Fractal

Διήγημα: “Ο Δημήτρης ο Ράνος”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

 

 

στην Αγγελική

 

Υπάρχουν κάποιες νυχτιές του Απρίλη που ηρεμεί η θάλασσα κι ο εαυτός σου σηκώνεται, βγαίνει στο φεγγαρόφωτο και βλέπει τον δρόμο του στη ράχη των νερών, γαλακτώδης δρόμος, σαν εκείνον που αφήνει το γάλα από στόμα μωρού στο στήθος της νιας λεχώνας μάνας του, μικρά αγνά αλαβάστρινα στίγματα.

Τέτοια στοιχειωμένη ήταν κι η ψεσινή νυχτιά και τράβηξα κατά το κάστρο να κυνηγήσω τα φαντάσματά του. Εκεί, λίγο πριν τα ρημαγμένα τείχη, στο μικρό αραξοβόλι που οι βάρκες νανουρίζουν τη ζωή των κοντινών σπιτιών, κάτι σαν σημαδούρα αντίκρισα, σημαδούρα στην άμμο να κινείται από τον νυσταγμένο Λίβα. Παρατηρώντας καλύτερα μου φάνηκε ωσάν κατάλοιπα παραθεριστών, παραθεριστές τέτοια εποχή δεν υπάρχουν. Πλησίασα. Άκουσα κάποια κόκαλα να τρίβονται στον θόρυβο της θάλασσας. Τον ένιωσα πριν να τον δω. Ο Δημήτρης ο Ράνος. Εκείνος, μυρίζοντας το λαφροπάτημα κάποιου, «Σαν σήμερα ήταν. Σαν σήμερα πριν εξήντα χρόνια,» είπε και σκέφτηκα, πόσα χρόνια να είναι οι λέξεις κλειδωμένες μέσα του και τώρα ακούγονται τόσο καθάρια να γλείφουν το τραγούδισμα των κυμάτων.

Ο Δημήτρης ο Ράνος ογδοηκονταετής και πλέον, κλωθογυρίζει αεικίνητος όλη τη μέρα τον οικισμό μας. Ξεκινά λίγο πριν τον ήλιο και αλωνίζει την παραλία, κάθεται με τις ώρες σε κάποιαν απόμερη σκιά, σε μιαν απόκληρη χωσιά της άμμου, στον ίσκιο μιας παρατημένης ομπρέλας και κοιτά, ώρες ατέλειωτες, τη θάλασσα. Ποτέ δεν τον κουράζει το νερό, η αντηλιά, οι φωνές των καλοκαιρινών παραθεριστών και η απύθμενη μοναξιά του χειμώνα. Και σαν το δείλι γλείψει τα αντικρινά βουνά, σηκώνεται, γίγαντα τον θαρρείς που στους ώμους του κρατεί τον κόσμο όλον και τραβά για το φτωχοκάλυβό του, ένα σπιτάκι προσφυγικό στην άκρια του οικισμού. Τραβάει για κει και κλείνοντας πίσω του την κρεμασμένη πόρτα περιμένει την καινούρια μέρα.

Το πέλαγος δεν στέκεται καλό μαζί του, φέρνει τα κύματα του χειμώνα, την αναστάτωση της άνοιξης, χιλιάδες παραθεριστές το καλοκαίρι και τις φωνές τους, δεν φέρνει όμως αυτό που ο Δημήτρης ο Ράνος προσδοκά. Χρόνια τώρα.

Αλαφροΐσκιωτος ήταν από τα νιάτα του. Αλαφροΐσκιωτος που γύρναγε σε όλα τα απόκρυφα των γύρω παραλιών του τότε μικρού οικισμού και έψαχνε για ξωθιές. Τις σειρήνες του περίμενε, να ‘ρθουν και να τον πάρουν μαζί τους. Δούλευε το καλοκαίρι στην μοναδική ψαροταβέρνα του τόπου κι ήταν η ατραξιόν για τους λιγοστούς ξένους παραθεριστές, όχι για τα λόγια του, αμίλητος ως άλαλο νερό, παρά για τα σουσούμια του, για τον τρόπο που κοίταζε, για το πόσο ανάερα περπατούσε μην και τρομάξει τα αερικά, έτσι έλεγε, για τα ακροβατικά του πηδήματα και το ριψοκίνδυνο ρεσάλτο του στην κουζίνα.

Το καλοκαίρι εκείνο, σχεδόν είκοσι ήταν, εμφανίστηκε στον οικισμό η Αργυρή.

«Αερικό,» ψιθύρισε ο Δημήτρης, «αερικό» και την ακολουθούσε παντού. Ήταν καλλονή η Αργυρή, πανώρια ωσάν θεά, με τα μάτια που έχουν οι σειρήνες, έτσι έλεγαν οι ναυτικοί για τα μάτια της, οι ναυτικοί που κατέχουν τα αδιάβατα της θάλασσας κι είχε τη φωνή, όσες φορές την άκουσαν, της αδελφής του Μεγαλέξανδρου, κελαριστή και βαθιά, φωνή του άπιαστου άδυτου των ωκεανών.

Όλοι στον οικισμό την κοίταζαν με δέος για την ομορφιά και για τους μύθους που έσερνε. Κι εκείνη λιγομίλητη, έστελνε φορές το χαμόγελό της κι όλους τους αιχμαλώτιζε.

«Την είδα να βγαίνει από τη θάλασσα. Καθώς περπατούσε στα κύματα, πλησιάζοντας στην ακτή, είδα την ουρά της, εκείνη που χτυπούσε και καμάρωνε, είδα την ουρά της να μεταμορφώνεται σε δυο πόδια. Και τα μάτια της είδα. Είχαν μιαν αντάρα των ωκεανών αλλά καθώς στη στεριά πλησίαζε εκείνα μέρευαν κι έγιναν τα δυο πεφταστέρια που πέσανε τη νυχτιά εκεί κοντά στο κάστρο». Αυτά είπε ως εξομολόγηση ο Δημήτρης στη Νίτσα του Στέργιου και στην Κατίνα μας εκείνον τον καιρό και τα ίδια εξομολογήθηκε λίγες μέρες αργότερα στον Αχιλλέα που καθισμένος στην ταβέρνα του, μην έχοντας πελάτες, γρατζουνούσε το μπουζούκι του.

Έφυγε το καλοκαίρι, η Αργυρή έμεινε. Την έβλεπαν καιρό πριν το τέλος του καλοκαιριού να μπαινοβγαίνει στο σπιτάκι του εποικισμού του Δημήτρη του Ράνου και πληγώθηκαν οι συντοπίτες του, πώς αυτή μια Νηρηίδα του ανοιχτού πελάγους καταδέχτηκε εκείνον τον αλλοπαρμένο.

«Σαν κι εκείνον θα είναι. Ιδιόρρυθμη κι αυτή,» είπαν, εξήγησαν αυτή της την προτίμηση κι έμειναν εκεί, αν και για χρόνια μετά οι γυναίκες σε κάθε της εμφάνιση κάτι πικρόχολα θα σχολίαζαν.

Για έξι χρόνια ο Δημήτρης ο Ράνος και η Αργυρή τριγυρνούσαν χέρι- χέρι σε όλα τα απόκρυφα μέρη, σε όλες τις ακατάδεχτες παραλίες, σε όλους τους κόρφους του βουνού που έσφιγγε τον οικισμό από τις τρεις πλευρές του κι άφηνε τη θάλασσα μοναδική διέξοδο. Έξι χρόνια τους έβλεπαν χέρι- χέρι να προχωρούν στην παραλία και να χάνονται πέρα από το κάστρο, στο βάθος από την ακτή του Κόρακα, στην μικρή Τριστινικούδα. Σπάνια καθόταν στην ταβέρνα. Πάντα μαζί. Μοναδικές φορές που χώριζαν ήταν σαν ο Δημήτρης πήγαινε για ψώνια στο μικρό παντοπωλείο. Εκεί, σπάνια αντάλλασσε κάνα δυο κουβέντες με την Παγώνα την παντοπώλισσα κι εκείνη τις μετέδιδε σε όλο τον οικισμό. Ήτανε πάντοτε φειδωλός στα λόγια ο Δημήτρης, και μονάχα μετρημένος φορές έβγαζε κάποια σώψυχα, ίσως γιατί έπρεπε κάπου να τα πει. Τον τελευταίο εκείνον καιρό κάτι βαρύ φαίνεται τον κυνηγούσε. Η Παγώνα είπε πως κάνα δυο φορές της εκμυστηρεύτηκε πως η Αργυρή τον κοιτά τελευταία με θλίψη και του λέει, «Πρέπει να βρεις άλλη Δημητρό, να κάμετε παιδιά. Εγώ κατά πώς φαίνεται είμαι στέρφα». Κι εκείνος, καθώς έλεγε θλιμμένα, την αγκάλιαζε πιο σφιχτά εκείνες τις στιγμές, μα δεν είχε πολλά να της πει. «Τι να κάμω θεια;» ρωτούσε τότε την Παγώνα κι έφευγε πάντα ζεματισμένος μιας και λύση δεν υπήρχε.

Το έκτο καλοκαίρι της Αργυρής, ένα ζεστό απόγευμα, προς τα τέλη Αυγούστου, οι λιγοστοί παραθεριστές και ο Αχιλλέας που ραχάτευε στην άκρια της θάλασσας, είδαν το ζευγαράκι στο κέντρο της παραλίας και παραξενεύτηκαν. Ο Δημήτρης και η Αργυρή καθισμένοι για ώρα ψαχούλευαν την αντικρινή ακτή λες κι αποζητούσαν τρόπο να αποδράσουν στη ράχη των απέναντι καπνισμένων βουνών. Και τη στιγμή που ο ήλιος έδινε τον καλύτερο εαυτό του στο ηλιοβασίλεμα, χωρίς κάτι να συμβεί ή να ειπωθεί, η Αργυρή, είπε ο Αχιλλέας, πέταξε όλα της τα ρούχα και προχώρησε στη θάλασσα. Προχωρούσε αργά και λικνιζόταν σαν λεύκα που μιλάει με τον Γαρμπή και όλο βυθιζόταν, ώσπου χάθηκε μέσα στο νερό. Κανείς δεν κουνήθηκε. Αποσβολωμένοι κοιτούσαν τη σειρήνα να βουλιάζει σαν να ήταν κάτι το φυσιολογικό. Όταν ξύπνησε από τον λήθαργό του ο Αχιλλέας κι άρχισε να ξεφωνίζει ήταν αργά.

«Έφυγε,» άκουσε μονάχα τον Δημήτρη να λέει, «Έφυγε,» και αυτή η λέξη τον ακολουθούσε όλες τις επόμενες μέρες, μήνες, χρόνια. «Έφυγε, γύρισε στο στοιχειό της. Στην αγκαλιά της θάλασσας».

Όταν μετά από μια βδομάδα βρέθηκε το πτώμα της Αργυρής και τον πλησίασε ο τελώνης να του πει τα δυσάρεστα, «Δεν ήταν η Αργυρή,» του είπε. «Η Αργυρή γύρισε στη θάλασσα.

Ένα ομοίωμα βρήκατε. Το έστειλε η ίδια ως αποχαιρετισμό. Εκείνη τη μέρα δεν με είχε αποχαιρετίσει. Η Αργυρή γύρισε στη μάνα της. Τη θάλασσα».

Επιστρέφοντας τη χθεσινή βραδιά από το κάστρο, σαν μέρεψε η αγρύπνια μου, παρατηρώντας εκεί που λίγη ώρα πριν βρισκόταν ο Δημήτρης, βρήκα τα χνάρια του μονάχα πάνω στην άμμο. Ανεπαίσθητα χνάρια. Η θάλασσα είχε σβήσει τα άλλα της μέρας. Και σήμερα το πρωί, σήμερα που ο ήλιος πάλευε με κάποια μοναχικά σύννεφα, την ώρα που το μεσημέρι παλάβωσε κι ήρθε πριν την ώρα του, ο Δημήτρης είπαν, αποτραβηγμένος σε μιαν μεριά της παραλίας, εκεί που βγαίνει το ρέμα και κανείς δεν πλησιάζει από τη δυσωδία και τα βρώμικα βουρκώδη νερά, εκεί είπαν, ο Δημήτρης ο Ράνος, πέταξε όλα του τα ρούχα κι άρχισε να προχωρά μέσα στη θάλασσα ώσπου το νερό τον σκέπασε ολάκερο.

 

 

Τορώνη – Πλαγιάρι 21 και 22/4/17

 

 

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top