Fractal

Αποδομώντας τον κόσμο

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Ορχάν Βελή Κανίκ «Ο δρόμος μου είναι πλατεία», Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, εκδ. Βακχικόν, σελ. 112

 

O δρόμος μου είναι άσφαλτος
ο δρόμος μου είναι χώμα
ο δρόμος μου είναι ουρανός
ο δρόμος μου είναι πλατεία
και οι σκέψεις μου!

 

O Ορχάν Βελί Κανίκ γεννήθηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην ίδια πόλη το 1950 σε ηλικία μόλις 36 ετών. Έντονη ζωή: μεθύσια, θυελλώδεις έρωτες, προβλήματα υγείας. Σύντομη ζωή, αλλά γεμάτη εμπειρίες που υπαινίσσονται ότι μιλάμε για ακόμα έναν «καταραμένο ποιητή» που στιγμάτισε την μοντέρνα τουρκική ποίηση. Παρά την μεσοαστική καταγωγή του, γράφει σε απλή και άμεση γλώσσα, στην γλώσσα των δρόμων θα ’λεγε κανείς, και έχει τον τρόπο να αναστατώνει και να ξαφνιάζει τον αναγνώστη ανανεώνοντας το ποιητικό είδος. Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορεί ένα πλούσιο ανθολόγιο ποιημάτων του σε μετάφραση των Γιώργου Μπλάνα και Μιχάλη Παπαντωνόπουλου. Στην κατατοπιστική του εισαγωγή γράφει ο πρώτος: «Ο Βελί τραγούδησε τη ζωή σε όλο το σκοτεινό μεγαλείο της και ο αναγνώστης μπορεί να εκπαλαγεί κάποτε, αναρωτώμενος πώς μπορούσε ένας άνθρωπος ν’ αντέξει τόση σκληρότητα γυμνή και να την ντύσει με λόγια που όταν ξεπεράσει κανείς τον επιφανειακό μηδενισμό τους, σπαρταρούν από τρυφερότητα και θέληση για ζωή». Πιάνεται από τις μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειες πολλές φορές για να φτιάξει ένα ποίημα, έξυπνο και δυνατό συνάμα, που θα κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και θα του υποβάλλει την ιδέα ότι «ο θάνατος/δεν θα’ ναι /ούτε κατά διάνοια/τρομαχτικός». Αφηγείται όνειρα, μικρές ή μεγάλες ιστορίες, συχνά σε πρώτο πρόσωπο (Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα/πως πέθανε η μητέρα μου./Ξύπνησα κλαίγοντας./Θυμήθηκα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό,/που κρατούσα ένα μπαλόνι/και ξαφνικά μου έφυγε απ’ τα χέρια/κι εγώ έμεινα εκεί,/να το κοιτάζω ν’ ανεβαίνει αργά στον ουρανό/και να κλαίω./ (ΟΝΕΙΡΑ)». Και είναι τούτες οι ιστορίες συχνά σουρεαλιστικές και ιδιαίτερες [Πέταξα μια πέτρα στο δέντρο./Δεν το χτύπησα./Δεν χτύπησα τίποτε./Το δέντρο έφαγε την πέτρα μου./Το δέντρο έφαγε την πέτρα μου./Θέλω την πέτρα μου./(ΔΕΝΤΡΟ)] Για  τα μάτια του, για το αριστερό του χέρι, για τη μετανάστευση, για τον θάνατο τον ίδιο, για τον κόσμο, για τον εαυτό, για τους φίλους, για τους ανθρώπους γενικά, για την μνήμη, για τις λέξεις, ο ποιητής εκφράζεται άφοβα και μας κερδίζει με την ανθρώπινη υφή με την οποία ντύνει τις ποιητικές του συνθέσεις.

 

Ορχάν Βελί Κανίκ

 

Είναι ένας ποιητής που ζει μέσα στον κόσμο, αλλά μπορεί άνετα και να τον αποδομεί και να τον αντιστρέφει  κάθε φορά που επιθυμεί. [(Κάλλιστα θα μπορούσα/να είμαι ένα χρυσόψαρο/μεσ’  στο μπουκάλι/του κρασιού/(Απόσπασμα)]. Ο ποιητής «εξω ρα ίζει τον έρωτά του με ποιήματα», με ποιήματα μετράει τη ζωή του, τη μελαγχολία του, αλλά και την ίδια την μοναξιά του. Μέσα από την τέχνη του μπορεί να ονειρεύεται: «Ο ήλιος με ξύπνησε ένα πρωί/κι έγινα φύλλα και πουλιά./Άστραφτα μεσ’ στην ανοιξιάτικη δροσιά./Έγινα φύλλα και πουλιά./Τα χέρια μου, τα πόδια μου/ φτερούγιζαν, ανθοκοπούσαν./Έγινα φύλλα και πουλιά./Πουλιά /και φύλλα./» (ΠΟΙΗΜΑ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟ). Το ποίημα με τίτλο «Παρέλαση ερώτων» μέσα στο οποίο λέει ότι «ο έρωτας είναι δουλειά για πλούσιους/τεμπέληδες κι άνεργους/», βρέθηκε ημιτελές μετά τον θάνατό του, τυλιγμένο σε μια οδοντόβουρτσα. Ποιήματα σύντομα ή μικρά σε έκταση, παιγνιώδη, άλλοτε χιουμοριστικά ή και μελαγχολικά ακόμα, που δεν διαθέτουν ρίμα ή επωδό. Μας αγγίζουν εμάς τους σύγχρονους αναγνώστες  ακριβώς γιατί αναφέρονται στον τρόπο που μπορούμε να ζούμε   και να υπάρχουμε, στον τρόπο που κανείς δύναται να ερμηνεύει και να αντιμετωπίζει τη ζωή, ισορροπώντας και δίνοντας το παρόν. Το ανθολόγιο αυτό που φέρει τον τίτλο «Ο δρόμος μου είναι πλατεία» κλείνει με χρονολόγιο της ζωής και του έργου του ποιητή, πριν από το οποίο συναντάμε το ουσιαστικό επίμετρο του έτερου μεταφραστή Μιχάλη Παπαντωνόπουλου που ξεκινά ως εξής: «Ο Ορχάν πρόλαβε να δοκιμάσει στη σύντομη ζωή του όση ποιητική περιπέτεια βίωσαν μερικές γενιές Γάλλων ποιητών μαζί», παρατηρούσε ο Οκτάυ Ριφάτ για τον φίλο και λογοτεχνικό συνοδοιπόρο του Ορχάν Βελί Κανίκ. Ήδη στα 36 του, όταν και πέθανε, ο Βελί ήταν μια θρυλική μορφή της τουρκικής λογοτεχνίας».

H πραγματικότητα του ποιήματος  βαδίζει πάντα παράλληλα με την πραγματικότητα που βιώνει ο ποιητής. Το ποιητικό σύμπαν  και η πραγματική ζωή πηγαίνουν χέρι χέρι. Κάνει χρήση -αναπόφευκτα- και λαϊκών εκφράσεων, δηλώνοντας τη σχέση του με την τοπική παράδοση. Δίνει όμως την δική του ποιητική εκδοχή παντρεύοντας ποικίλα στοιχεία. Παίρνει μαθήματα από την τακτική των σούφι ποιητών, αναζητώντας την αλήθεια των γεγονότων. Πίσω από την βιτρίνα μιας σκληρότητας, πάντα η τρυφερότητα.

 

Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ

 

Κοιτάζει πάντα μπροστά.

Δεν καπνίζει.

Έχει χαθεί

από καιρό.

 

(Μετ: Γ.Μ.)

 

***

 

Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ

 

Κουράστηκα

να τη σέρνω

τόσα χρόνια

απ’ τις μύτες των ποδιών μου.

Καιρός ήταν

να ζήσουμε και λίγο!

Κάπου

η σκιά μου.

Εγώ:

Kάπου αλλού.

 

(Μετ: M.Π)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top