύχη και την ικανότητα να απολαμβάνει την παρέα κάποιας εξίσου μοναχικής γυναίκας – τουλάχιστον κατά τα λεγόμενά της – μα αυτό πλέον δεν του αρκούσε, δεν του εξασφάλιζε ήρεμο, βαθύ ύπνο και καθαρή σκέψη. Ένας εκτιμητής έργων τέχνης της δικής του φήμης, έπρεπε να είναι πάντα νηφάλιος, να έχει όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση και να μην κατακλύζεται από ατίθασα συναισθήματα, να μην στέκεται ευάλωτος μπροστά στα οπτικά ερεθίσματα. Κι αυτός τώρα τελευταία ένιωθε πως έχανε την αυτοκυριαρχία του…

Η Αλεξάνδρα έμενε εδώ και δέκα χρόνια στο Πανόραμα Βούλας. Παντρεμένη με τον Διαμαντή, τη μεγάλη και αξιόπιστη σχέση της ζωής της, εγκατέλειψε την Πλάκα μαζί με τις όμορφες αναμνήσεις στα γραφικά σοκάκια της κι έκανε ένα νέο ξεκίνημα στα Νότια Προάστια. Δεν τα είχε πάει και άσχημα. Απόκτησε δύο αξιαγάπητα πλάσματα: το Λευτέρη και τη Δανάη, 7 και 9 ετών αντίστοιχα. Ήταν φιλόλογος, δίδασκε κυρίως τη Νέα Ελληνική Γλώσσα σε παιδιά του Γυμνασίου, σε ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, αλλά παράλληλα συνέχιζε τα «ιδιαίτερα» μαθήματα, που ήταν και η αρχική πηγή εισοδήματός της. Το άλλοτε σκανταλιάρικο κορίτσι, με το οποίο παράβγαιναν σε αγώνες ταχύτητας στην οδό Κυδαθηναίων, είχε εξελιχθεί σε μια σοβαρή επαγγελματία, μια υπεύθυνη και συνετή μητέρα, υπομονετική φίλη και μια γλυκιά και πρόσχαρη σύζυγο. Αν ήταν συνάδελφός της θα τη βαθμολογούσε το λιγότερο με 9 στα 10 για τις επιδόσεις της στη ζωή. Ήξερε τι ήθελε και το πετύχαινε, ή στάθηκε απλώς τυχερή; Όποια και αν ήταν η αιτία, το αποτέλεσμα ήταν πως με τα χρόνια τη θαύμαζε, την καμάρωνε και την εμπιστευόταν. Γιατί πώς να πιστέψει κανείς στην ύπαρξη της πληρότητας αν δεν έχει ένα ζωντανό παράδειγμα μπροστά του να του την επιβεβαιώνει;

Σήμερα ο άντρας της με τα παιδιά είχαν πάει στην πεθερά της, οπότε, είχαν αρκετό χρόνο και χώρο ελεύθερο. Είχε περάσει ήδη μία ώρα συζήτησης με θέματα απλά και καθημερινά, όταν ο Ορφέας αποφάσισε να ανοίξει κουβέντα στην Αλεξάνδρα για κάτι που τον απασχολούσε εδώ και μέρες.

-Εκείνη η κοπέλα που είχαμε βγει μαζί τις προάλλες, τι κάνει;

-Ποια κοπέλα λες;

-Εκείνη, που πήγαμε μαζί θέατρο και μετά ήπιαμε μια μπύρα στην «Κιμωλία»…

-Α …τη Μαρκέλλα λες! αναφώνησε ενθουσιασμένη η Αλεξάνδρα.

-Ναι, αυτή.

-Ετοιμάζεται…

-Για τι πράγμα;

-Φεύγει, πάει στην Ιταλία.

-Ααα, ταξιδάκι;

-Όχι! Βρήκε δουλειά εκεί, σε μια μεγάλη ασφαλιστική εταιρία. Εδώ και πέντε χρόνια περίπου κατοικεί στην Ιταλία η αδερφή της με την οικογένειά της. Ε, μεσολάβησε ο γαμπρός της και έτσι την πήραν στο τμήμα Μάρκετινγκ. Οι γνωριμίες ανοίγουν πόρτες βλέπεις.

-Μα καλά δεν εργαζόταν εδώ; Γιατί θέλησε να φύγει;

-Ε, ξέρεις τώρα, καλύτερα λεφτά, πιο υπεύθυνη θέση, ίσως και μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Δεν είχε και κάτι να την κρατάει εδώ, καταλαβαίνεις… Θα μένει στη Φλωρεντία… Αχ, ποιος τη χάρη της, τη ζηλεύω!

Ο Ορφέας δεν μπορούσε να κρύψει την απογοήτευσή του. Σούφρωσε τα φρύδια του, όπως έκανε πάντα σε στιγμές περισυλλογής. Εκείνη η κοπέλα του είχε κινήσει το ενδιαφέρον, του είχε εξάψει την περιέργεια. Ήλπιζε σε μια ακόμη κοινή τους έξοδο, άλλωστε έρχονταν Χριστούγεννα και όλο και κάποια αφορμή θα έβρισκε για να τη συναντήσει: μια ακόμη θεατρική παράσταση που άξιζε να δουν, ένα δείπνο στης Αλεξάνδρας. Τώρα, όμως, οι φαντασιώσεις του έπρεπε να λάβουν τέλος και να επιστρέψει πίσω στην ανιαρή πραγματικότητα.

Η Αλεξάνδρα, που τον ήξερε τόσο καλά όσο την παλάμη του χεριού της, δεν δυσκολεύτηκε να μαντέψει τι συνέβαινε στο μυαλό του. Του είχε γνωρίσει φίλες της στο παρελθόν, προσπαθώντας να τον απομακρύνει από την εργένικη ζωή του, αλλά εκείνος πάντα έβρισκε ένα ελάττωμα, μια ατέλεια που δεν του επέτρεπε να συσχετιστεί μαζί τους. Δεν ήταν από εκείνους τους άντρες που ήθελαν να «παίζουν» με τις γυναίκες. Το αντίθετο, τις εκτιμούσε, τις θαύμαζε. Αυτό το τελευταίο ίσως και να ήταν η αιτία του «κακού». Ένας εκτιμητής έργων τέχνης είναι παρατηρητικός, δίνει μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια και έχει έντονο αισθητικό κριτήριο. Από μακριά μπορεί κάτι να του φαίνεται ελκυστικό και άξιο προσοχής, όμως όταν το δει πιο προσεκτικά, όταν χρησιμοποιήσει το μεγεθυντικό φακό του και τις ακτίνες για την ανίχνευση των στρωμάτων χρώματος, τότε όλες οι λεπτομέρειες φανερώνονται και τίποτα δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό και ανεξιχνίαστο. Κι αυτός έχει την τύχη και την ατυχία να δει όλα όσα άλλοι δεν μπορούν ή συνειδητά αποφεύγουν. Η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να ολοκληρωθεί και η αξία του έργου να εκτιμηθεί, να χωρέσει σε νούμερα. Μα ο έρωτας θρέφεται στο σκοτάδι και το φως τον κάνει να πεθαίνει από ασιτία.

***

Ο Ορφέας είχε δύο μεγάλες σχέσεις στη ζωή του. Η πρώτη και η πιο δυνατή ήταν αυτή με την Ειρήνη, τη συμφοιτήτριά του στο Παρίσι, όταν έκανε το μεταπτυχιακό του στην Ιστορία της Τέχνης. Ήταν ένα ονειρεμένο ζευγάρι από αυτά που βλέπει κανείς σε ρομαντικές ταινίες. Όμορφοι και οι δύο, καλλιεργημένοι, με φινέτσα και τρελαμένοι ο ένας για τον άλλον. Είχαν αρραβωνιαστεί και όλα έδειχναν πως θα αποτολμούσαν και το επόμενο βήμα. Όμως, εκείνος έκανε πίσω την τελευταία στιγμή. Δεν άντεχε να την ακούει να μιλάει συνέχεια για το πώς θα έφτιαχναν το καινούριο, πολυτελές τους σπίτι, πώς θα ετοίμαζαν τον ονειρεμένο γάμο τους με κάθε λεπτομέρεια, σε τι σχολείο θα πήγαιναν τα παιδιά που θα αποκτούσαν και άλλα πολλά μικροαστικά όνειρα που σε εκείνον έμοιαζαν με εφιάλτη. Η Ειρήνη του, το κορίτσι εκείνο που ήθελε να περπατά ξυπόλητη και συζητούσε για την τέχνη και την ελευθερία, είχε μετατραπεί σε ένα θηλυκό που μόνο του σκοπό είχε να «δέσει το γάιδαρό του». Όχι, δεν μπορούσε να μοιραστεί το υπόλοιπο της ζωής του με μια τέτοια γυναίκα. Τα χρώματα του πίνακα που είχε λατρέψει δεν είχαν από κοντά την πυκνότητα που είχε αρχικά εκτιμήσει.

Άργησε να το ξεπεράσει. Σε αυτό συνέβαλε και το ότι η Ειρήνη παντρεύτηκε έναν επιχειρηματία ενάμιση χρόνο μετά το χωρισμό τους. Τους είδε μαζί, να κρατιούνται χέρι-χέρι, σε μια έκθεση ζωγραφικής ενός κοινού τους φίλου. Το εντυπωσιακό μονόπετρο δαχτυλίδι της καμάρωνε πάνω από τη χρυσή της βέρα και ειρωνευόταν τη δική του απόρριψη και μοναξιά. Τώρα πια ανήκε αλλού. Δεν τον χωρούσε ο τόπος για αρκετό καιρό. Οι σχέσεις του περιστασιακές και ανούσιες. Απλώς ξεγελιόταν. Νέος ήταν ακόμη άλλωστε, μπορούσε να αφεθεί λίγο και στην μποέμικη ζωή. Το επάγγελμά του επέβαλε να είναι κοινωνικός και να συναναστρέφεται με πολύ κόσμο. Έτσι οι γνωριμίες ήταν σχετικά εύκολες στις τόσες κοσμικές συναντήσεις. Σε μία από αυτές δημιούργησε τη δεύτερη και τελευταία μεγάλη του σχέση. Η Γεωργία ήταν γλύπτρια, απόφοιτη της σχολής Καλών Τεχνών. Δεν ήταν όμορφη σαν την Ειρήνη και ήταν και πέντε χρόνια μεγαλύτερή του. Είχε όμως τη γοητεία της πιο ώριμης γυναίκας, απεχθανόταν τα ταμπού και ζούσε αντισυμβατικά. Ο Ορφέας πίστεψε πως ήταν το αντίδοτο στη δηλητηριασμένη του ψυχή. Στη σχέση αυτή δεν υπήρχαν ιδιαίτεροι συμβιβασμοί και για γάμο ούτε συζήτηση. Η Γεωργία πίστευε πως ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα κι εκείνη τον ήθελε αθάνατο. Έτσι και ο Ορφέας πείστηκε πως βρήκε το άλλο του μισό, τη γυναίκα που δεν θα τον πρόδιδε για μια κοινωνική σύμβαση, που θα τον ήθελε απόλυτα και ολοκληρωτικά. Όμως, μετά από δύο χρόνια σχέσης και φλογερού πάθους, ήρθε η μέρα που ο Ορφέας έχασε για δεύτερη φορά τη γη κάτω από τα πόδια του. Η Γεωργία είχε και αυτή τις δικές της αδυναμίες, μία από αυτές ήταν και οι μικρότεροι άνδρες. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η ψυχή της ανήκε σε εκείνον, το σώμα της όμως δεν μπορούσε να αντέξει τέτοιο περιορισμό. Διαφορετικά, θα ένιωθε εγκλωβισμένη σε αυτή τη σχέση. Κάπως έτσι πήρε ο καθένας το δρόμο του.

***

Αυτά σκεφτόταν η Αλεξάνδρα για τον καλό της φίλο που είχε σηκωθεί όρθιος και αγνάντευε τη θέα στη θάλασσα από τη τζαμαρία του σαλονιού της. Έτσι έκανε και με τις γυναίκες της ζωής του. Έμενε να τις θαυμάζει από μακριά. Έτρεμε στην απομυθοποίησή τους.

Ήθελε εδώ και χρόνια να τον συνετίσει, να τον βάλει σε μια σειρά. Ως καθηγήτρια είχε αυτό το βίτσιο, να διορθώνει τα λάθη, να κάνει τις παρατηρήσεις της, να επισημαίνει αδυναμίες για να βελτιωθούν οι μαθητές της και γιατί όχι να αριστεύσουν. Μα αυτός εδώ ο μαθητής ήταν για χρόνια ανεπίδεκτος μαθήσεως. Ρομαντικός από τη μία, αποστασιοποιημένος από την άλλη. Και τώρα το έβλεπε πως βασανιζόταν. Όλο και πιο συχνά είχε ανάγκη την παρέα της. Όλο και πιο δεκτικός ήταν στις συμβουλές της. Κι όταν αγκάλιαζε τα παιδιά της, το έβλεπε πως περισσή στοργή ξεχείλιζε από μέσα του.

-Τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε

-Αχ, Αλέκα μου –έτσι την αποκαλούσε όταν επρόκειτο να της εξομολογηθεί κάτι-περνάνε τα χρόνια και να… πώς να το πω, δεν έχω ακόμη βρει τον άνθρωπό μου, τη γυναίκα εκείνη που θα με κάνει να μείνω μαζί της!

-Να σε κάνει; Πιστεύεις αλήθεια πως όλα είναι ένα κόλπο, ένα μαγικό τρικ; Κανείς δεν «κάνει» κανέναν, μόνοι μας επιλέγουμε συνειδητά αυτόν που θέλουμε δίπλα μας. Αν ο άλλος μας ξεγελάσει, τότε αργά ή γρήγορα αυτό θα αποκαλυφθεί.

-Δεν ξέρω! Να, τώρα ας πούμε, είδα αυτή τη γυναίκα, τη Μαρκέλλα, τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, τόσο κομψή, αεράτη, φαίνεται πως ξέρει τι θέλει. Κι όμως, δεν ήταν γραφτό… φεύγει!

-Ναι, ίσως και να ταιριάζατε, είστε και οι δύο τελειομανείς, υπεραναλυτικοί και δυναμικοί. Αλλά μήπως και πάλι, όταν θα τη γνώριζες καλύτερα θα σε φόβιζαν οι πιο ανθρώπινες πτυχές της και θα το έβαζες στα πόδια;

-Δεν θέλω να το βάζω πια στα πόδια. Μα δεν ξέρω πώς να μην το κάνω. Εσύ, πώς το κατάφερες; Πώς και συνεχίζεις να είσαι καλά με το Διαμαντή; Σίγουρα υπάρχει φθορά και δυσκολίες, έτσι δεν είναι; Ποιο είναι, λοιπόν, το μυστικό;

-Ορφέα μου το μυστικό έχει να κάνει με το πώς βλέπω τα πράγματα. Η αλήθεια είναι πως αν και γυναίκα, δεν υπήρξα τόσο ρομαντική όσο εσύ. Τα έβλεπα όλα λίγο πιο πρακτικά. Επέλεξα να ζήσω τη ζωή μου με το Διαμαντή γιατί τον εμπιστευόμουν, γιατί είναι ηθικός και καλόκαρδος, γιατί αγαπά την οικογένεια. Υπάρχουν δηλαδή οι προϋποθέσεις για να φτιάξουμε κάτι όμορφο και κάτι που θα αντέξει στο χρόνο, αν έχουμε και λίγη τύχη με το μέρος μας. Κι όταν η σχέση αρχίζει και είναι λειτουργική, αποδίδει τους καρπούς της και μέσα σε αυτήν υπάρχουν όλα: η ηρεμία, ο έρωτας, η φθορά, η αγάπη, το μίσος, το πάθος, όλα σε μια αναλογία υποφερτή, όπως τα συναντούμε και στη ζωή. Κοίταξα λοιπόν με προσοχή τα θεμέλια, γιατί ήξερα πως αυτά θα κρίνουν το «παιχνίδι». Μήπως κι εσύ πρέπει να δεις τα θεμέλιά σου; Πού θέλεις πραγματικά να οικοδομηθεί η σχέση σου; Αν το θεμέλιο είναι η εμπιστοσύνη, τότε ήταν επόμενο να χωρίσεις με τη Γεωργία. Αν είναι η αποφυγή των κοινωνικών συμβάσεων, τότε δεν θα μπορούσες να συμβιώσεις για πολύ καιρό με την Ειρήνη. Εσύ θα αποφασίσεις!

-Μα το θεμέλιο δεν είναι η αγάπη;

-Εσύ ξέρεις! Αν είναι αυτό τότε έχασες δύο πολύ καλές ευκαιρίες, και τις δύο τις αγαπούσες και σε αγαπούσαν! χαμογέλασε πονηρά η Αλεξάνδρα.

– Με αγαπούσαν, λες ε; Γιατί τότε δεν ήταν αυτό αρκετό ώστε να αλλάξουν για μένα, για την αγάπη μας;

-Άλλαξες εσύ για χάρη τους; τον ειρωνεύτηκε ελαφρώς η Αλεξάνδρα.

-Όχι, παραδέχτηκε χαμηλώνοντας το βλέμμα του κι έκατσε πάλι στην πολυθρόνα.

Ήπιε μια γουλιά νερό από το γυάλινο ποτήρι του. Ήταν τοποθετημένο σε ένα από τα σουβέρ που είχε κάνει ο ίδιος δώρο στην Αλεξάνδρα. Πάνω του ήταν τυπωμένος ο δημοφιλέστερος πίνακας ενός αμφιλεγόμενου, αυτοδίδακτου ζωγράφου. Απεικόνιζε ένα ζευγάρι να χορεύει σε μια παραλία ενώ βρέχει. Τα σύννεφα γεμίζουν το φόντο και δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι μέρα ή νύχτα. Στο βάθος φαίνεται μια λωρίδα θάλασσας. Το ζευγάρι είναι ντυμένο επίσημα. Η γυναίκα φορά μια κόκκινη, εξώπλατη τουαλέτα, έχει πιασμένα τα μαλλιά της κότσο, αλλά είναι ξυπόλυτη. Ο άντρας φορά ένα μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο. Τραγικές ή κωμικές φιγούρες -όπως το δει κανείς- είναι ο μπάτλερ και η υπηρέτρια. Στέκονται σε αυτό το αλλόκοτο σκηνικό, έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Η υπηρέτρια φαίνεται να ζορίζεται από τον καιρό, κρατά με το ένα χέρι μια μαύρη ομπρέλα και με το άλλο το καπέλο της, να μην το παρασύρει ο αέρας. Ο μπάτλερ κρατά κι αυτός μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα και προστατεύει τον εαυτό του αλλά και το ζευγάρι από τη βροχή(1). Θα μπορούσε να είναι μια αυθόρμητη, ανθρώπινη στιγμή ή απλώς ένα καπρίτσιο ευκατάστατων ανθρώπων.

-Τι ωραία εικόνα! είπε η Αλεξάνδρα όταν πρόσεξε κι εκείνη λίγο καλύτερα το σουβέρ.

-Ξέρεις, αυτός ο πίνακας πωλήθηκε πριν από μια δεκαετία και ίσως και περισσότερο σε μια εξωφρενικά υψηλή τιμή(2). Θυμάμαι πόσο είχα εκπλαγεί όταν το έμαθα. Πλέον είναι τόσο αγαπητός, που αναπαρίσταται σε ημερολόγια, σε σουβέρ, σε αφίσες και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Ο κόσμος το αγοράζει σε ό,τι μορφή το βρει!

-Ναι, έχει κάτι το μαγικό, κάτι το ονειρικό. Είναι λογικό να θέλει να το έχει κανείς σπίτι του.

-Θα σε απογοητεύσω, αλλά ο ζωγράφος αυτού του έργου δεν συγκαταλέγεται στους καλύτερους. Οι κριτικοί τον χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα απλοϊκό. Αυτό που ζωγραφίζει αυτό είναι! Δεν έχει να δείξει κάτι παραπέρα. Όμως ο κόσμος τον αγαπά τόσο πολύ! Σαν να ακουμπά μια ευαίσθητη χορδή του… Ο ίδιος έχει δηλώσει πως οι πίνακές του είναι ουσιαστικά ξεχωριστές σκηνές από φανταστικές ταινίες που γυρίζονται στο μυαλό του. Αυτές τις σκηνές μπορεί κανείς να τις τοποθετήσει στη δική του φανταστική ταινία, όπως αυτός θέλει, με όποια σειρά θέλει. Παράξενο δεν ακούγεται;

-Έτσι όπως μου τα λες καταλήγω στο συμπέρασμα πως το κοινό βλέπει κάτι που οι κριτικοί δεν έχουν καταφέρει ή αρνούνται να δουν. Είναι θέμα οπτικής.

Για λίγο επικράτησε απόλυτη σιωπή. Το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα ξεφύσημα του Ορφέα. Έπιασε τον αυχένα του σαν να τον πονούσε. Πάντα συνέβαινε αυτό όταν ζοριζόταν. Προσπαθώντας να χαλαρώσει με το χέρι του το σημείο που τον ενοχλούσε γύρισε προς την Αλεξάνδρα.

-Όταν πρέπει να αξιολογήσω ένα έργο και να το αποτιμήσω λαμβάνω διάφορους παράγοντες υπόψη μου. Την τεχνοτροπία, την αρτιότητα εκτέλεσης, το μέγεθος, το θέμα του. Όμως, αυτοί που επιθυμούν να το αγοράσουν, εξετάζουν και άλλους παράγοντες: ποιος είναι ο δημιουργός, κατά πόσο ταυτίζονται μαζί του, ποια είναι η ιστορία του πίνακα, τι άποψη έχουν για τον καλλιτέχνη και χίλια δυο άλλα που ούτε μπορώ να φανταστώ. Δεν είναι λίγες οι φορές που αναγνωρισμένα αριστουργήματα δεν ανταποκρίνονται στις αρχικές εκτιμήσεις των ειδικών, ενώ έργα πιο συμβατικά πωλούνται πολύ πιο ακριβά και γίνονται ανάρπαστα. Και τώρα που το σκέφτομαι…

-Μου φαίνεται πως μόλις βρήκες την απάντηση στο ερώτημά σου! τον διέκοψε η Αλεξάνδρα.

-Τι εννοείς;

-Θέλω να πω, θα επιλέξεις τη νέα σου σύντροφο ακολουθώντας τις εμμονές σου με την τελειότητα, ή αυτό που σου λέει πραγματικά η καρδιά σου;

– Καταλαβαίνω πού το πας… Στη δουλειά μου πάντα έψαχνα να βρω το λάθος, το ελάττωμα, αυτό που θα έκρινε το ύψος της αξίας του πίνακα και θα τον διαφοροποιούσε από τους άλλους. Ξέχασα πώς είναι αυτή η όμορφη αίσθηση που έχει κανείς όταν πρωτοβλέπει ένα πίνακα, ή ένα γλυπτό. Ίσως κάπως έτσι να έκρινα και τους ανθρώπους. Αυτό δεν εννοείς;

-Ακριβώς! Υπάρχει άραγε κάποιος άνθρωπος στη ζωή σου που επέλεξες με άλλα κριτήρια;

-Ναι, υπάρχει και τον έχω εδώ μπροστά μου. Εσύ είσαι η εξαίρεση. Ποτέ δεν σε έβαλα κάτω από το μικροσκόπιο. Και ίσως για αυτό η σχέση μας να άντεξε στο χρόνο.

-Τα βλέπεις, είπε χαμογελαστή η Αλεξάνδρα και του έπιασε με ζεστασιά τα δυο του χέρια.

– Πόσο καλή δασκάλα είσαι τελικά; της είπε με πειραχτικό ύφος.

Την αγκάλιασε. Έμειναν έτσι για δυο λεπτά και ύστερα συνέχισαν να μιλούν. Ένα βάρος είχε μόλις φύγει από πάνω του. Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του. Καμιά φορά τα πράγματα βρίσκονται ακριβώς κάτω από τη μύτη μας, αλλά αδυνατούμε να τα δούμε.

-Λέω την άλλη εβδομάδα να σας κάνω εγώ το τραπέζι! πρότεινε στην Αλεξάνδρα με ενθουσιασμό.

-Τέλεια! Θα σκεφτώ μήπως εκτός από το Διαμαντή και τα παιδιά φέρω και καμιά φίλη μου μαζί! Θα εξετάσω, βέβαια, πρώτα, αν έχει πιθανότητες να αποδώσει ως επένδυση! είπε προσποιούμενη την αυστηρή εκτιμήτρια.

Γέλασαν και οι δύο τόσο δυνατά, που η Λούση, το αξιαγάπητο Yorkshire της Αλεξάνδρας, ξύπνησε από το βαθύ της ύπνο, στην κουζίνα και έτρεξε ανήσυχη προς το μέρος τους. Εκείνοι συνέχισαν απτόητοι την κουβέντα τους αφήνοντάς την να χώνεται μια στην αγκαλιά του ενός και μία στου άλλου.

 

 

  • (1) Ο πίνακας “The Singing Butler” του Jack Vettriano, 1992
  • (2) Ο πίνακας “The Singing Butler” πωλήθηκε σε δημοπρασία το 2004 προς 744.000 αγγλικές λύρες, που ήταν το ρεκόρ εκείνης της εποχής για ένα Σκοτσέζικο πίνακα, αλλά και για οποιονδήποτε άλλο πίνακα που πωλήθηκε ποτέ στη Σκοτία.

 

 

 

 *Η Δέσποινα Βέλλα έχει σπουδάσει Μάρκετινγκ και Επικοινωνία στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ανακάλυψε πως αγαπά τη γραφή από τα 9 της χρόνια. Από τότε πειραματίζεται μαζί της θέλοντας αυτή η σχέση να διαρκέσει και να εξελίσσεται στο χρόνο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top