Fractal

Τα φιλοσοφικά διλήμματα των γιατρών σε κρίσιμες καταστάσεις

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ernst Weiss, “Ο αυτόπτης μάρτυρας”. Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης. Εκδόσεις Σκαρίφημα, 2017

 

Ο Ερνστ Βάις (Ernst Weiss, 1882-1940) ήταν αυστριακός συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής και ο συγγραφέας του βιβλίου ‘Αυτόπτης Μάρτυρας’  (Ich, der Augenzeuge), ενός μυθιστορήματος που ασχολείται με την περίοδο του Αδόλφου Χίτλερ. Γεννήθηκε στο Μπρνο, στη Μοραβία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, τη σημερινή Τσεχική Δημοκρατία, από μια  ευημερούσα εβραϊκή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων. Όταν ο μικρός Ερνστ βρισκόταν στην ηλικία των τεσσάρων ετών, πέθανε ο πατέρας του και εκείνος ανατράφηκε από τη μητέρα του Μπέρτα. Αφού ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Μπρνο, ήρθε στην Πράγα για να σπουδάσει ιατρική. Το 1908 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βιέννη και έγινε χειρουργός. Όταν κάποτε ρωτήθηκε τι οφείλει στο πρώην επάγγελμά του, δηλαδή την χειρουργική, απάντησε χωρίς κανέναν δισταγμό: ‘…Την περιγραφική αγάπη για το αντικείμενο, την ικανότητα για διάγνωση, τη χαρά της απόφασης, τη δύναμη για δράση τη στιγμή που είναι απαραίτητη. Η χειρουργική είναι ένα μεγάλο σχολείο για τον καλλιτέχνη. Δεν είναι καμία επιστήμη ακριβείας, είναι  η ίδια μια τέχνη, μια μαγική τέχνη…’.

Εργάστηκε στη Βέρνη, στη Βιέννη και στο Βερολίνο, αλλά παρουσίασε συμπτωματολογία φυματίωσης και προσπάθησε να ανακάμψει ως γιατρός και ασθενής σε ένα ταξίδι στην Ινδία και την Ιαπωνία, το 1912. Το 1913 συναντήθηκε με την Ραχήλ Ζανζάρα (Rahel Sanzara), χορεύτρια, ηθοποιό και, αργότερα, μυθιστοριογράφο, και η σχέση τους κράτησε έως ότου εκείνη πέθανε από καρκίνο, το 1936. Την ίδια χρονιά συνάντησε τον Φρανς Κάφκα  και έγιναν στενοί φίλοι. Ο Κάφκα έγραψε στα Ημερολόγιά του 1914: ‘2 Ιανουαρίου. Πολύ χρόνο πέρασα καλά με τον Βάις’. Ο Βάις βρισκόταν σε επαφή με άλλους συγγραφείς του κύκλου της Πράγας όπως ο Franz Werfel, ο Max Brod και ο Johannes Urzidil. Το 1914 ο Βάις επέστρεψε στην Αυστρία για να ξεκινήσει σταδιοδρομία στρατιωτικού γιατρού. Υπηρέτησε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο, κερδίζοντας τελικά ένα χρυσό σταυρό για γενναιότητα. Μετά τον πόλεμο έζησε στην Πράγα, την πρωτεύουσα τότε της Τσεχοσλοβακίας. Εγκατέλειψε την ιατρική του σταδιοδρομία το 1920, σταματώντας να εργάζεται σε  νοσοκομείο της Πράγας.

Το 1921 μετακόμισε στο Βερολίνο και άρχισε την πιο παραγωγική περίοδο της γραφής του, δημοσιεύοντας σχεδόν ένα μυθιστόρημα το χρόνο. Η περίοδος αυτή έληξε όταν, το 1933, επέστρεψε στην Πράγα για να φροντίσει την ετοιμοθάνατη μητέρα του. Επειδή δεν μπορούσε να εισέλθει στη Ναζιστική Γερμανία, έφυγε για το Παρίσι, το 1934. Εκεί ζούσε με πενιχρά μέσα, και στην ουσία εξαρτώμενος από τη βοήθεια συγγραφέων, όπως ο Τόμας Μαν και ο Στέφαν Τσβάιχ. Προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε να πάρει μια υποτροφία από τη λεγόμενη ‘Αμερικανική Ένωση για την Ελευθερία του Γερμανικού Πολιτισμού’. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Βάις, ‘Ο Αυτόπτης Μάρτυρας’, γράφτηκε στα 1938, και περιγράφει έναν γερμανό βετεράνο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που τον αποκαλεί ως ‘Α.Η.’, και ο οποίος έχει αποσταλεί σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο επειδή πάσχει από υστερική τύφλωση. Ο χαρακτήρας είναι προφανώς το πρότυπο του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος μάλλον θεραπεύτηκε για κάποια παρεμφερή διαταραχή σε στρατιωτικό νοσοκομείο στο Pasewalk, αλλά σε ποιο βαθμό είναι άγνωστο, αν και μερικοί μελετητές αμφισβητούν την εν λόγω πληροφορία ως φανταστική. Στην αυτοβιογραφία του, ο Γερμανός συγγραφέας και ένας από τους πιο σημαντικούς σατιρικούς συγγραφείς στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, Walter Mehring (1896-1981), ισχυρίστηκε ότι ο Βάις κατάφερε και απέκτησε πρόσβαση, ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, στον ιατρικό φάκελο του Χίτλερ απ’ το  Pasewalk, ο οποίος όμως είχε σταλεί από τη χώρα στο εξωτερικό για φύλαξη απ’ τον Edmund Forster, τον ψυχίατρο που θεράπευε τον Χίτλερ. Ωστόσο, η τύχη του φακέλου σήμερα είναι άγνωστη, ενώ ο Edmund Forster ξέρουμε, ότι απέρριψε την  ύπνωση, τη τακτική που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του ‘A.H.’ στο μυθιστόρημα του Βάις. Ο Βάις αυτοκτόνησε στις 14 Ιουνίου 1940, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη. Η προσπάθειά του με το δηλητήριο δεν υπήρξε επιτυχής και άμεση, αλλά πέθανε την επόμενη νύχτα σε  νοσοκομείο στο Παρίσι. Το έργο του έχει επηρεασθεί από τον Σίγκμουντ Φρόιντ, τον φίλο του Φρανς Κάφκα, και άλλους σύγχρονους, για την εποχή του, συγγραφείς.

 

Ernst Weiss

 

* * * * *

Ωστόσο, ο Βάις παραμένει υποτιμημένος συγγραφέας, αν και τα βιβλία του συνέχισαν να αναδημοσιεύονται μετά το θάνατό του. Πολλοί και σοβαροί γερμανοί κριτικοί λογοτεχνίας συνέχισαν να τον  αγνοούν συστηματικά. Ο Βάις όμως δεν έμεινε σταθερός στα στυλ και τα θέματα που θα του έφερναν επιτυχία, αλλά έβλεπε πάντοτε μπροστά, χωρίς να αποφεύγει τους πειραματισμούς στη γραφή του. ‘Ο Αυτόπτης Μάρτυρας’, παραμένει το πιο γνωστό και διαδεδομένο βιβλίο του. Το ‘Γκέοργκ Λέταμ. Γιατρός και δολοφόνος’ (Georg Letham. Arzt und Mörder, 1931), είναι ένα από τα σπουδαία μυθιστορήματα εκείνης της εποχής. Με τον Φρανς Κάφκα, είχαν γνωριστεί καλά, αλλά και με άλλους, όπως ο Στέφαν Τσβάιχ και ο Γιόζεφ Ροτ, ήταν στενός φίλος. Ο Βάις και ο Φραντς Κάφκα, συναντήθηκαν για πρώτη φορά στα τέλη Ιουνίου του 1913. Ήταν περίπου της ίδιας ηλικίας, με παρόμοια ενδιαφέροντα και ομοιότητες στο υπόβαθρό τους.  Όταν ανέφερε για πρώτη φορά τον Βάις στο ημερολόγιό του, ο Κάφκα έγραψε (1η Ιουλίου 1913) ότι είναι: ‘… Εβραίος ιατρός, Εβραίος εκείνου του είδους που είναι πλησιέστερος προς τον τύπο του δυτικού Ευρωπαίου Εβραίου και στον οποίο επομένως κάποιος αμέσως αισθάνεται κοντά…’. Ήταν χωρίς αμφιβολία, μια εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ τους. Ο Βάις ήταν δεκτικός στις υποδείξεις του, αφού αναγνώρισε το ταλέντο του Κάφκα, και πώς εκείνο θα μπορούσε να συμπληρώσει το δικό του, στο συγγραφικό πάντα πεδίο. Αλλά από την άλλη μεριά και ο Κάφκα κέρδισε από την γνωριμία και συνεργασία τους, γιατί έμαθε πώς να διαμορφώνει ένα έργο πολύ διαφορετικό από το δικό του.  Ήταν συγγενή πνεύματα, συμπληρώνοντας το ένα το άλλο, διατηρώντας πάντα όμως μια διακριτή, άλλοτε άλλη, μεταξύ τους απόσταση. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο καθένας είχε πολύπλοκες σχέσεις με τις γυναίκες.

Ο Τόμας Μαν, δεν συναντήθηκε ποτέ με τον Ερνστ Βάις, και ίσως γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούσε να υποστηρίξει τόσο τον ίδιο όσο και το έργο του. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Βάις,  τον Οκτώβριο του 1950, ο Μαν έγραψε στον Αμερικανό εκδότη Alfred A. Knopf, εξ ονόματος των κληρονόμων του Βάις, ότι το ‘Georg Letham’ πρέπει να μεταφραστεί στα αγγλικά και να δημοσιευθεί από τον Knopf:

‘Σας γράφω γι’ αυτό το θέμα γιατί υπήρξα πάντα ειλικρινής θαυμαστής του μεγάλου αφηγηματικού ταλέντου του Ερνστ Βάις… Ποτέ δεν τον γνώρισα προσωπικά, αλλά υπήρξε ένα είδος φιλίας με αλληλογραφία μεταξύ μας. Ο Ερνστ Βάις είναι στην πραγματικότητα ένας από τους λίγους συγγραφείς που μπορεί να συγκριθεί με τον Φραντς Κάφκα…’.

Το 1936, που ζούσαν στην εξορία, με τον κόσμο να καταρρέει γύρω τους, ο Στέφαν Τσβάιχ έγραψε στον Γιόζεφ Ροτ: ‘εκτός από σένα, ο  Ερνστ Βάις, είναι ο μόνος Γερμανός που θέλω να δω…’! Ο Τσβάιχ (1881-1942) και ο Ροτ (1894-1939), ήταν δύο από τους τελευταίους συγγραφείς που ήταν πραγματικοί εκπρόσωποι της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Οι άλλοι, όπως ο Ερνστ Βάις, ή ο Χέρμαν Μπροχ (1886-1951) και ο Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942), υπήρξαν επίσης προϊόντα της ίδιας κουλτούρας, στενά δεμένα με αυτήν, αλλά όχι τόσο όπως οι Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ. Ο Ερνστ Βάις,  τους γνώριζε καλά, ειδικά στην κοινή τους εξορία στο Παρίσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1930.  Ο Ροτ πέθανε το 1939 και θάφτηκε στο Παρίσι. Όταν ο Τσβάιχ επέστρεψε εκεί αργότερα, εκείνο το έτος, υπέβαλε τα σέβη του… στο νεκροταφείο πριν δει τον Βάις, και ο τελευταίος του παραπονέθηκε πως τον ενδιέφερε περισσότερο ο πεθαμένος Ροτ από αυτόν, μια αντίδραση προφανώς εξαιρετικά τυπική. Αργότερα, το 1942, ο Τσβάιχ αυτοκτόνησε στη Βραζιλία. Η Άννα Ζέγκερς, γνώριζε επίσης τον  Ερνστ Βάις. Εκείνη πήρε βίζα για να ταξιδέψει, ο Ερνστ Βάις, όμως, όχι! Η Ζέγκερς, έγραψε ένα μυθιστόρημα για τις εποχές και τις εμπειρίες της εποχής τους. Το ‘Τράνζιτ’, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1944. Σε αυτό υπάρχει ένας χαρακτήρας, ο Weidel, ένας συγγραφέας που αυτοκτονεί υπό παρόμοιες περιστάσεις, όπως ο Ερνστ Βάις.

* * * * *

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο Ερνστ Βάις, ήταν ένας σημαντικός συγγραφέας. Έκανε επιτυχία, αλλά ποτέ δεν ήταν μεγάλη. Παρέμεινε δεύτερη επιλογή, ένας συγγραφέας που θα μπορούσε να τεθεί στην άκρη, για το παρόν ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ο Ερνστ Βάις, δεν υπήρξε άνετος συγγραφέας, ούτε άνετος ως προσωπικότητα, αλλά πολλοί θαύμαζαν το έργο του, όπως οι Τόμας Μαν, Χέρμαν Χέσσε, Στέφαν Τσβάιχ, Φραντς Κάφκα, και άλλοι. Είναι στην πραγματικότητα ένας από τους λίγους συγγραφείς που μπορεί να συγκριθεί με τον Φραντς Κάφκα, ένας από τους γερμανόφωνους συγγραφείς του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

* * * * *

‘Η μοίρα με όρισε να παίξω έναν συγκεκριμένο ρόλο στη ζωή ενός από τους σπάνιους ανθρώπους που μετά τον Μεγάλο Πόλεμο επρόκειτο να προκαλέσουν τρομερές αλλαγές και ανυπολόγιστα πάθη στην Ευρώπη. Αρκετές φορές μετέπειτα αναρωτήθηκα τι με ώθησε τότε το φθινόπωρο του 1918 να εμπλακώ σ’ εκείνη την υπόθεση, αν ήταν η φιλομάθεια, η κύρια ιδιότητα ενός ερευνητή που ασχολείται με την ιατρική επιστήμη, ή ένα είδος παντοδυναμίας, η επιθυμία να ορίσω μια φορά κι εγώ τα πράγματα’. Προτού όμως ο αφηγητής του βιβλίου ‘Αυτόπτης Μάρτυρας’ του Ερνστ Βάις φτάσει στα τέλη Οκτωβρίου ή στις αρχές Νοεμβρίου του 1918, τότε που, ως νέο ακόμα γιατρό, η μοίρα και η ιστορία τον έφεραν αντιμέτωπο με την υστερική τύφλωση του Α.Χ., μια σοβαρή οφθαλμική πάθηση η οποία αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, γεγονός που, μετά την συγκεκριμένη επιστημονική επιτυχία, το αποτέλεσμά της επρόκειτο να καθορίσει την πραγματικότητα και το μέλλον εκατομμυρίων ανθρώπων, εξιστορεί τη ζωή του μέχρι τότε, για να φτάσει στο κρίσιμο σημείο, και να συνεχίσει ακόμα για κάποια χρόνια, ενώ, παράλληλα με την προσωπική του ιστορία, αφηγείται την ιστορία της Γερμανίας, κυρίως, και της Ευρώπης, γενικότερα.

Ο Ερνστ Βάις, γιατρός και ιδεολογικός αντίπαλος του Χ. και όσων θεωριών και πράξεων εκείνος πρέσβευε και εφάρμοζε, παίρνει στο μυθιστόρημα τη θέση του συναδέλφου του που θεράπευσε τον Χ. από την υστερική τύφλωση η οποία ταλαιπωρούσε τον τελευταίο. Σε πρώτο πρόσωπο, λοιπόν, και με το βάρος του γεγονότος εκείνου στους ώμους, ο αφηγητής, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία, λίγα χρόνια πριν μπει η Γερμανία στον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο για να βγει στο τέλος ηττημένη και πολιτικά ασταθής, στην αρχή του κειμένου αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης, μέσα από την οποία ο αμύητος αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την δύσκολη από πολλές πλευρές εποχή, όχι απλώς με τα σημαντικά ιστορικά και καταγεγραμμένα πολιτικά γεγονότα, αλλά και με την κοινωνική πραγματικότητα εκεί χαμηλά στη βάση της. Αναλύει τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, την σταδιακή σεξουαλική ενηλικίωση, τον ναζισμό που ρίζωνε αργά και σταδιακά στο σώμα της κοινωνίας, και την συγκεντρωτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του. Αλλά κάποια στιγμή φτάνει στο προσκήνιο το επίμαχο ερώτημα του μυθιστορήματος που φαίνεται να απασχολεί περίτρανα την ψυχή του γιατρού αφηγητή. Έπραξε σωστά που θεράπευσε τον Χ; Εδώ ίσως δεν έχει μεγάλη σημασία να πούμε ποια θέση πήρε ο Βάις πλέκοντας το μυθιστόρημά του, αλλά περισσότερο ασχολείται με το επίμαχο ερώτημα, το οποίο μας αφήνει επίσης πολύτιμη παρακαταθήκη, πως δηλαδή ένα τόσο μεγάλο τμήμα πληθυσμού ακολούθησε αψυχολόγητα τις άρρωστες επιταγές ενός ψυχασθενούς, και πως ήταν διαμορφωμένες οι συνθήκες εκείνες, οι οποίες συνετέλεσαν στην άνθιση του κακού. Στα υπέρ του βιβλίου, οι πολύ κατατοπιστικές σημειώσεις καθώς και η άκρως επιμελημένη εισαγωγή του Αλέξανδρου Κυπριώτη, στο πολύτιμο μυθιστόρημα του Ερνστ Βάις.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top