Fractal

Διήγημα: «Ο δικολάβος»

Του Μιχαήλ Τσιμπλάκη // * 

 

f4

 

 

Ο Θωμάς, την τέχνη του, δεν την είχε σπουδάσει. Νεαρός, κουρεύοντας πρόβατα και γίδια είχε αποκτήσει μια κάποια επιδεξιότητα που αργότερα την εξέλιξε στο στρατό ασκούμενος στα άμοιρα κεφάλια των νεοσυλλέκτων.

Ήταν αρχές Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία. Το κούρεμα αποτελούσε το κατευόδιο της κάθε νέας σχολικής χρονιάς. Εκείνη τη μέρα, από το πρωί που σηκώθηκε, η μάνα του τον έψελνε για να πάει να κουρευτεί. Το κουρείο, προς την άκρη του λιμανιού, ήταν στο ισόγειο ενός καινούργιου διωρόφου κτίσματος. Είχε την βιτρίνα του ασυνήθιστα μεγάλη, έπιανε όλη την όψη, με την είσοδο στο μέσον της. Το δάπεδο με λευκά και μαύρα πλακάκια εναλλάξ, σκακιέρα· ο καθρέπτης και ο πάγκος έτρεχαν από την μια άκρη του τοίχου ως την άλλη, σε απόσταση, οι δυο αναπαυτικές πολυθρόνες από καφέ σκούρο δέρμα και μέταλλο. Αντικριστά οι δυο τριθέσιοι καναπέδες αναμονής, δερμάτινοι επίσης, με τα τραπεζάκια τους. Στους μπεζ τοίχους, κορνιζαρισμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τους «διάσημους κουρείς» του ελληνικού κινηματογράφου. Στην οροφή, μοιρασμένοι αναλογικά, σε ζεύγη οκτώ κυλινδρικοί λαμπτήρες φθορίου που σε περιστάσεις που το απαιτούσαν έλουζαν με το ψυχρό φως τους το χώρο, κάνοντας τη νύχτα, μέρα. Πήγε στο κουρείο κατά τις έντεκα με την πετσέτα, λίγο πριν το μπάνιο στη θάλασσα. Η ζέστη αφόρητη, η είσοδος ανοικτή, ο Θωμάς μόνος, σκυμμένος στον πάγκο, απορροφημένος.

«Είπε η μαμά μου να με κουρέψεις».

«Κάτσε και περίμενε».

Φορούσε την άσπρη του κοντομάνικη ρόμπα, καθαρή, σιδερωμένη και τα γυαλιά πρεσβυωπίας. Καθόταν σε μια από τις πολυθρόνες και στο πάγκο, μπροστά του, είχε αραδιάσει όλα του τα σύνεργα, ψαλίδια, φαλτσέτες, χτένες, πινέλα, κύπελλα. Κρατούσε με το αριστερό του χέρι την ελεύθερη άκρη του λουριού ακονίσματος έτσι που να είναι σχεδόν τεντωμένο και με περισσή επιμέλεια στρέφοντας τον καρπό του δεξιού χεριού διέτρεχε την δερμάτινη επιφάνεια, από πάνω μέχρι κάτω, ακονίζοντας τη φαλτσέτα. Απομακρύνοντάς την από την εμβέλεια των φακών πρεσβυωπίας, την εξέτασε προσεχτικά, το βλέμμα του αστραποβολούσε όπως η λεπίδα, κατόπιν την βούτηξε στο ποτήρι με το μπλε οινόπνευμα. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου αναστάτωσε προς στιγμήν την προσήλωσή του.

«Δεν το σηκώνεις γιατί δε μπορώ».

«Ο ειρηνοδίκης είναι, ρωτάει ποτέ να περάσει».

«Πες του ότι έχω πολύ δουλειά».

Ο Θωμάς, έπιασε μια άλλη φαλτσέτα κι άρχισε να τρίβει το κοκάλινο προστατευτικό της με ένα μικρό κομμάτι κόκκινο βελούδο. Το έτριβε ασκώντας δύναμη με τον αντίχειρά του στηρίζοντάς την στην ακμή του πάγκου.

«Λέει ότι έστειλε το γιο του κι είδε ότι δεν έχεις καθόλου».

Ατάραχος γύρισε τη φαλτσέτα από την άλλη πλευρά της και συνέχισε το τρίψιμο. Δεν μίλησε πάρα μόνο όταν έμεινε ικανοποιημένος από την γυαλάδα του ταρταρούγινου προστατευτικού και αφού την τοποθέτησε στη θήκη της.

«Ακόμα καλύτερα».

Κράτησε στο χέρι ένα ψαλίδι, το πλησίασε στο αυτί του και το ανοιγόκλεισε δυο – τρεις φορές σπασμωδικά, ο ήχος του δεν τον ευχαρίστησε. Κοίταξε τη βίδα που συγκρατεί τα δυο στελέχη, πήρε ένα κοντό κατσαβίδι και την έσφιξε, μετά άρχισε να ακονίζει την μία από τις κόψεις.

«Φωνάζει πως άμα δεν τον ξυρίσεις θα σου κάνει μήνυση».

Ήρεμος, διέκοψε το ακόνισμα, άφησε κατά μέρος το ψαλίδι και έστρωσε με τον αντίχειρα και τον δείκτη το φρεσκοπεριποιημένο – αλά Έρολ Φλιν – μουστάκι του. Έφερε κοντά του τη τροχήλατη συρταριέρα, τράβηξε το πρώτο συρτάρι της όπου μέσα του φύλαγε σκόρπια διάφορα μικροαντικείμενα πρώτης ανάγκης. Επιβεβαίωσε ότι η πέννα που του είχε χαρίσει τρεις μέρες πριν φύγει για την Μελβούρνη ο αδερφός του βρισκόταν όντως εκεί.

«Πες του να έρθει να μου κάνει μήνυση», είπε και πρόσθεσε «μπα, εσύ, δεν το βλέπω να κουρεύεσαι σήμερα».

Μάζεψε τα εργαλεία, τα τακτοποίησε στις θέσεις τους και καθάρισε την μαρμάρινη γκριζοπρασινωπή επιφάνεια του πάγκου με μια βούρτσα για τις τρίχες. Με το που ξεκίνησε να σφυρίζει το σκοπό ενός λαϊκού τραγουδιού εμφανίστηκε στην αντηλιά της εισόδου μια πλαδαρή σιλουέτα το πολύ ένα εβδομήντα ύψος, με πλατύγυρο καπέλο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να πει ο ένας κουβέντα στον άλλον. Ο ειρηνοδίκης, κρέμασε το καπέλο και το κρεμ λινό σακάκι του στο καλόγηρο και κάθισε στη πολυθρόνα.

«Δεν σου είπα να καθίσεις σε αυτή, στην άλλη κάτσε».

Ο Θωμάς πατώντας το πεντάλ έγειρε την πλάτη της πολυθρόνας, ξεκούμπωσε ακόμη ένα κουμπί από το πουκάμισο του ειρηνοδίκη και γύρισε από τη μέσα μεριά το γιακά. Ξεδίπλωσε μια καθαρή πετσέτα τινάζοντάς την στον αέρα και του την έδεσε στο λαιμό. Πηρέ το κύπελλο, έβαλε κρέμα ξυρίσματος και ζεστό νερό και με το πινέλο και με γρήγορες

νευρικές κινήσεις έφτιαξε έναν παχύρευστο αφρό. Ο ειρηνοδίκης σφιγμένος πάνω στην πολυθρόνα δεν έχασε στιγμή από τα μάτια του τον Θωμά παρακολουθώντας μέσα από τον καθρέπτη και την παραμικρή λεπτομέρεια των κινήσεών του.

«Θα στα πάρω κόντρα».

«Γιατί;».

«Γιατί είσαι αξύριστος μια εβδομάδα».

Έψαξε για την πέννα στο συρτάρι, την έβαλε επιδεικτικά στο τσεπάκι της ρόμπας του και προφασιζόμενος ότι ήθελε να απολυμάνει τα χέρια του πήγε στο μπάνιο. Βγήκε με ένα ειρωνικό μειδίαμα και του άπλωσε στα μάγουλα, στο πηγούνι και στο λαιμό τον αφρό με ύφος μετρ. Ο ειρηνοδίκης δεν έβρισκε ησυχία πάνω στην πολυθρόνα. Ο Θωμάς, έπιασε την φαλτσέτα που πριν λίγο είχε ακονίσει, στάθηκε πίσω του κι άρχισε να τον ξυρίζει κόντρα. Με τον χαρακτηριστικό της ήχο, όταν κόβει τρίχες, την έκανε να γλιστράει στο πρόσωπο του ειρηνοδίκη αργά και σταθερά. Τον είχε σχεδόν νετάρει όταν αιφνιδιαστικά τού ακινητοποίησε το κεφάλι ασκώντας πίεση στο μέτωπο με την παλάμη του αριστερού χεριού του ενώ με το δεξί τού άγγιζε την καρωτίδα με την φαλτσέτα. Ο ειρηνοδίκης έσφιξε τα πόδια του, γράπωσε τα μπράτσα της πολυθρόνας και σταγόνες ιδρώτα κύλισαν στο στέρνο του. Ο Θωμάς, έσκυψε και στο αυτί του ψιθύρισε:

«Ήρθε η ώρα να πληρώσετε κύριε δικαστά, για το αμπέλι που έχασε ο αδερφός μου για χρησικτησία».

Στην προσπάθεια του να αντιδράσει ο ειρηνοδίκης έκοψε το λαιμό του στην ακίνητη φαλτσέτα. Ο Θωμάς χαλάρωσε τη λαβή του. Ο ειρηνοδίκης πετάχτηκε από την πολυθρόνα έντρομος, κοιτάχτηκε στο καθρέφτη.

«Δεν είναι τίποτα», είπε ο Θωμάς, βούτηξε ένα κομμάτι βαμβάκι στο οινόπνευμα και του το έδωσε.

«Αλμπάνη»

«Ανίκανε»

«Θα σου κάνω μήνυση»

«Έχω τον καλύτερο να με υπερασπιστεί»

Έλυσε τη ζώνη του παντελονιού του, ξεβρακώθηκε και του μόστραρε, κουνώντας το επιδεικτικά, το μόριο του που πάνω έγραφε «δικολάβος».

 

 

 

* Ο Μιχαήλ Τσιμπλάκης, αρχιτέκτονας μηχανικός, κατάγεται από το Πυθαγόρειο Σάμου, ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top