Fractal

Μια αγκαλιά μόνο για μας

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Μάκης Τσίτας: “Ο δικός μου ο μπαμπάς”, Εικονογράφηση: Λίλα Καλογερή, Σειρά: Χωρίς σωσίβιο, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017

 

«Ο δικός μου ο μπαμπάς», είναι το εικοστό εικονογραφημένο βιβλίο του Μάκη Τσίτα για μικρά παιδιά. Είναι βιβλία με κείμενα σύντομα, ευκρινή, απλά, ανεπιτήδευτα, με καθαρή, κατανοητή, φυσική γλώσσα, ευανάγνωστα. Στο σύνολό τους ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με θέματα και προβλήματα ενδοοικογενειακά, σχέσεων μεταξύ μικρών παιδιών και γονιών, όπως και μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων αδερφιών, που δημιουργεί η συνάφεια και η τριβή στην καθημερινότητα της κάθε οικογένειας, όπως και οι ιδιοτροπίες και τα «θέλω» των μικρών «θηρίων», που δεν είναι και λίγες. Και εστιάζονται στην άμυνα των παιδιών και στην προσπάθεια επιβολής του Εγώ, της κατάκτησης του περιβάλλοντος κόσμου και της κυριαρχίας. Από γεννησιμιού του ο άνθρωπος, ενώ έρχεται γυμνός, τα θέλει Όλα!

Η οικογένεια, κυρίως, είναι υπεύθυνη για τον χαρακτήρα κάθε παιδιού. Φυσικά σημαντικό ρόλο παίζουν και τα γονίδια, η κληρονομικότητα, που δεν είναι  και τόσο  εύκολο να την αλλάξει η αγωγή, αφού οι ρίζες της είναι πολύ βαθιές. Εξάλλου, κάθε παιδί, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στο βασίλειο των ζώων, έρχεται στον κόσμο τόσο αδύναμο και τρομαγμένο! Και το μόνο που μπορεί να κάνει  με τη βίαιη, την αναγκαστική έξοδό του και την αποκοπή από τη ζεστασιά της μήτρας και την είσοδό του στον κρύο κόσμο, σ’ ένα  «εχθρικό» περιβάλλον, είναι να διαμαρτυρηθεί για να δηλώσει την ύπαρξη και την παρουσία του, να κλάψει. Το πρώτο κλάμα, εκείνη

η αρχέγονη κραυγή, το primal scream, είναι η πρώτη  αντίδραση από το τρομερό σοκ που παθαίνει ερχόμενο στον κόσμο.

Η οικογένεια καταρχάς και η Παιδαγωγική με την Αγωγή και η Ψυχολογία, η καινούργια σχετικά επιστήμη, κάθε μία με τον τρόπο της και με τα μέσα που διαθέτει, συνεχίζουν το έργο της προσαρμογής του παιδιού στο περιβάλλον και της ομαλής ένταξής του στην κοινωνία των ομοίων του. Βοηθούν το εξελισσόμενο άτομο να διαμορφώσει σωστό, κοινωνικό χαρακτήρα, να γίνει καλός άνθρωπος.

 

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μάκης Τσίτας αντιμετωπίζει και διαχειρίζεται αυτά τα μικροπροβλήματα, που δεν είναι καθόλου «μικρά», έχει μια ιδιαιτερότητα: Φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με τον εαυτό του χρησιμοποιώντας διάφορα αστεία κολπάκια που δημιουργούν αντιθέσεις, περιπλέκουν τις καταστάσεις, μπλέκουν πρόσωπα και  πράγματα, περνάει η δράση και η εξέλιξη διακριτικά μέσα από φάσεις κι αντιφάσεις, θέσεις κι αντιθέσεις, ώσπου να καταλήξει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα χωρίς να καταφεύγει σε εξεζητημένες αφορμές και αιτίες.

Το κείμενο στο βιβλίο «Ο δικός μου ο μπαμπάς», είναι πολύ απλό, φαινομενικά, επίπεδο, προβάλλει την καθημερινότητα μιας απαιτητικής μικρής που είναι τόσο πολύ προσκολλημένη στον πατέρα της που τον θεωρεί τέλειο. Η μικρή ηρωίδα, όπως κάθε κοριτσάκι, έχει τρομερή αδυναμία στον μπαμπά της και τον διεκδικεί δυναμικά. Τον βλέπει όπως τον θέλει να είναι: τέλειο. Ξεχωριστό. Μοναδικό, να ξεχωρίζει από τους μπαμπάδες των άλλων παιδιών. Είναι δυνατός, παντοδύναμος, κουρσάρος, όλοι τον τρέμουν, κατατροπώνει τους κακούς,  ακόμα και τα άγρια θηρία που είναι … μέσα στα κλουβιά κι ας μην τολμάει να τα κοιτάξει.. Εκείνα από τον… φόβο τους, του δείχνουν τα φοβερά τους δόντια. Είναι πολύξερος, σοφός, πόσα ξέρει ο δικός της ο μπαμπάς!

Όταν κάθονται να φάνε κι αρχίζει να διηγείται κουρσάρικες ιστορίες, τρέχει μέλι από το στόμα του, οι άλλοι μένουν με το στόμα ανοιχτό, η ίδια γελάει λίγο κι ο δικός της μπαμπάς ξεκαρδίζεται στα γέλια από τα κατορθώματά του! Σε όλα είναι  Ένας και Μοναδικός. Όταν ζωγραφίζει έχει τόσο μεγάλο ταλέντο που γεμίζει τον κόσμο με τις πιτσιλιές. Και τότε η μικρή από τη χαρά της πετάει μέσα σε συννεφοπιτσιλιές.

Ό, τι κι αν κάνει ο δικός της ο μπαμπάς, είναι ωραίος και διασκεδαστικός, είναι πολύ τρυφερός, ευγενικός και γλυκομίλητος, ακόμα κι  όταν είναι μουρτζούφλης γιατί δεν του αρέσει ο καφές  της μαμάς. Κι όταν τη χτενίζει και την πονάει, τα χέρια του είναι θαυματουργά, ό, τι φτιάχνει είναι τόσο πετυχημένο, αγνώριστο. Για όλα έχει μια σοφή απάντηση κι ας μην μπορεί να δώσει λύση, Στη μαγειρική είναι άσος! Αν πεις για τα δώρα του! Είναι τόσο ωραία που δεν θέλει μήτε να τα αγγίξει.

Καμιά φορά τη μαλώνει και τη στενοχωρεί, τότε βγάζουν καπνούς τα κοτσιδάκια της από τον θυμό της, αλλά τα ξαναβρίσκουν. Και ο μπαμπάς της ξαναγίνεται ο δικός της μπαμπάς, αυτός που ξέρει, ο  καλύτερος μπαμπάς. Που έχει όλα τα προσόντα, που τα ξέρει όλα, που είναι πολυτεχνίτης, χρυσοχέρης, περίφημος σεφ, ευγενικός, ήρεμος,  καμιά φορά αυστηρός, όταν πρέπει, που τη θυμώνει, που ξέρει να τη συγχωρεί  και πάνω από όλα έχει μια τόοοοσο μεγάλη και ζεστή αγκαλιά που είναι όλη δική της, που χωράει …μόνο εκείνη.

 

Μάκης Τσίτας

 

Έκανα μια σύντομη περιγραφή του κειμένου σε σχέση με την εικονογράφηση, η οποία λειτουργεί ερμηνευτικά και δείχνει αυτά που κρύβονται πίσω από τις λέξεις, αυτά που στην πραγματικότητα συμβαίνουν, όχι αυτά που θέλει η μικρή να είναι.

Η Λίλα Καλογερή με αδρές πινελιές, δυνατούς, αλλά γλυκούς χρωματικούς τονισμούς των εικόνων, με τις κατάλληλες εναλλαγές των βασικών χρωμάτων στις διάφορες φάσεις των αντιδράσεων, στις χαρακτηριστικές κινήσεις των ηρώων, κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια το ζητούμενο: Εκείνην ακριβώς την άδηλη πλευρά της καθημερινότητας. Αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα, πίσω από τα φαινόμενα. Και ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τις αρετές, την αξία και σημασία του βιβλίου, έχοντας ως γνώμονα το χιούμορ στο χαριτωμένο παιχνίδι των εικόνων.

Πρόκειται για ένα ακόμα χαριτωμένο βιβλίο, που τέρπει με τα αστεία δρώμενα και τις χαρούμενα ταιριαστές εικόνες και ωφελεί, γιατί, όπως η ηρωίδα «παίζοντας» με τις λέξεις και τις εικόνες στα «ζάρια» την αδυναμία της προς τον δικό της μπαμπά,

θα κάνει και τους αναγνώστες αφενός να πάρουν μέρος ως παίκτες  στο όμορφο αυτό και διασκεδαστικό παιχνίδι και αφετέρου, να καταλάβουν, έστω κι από μακριά, ό, τι η πραγματικότητα δεν είναι πάντα αυτή που φαίνεται.

Πεποίθησή μου είναι πως κάθε βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά, οφείλει να έχει διασκεδαστικό και παιδευτικό χαρακτήρα, όχι με την έννοια του διδακτισμού, του «πρέπει» και του «δεν πρέπει», αλλά της ανακάλυψης του ουσιώδους από τους ίδιους τους μικρούς αναγνώστες.

Έτσι, οι δραστηριότητες στο τέλος: «Και τώρα… παιχνίδι», είναι προς αυτή την κατεύθυνση.

 

 

Π. Φάληρο, 19- 11-2017

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top