Fractal

Διήγημα: “Ο διωγμός”

Του Νίκου Νασόπουλου // *

 

 

f13

 

Ήταν είκοσι χρονών όταν άρχισε ο πόλεμος η Σούλα..

Είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και βοηθούσε στο γραφείο του πατέρα της που ήταν δικηγόρος, στο κέντρο της Αθήνας…

Το σπίτι τους ήταν στην παραλία, στο Καλαμάκι κι έκαναν αρκετή ώρα κάθε μέρα να πάνε και να ‘ρθουν παρόλο που ο πατέρας της είχε δικό του αυτοκίνητο…

Της άρεσε η θάλασσα και προτιμούσε να χάνει χρόνο στα καθημερινά πηγαινέλα από το να μένει σε κάποιο θλιβερό σπίτι του κέντρου…

Στο Καλαμάκι είχε τον κήπο με τα λουλούδια που λάτρευε, είχε ησυχία, είχε ατέλειωτο ουρανό να χάνεται η ματιά της κι αυτά της έφταναν…

 

Λίγα χρόνια πριν είχε φτιαχτεί κοντά τους, στο Χασάνι, το αεροδρόμιο κι ερχόντουσαν συχνά αεροπλάνα, ακόμα κι από το εξωτερικό, αεροπλάνα που πολλές φορές περνούσαν ξυστά, πάνω απ’ το σπίτι τους…

Ο πόλεμος βέβαια είχε αλλάξει τη διάθεση, αεροπλάνα πολεμικά ερχόντουσαν στο Χασάνι κι ο πατέρας στενοχωριόταν, έλεγε πως ήταν επικίνδυνα να κατοικούν εκεί, πως έπρεπε να φύγουν…

Φυσικά οι νίκες του στρατού στην Ήπειρο είχαν δώσει ευχάριστο τόνο στην βαριά ατμόσφαιρα, όμως κανένας δεν μπορούσε να αισθάνεται ασφαλής σε ένα τέτοιο πολεμικό περιβάλλον…

 

Εκείνη την άνοιξη του 1941 όλα άλλαξαν με μιας…

Το μέτωπο κατάρρευσε ξαφνικά, αναπάντεχα κι ένα πρωί του Απρίλη μια φάλαγγα γερμανικών αυτοκινήτων πέρασε μπροστά από το σπίτι, στο δρόμο για το αεροδρόμιο…

Θα καταλάμβαναν το Χασάνι…

Ήδη μεγάλα μεταγωγικά με τους γερμανικούς σταυρούς περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους…

Η άνοιξη έσκαγε με τα άνθη της κι εκείνοι έβλεπαν την πατρίδα σε ξένα χέρια…

 

Οι Γερμανοί έβαλαν συρματοπλέγματα παντού και σχεδόν δεν μπορούσες να πας στην παραλία…

Είχαν σπείρει με νάρκες την άμμο φοβούμενοι απόβαση κι είχαν πύργους ξύλινους με φρουρούς σε όλη την ακτή, μέχρι τη Βουλιαγμένη κι ίσως ακόμα πιο πέρα…

Στην αρχή ήταν απόμακροι και παγεροί οι Γερμανοί, όμως σιγά σιγά άρχισαν γνωριμίες με τους ντόπιους και φιλίες με τα κορίτσια…

Η νιότη δεν κοιτάει καταγωγή αν θέλει να ερωτευθεί, αυτό γίνεται στους αιώνες….

 

Ο πατέρας της Σούλας, ο δικηγόρος, ο κύριος Χρήστος Γεωργίου, της το ‘χε ξεκόψει…”δεν θέλω παρτίδες με Γερμανούς”… όμως η νιότη δεν ξέρει από μη…

Η Σούλα μιλούσε αγγλικά κι ήταν φορές που μίλησε κουτσά στραβά με κάποιους νεαρούς Γερμανούς… μέχρι…μέχρι που ένα πρωί καλοκαιριάτικο είδε τον Χανς….

Η στολή του άστραφτε στον αττικό ήλιο και το χαμόγελό του την αιχμαλώτισε…

Ήταν από τη βόρεια Γερμανία αυτός, σπουδαγμένος και λοχαγός επιστρατευμένος….

 

Στην αρχή διστακτικά κι έπειτα πιο άνετα άρχισαν να συναντιούνται…

Ο πατέρας της υποψιάστηκε κι αντέδρασε στην αρχή, μετά όμως παραιτήθηκε…

Η Σούλα ήταν αποφασιστική…

Αποφασιστική ήταν και με τον Χανς που του το ‘χε ξεκόψει από την αρχή πως ”μόνο γάμος την ενδιαφέρει κι όχι μια επιπόλαιη σχέση”…

Ο Γερμανός δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς… ήταν κι αυτός παρόμοιων απόψεων κι έβλεπε σ’ εκείνη ένα πρότυπο γυναίκας, σαν αυτό που είχε πλάσει στο μυαλό του…

 

Ο πόλεμος προχωρούσε, το ίδιο και η αγάπη τους κι ο Χανς έκανε τα πάντα για να μην πάρει μετάθεση, να μην πάει στο ανατολικό μέτωπο όπως πήγαιναν οι περισσότεροι…

Γειτονιά μεγάλη δεν είχε η Σούλα, όμως οι λίγοι την κουβέντιαζαν κι ίσως την έλεγαν και προδότρα, όμως εκείνη αγαπούσε κι αυτό τα έσβηνε όλα…

Ο Χανς είχε καταφέρει να παραμείνει στο Χασάνι, όσο κι αν ο πόλεμος γύριζε κι ακουγόντουσαν πολλά…

 

Φλεβάρη του 43 χάθηκε η μάχη του Στάλινγκραντ…

Ο Χανς άρχισε να φοβάται…. μα δεν έλεγε κουβέντα…

Ιούνη της ίδιας χρονιάς έγιναν οι αρραβώνες….

Λίγοι οι καλεσμένοι… κανένας δεν ήθελε παρτίδες με φίλους των Γερμανών…

Ο πατέρας πικραμένος αλλά χαμογελαστός, ευχόταν βίον ανθόσπαρτον…

Ο Χανς ήταν ευτυχισμένος κι ας ήξερε πως οι επόμενοι μήνες θα ήταν δύσκολοι, η Σούλα κερνούσε τους παρευρισκόμενους και στεκόταν στην αγάπη… ο πόλεμος δεν την ενδιέφερε…

 

Τον Σεπτέμβρη άρχισαν οι βομβαρδισμοί του αεροδρομίου…

Βράδια φώτιζε ο τόπος κι έτρεχαν στα καταφύγια να σωθούν…

Ήξεραν πως ο χρόνος τελειώνει….οι σύμμαχοι θα νικούσαν… έτσι έδειχναν όλα…

Εκείνοι είχαν την αγάπη τους κι Οκτώβρη μήνα παντρεύτηκαν…

Μέναν προσωρινά στο πατρικό σπίτι, στο πάνω πάτωμα κι έσπρωχναν το χρόνο, που τους έσπρωχνε κι αυτός…

 

Ήρθε το 1944… τα μέτωπα κατέρρεαν παντού για τους Γερμανούς…

Ο Χανς απελπιζόταν… μάθαινε τι γίνεται και δεν ήξερε τι να κάνει….

Η Σούλα προσπαθούσε να κρατήσει το μυαλό στη θέση του…

Η άνοιξη απάλυνε λίγο την κατάσταση με τη δύναμή της, όμως όλα έδειχναν πως θα περνούσαν πικρό μονοπάτι οι δυο τους…

Το καλοκαίρι άρχισαν να δίνονται διαταγές να τα μαζέψουν…

 

Στο σπίτι βρίσκαν γράμματα απειλητικά…”φύγετε προδότες” έγραφαν κι η Σούλα τρόμαζε… αλλά λίγο…

”Πρέπει να φύγουμε” είπε κάποια μέρα ο Χανς κι εκείνη υπάκουσε…

Προορισμός η Γερμανία..τι άλλο…

Κι ο πατέρας;;….

”Δεν φεύγω εγώ, εδώ θα πεθάνω ,στον τόπο μου” τους είπε…

Το Γιούνκερ πήρε μόνο τους δυο τους…

Εκείνη είδε τη θάλασσα και δάκρυσε…

Ήταν ο διωγμός της…

Δεν ξανάκουσαν γι’ αυτήν…χάθηκε…η Σούλα…η ”προδότρα”

 

 

* O Νίκος Νασόπουλος  γεννημένος στην Αθήνα, ασχολείται με τη συγγραφή μικρών ή μεγαλύτερων κειμένων από τη δεκαετία του 90… Έχουν εκδοθεί αρκετά έργα του σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή… Παλαιότερα έγραφε με το ψευδώνυμο Νίκος Παναγιώτου…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top