Fractal

Από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

Χρήστος Κεραμίδης «Ο Αύγουστος που περιμένω», εκδ. Στοχαστής

 

Με τον όμορφο όσο και αινιγματικό τίτλο Ο Αύγουστος που περιμένω κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στοχαστής το πιο πρόσφατο βιβλίο του Καβαλιώτη ποιητή Χρήστου Κεραμίδη, το καλοκαίρι του 2016. Έκδοση ιδιαίτερα καλοτυπωμένη και καλαίσθητα λιτή – όπως και τα ολιγόστιχα, κατά κανόνα, αλλά έμφορτα νοημάτων ποιήματα που περιέχει – με ταιριαστά φωτεινή λεπτομέρεια από πίνακα του Βαν Γκογκ (Σπορέας στη δύση του ήλιου, 1888) να κοσμεί το σκουρόχρωμο εξώφυλλο: ένα τοπίο καλοκαιρινό, με το σχεδόν εκτυφλωτικό πορτοκαλί και κόκκινο του απογευματινού ήλιου να δεσπόζει σ’ ένα αθέριστο χωράφι, σαν να το ατενίζουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο μιας σκοτεινής κάμαρας. Και έχει σημασία η σύνθεση του εξωφύλλου. Διότι, με την υποκειμενικότητα που υπαινίσσεται, μας “δανείζει” κυριολεκτικά το βλέμμα του ίδιου του ποιητή για το ταξίδι που θα ξεκινήσουμε μαζί του.

 

Μια Παράξενη επιθυμία για ταξίδι και, συγχρόνως, μια ανεπίδοτη ευχή για παράταση της νεότητας ανοίγει, εξάλλου, την ποιητική συλλογή που μας οδηγεί με στίχους πυκνά επιγραμματικούς, ευκρινείς στη διατύπωση και τις προθέσεις τους, στα ίχνη ενός βίου διανυθέντος και διανυομένου – έναν στοχαστικό απολογισμό της άνοιξης και του θέρους της ζωής πριν το επικείμενο φθινόπωρο. Ο Αύγουστος είναι μήνας μεταβατικός: και αρχή ενός τέλους και προάγγελος μιας αρχής, γέφυρα που συνδέει άλλες γέφυρες, αλληγορία που υπαινίσσεται και συμφιλιώνει άλλες αλληγορίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι προσφιλής στους ποιητές, όπως και στους τραγουδοποιούς. Με τη διαρκώς αμφίσημη, σαν χρησμό, γλυκύτητα του κλίματός του, μας προετοιμάζει για τα πρωτοβρόχια, αλλά και για την απόλαυση των καρπών που εγκυμονούσε το καλοκαίρι. Όχι μονάχα τον περιμένουμε, μα και μας περιμένει, στον άφευκτο κύκλο των εποχών μας. Στο ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα, διαβάζουμε: “Το ξέρω / πως δεν έχω άλλα περιθώρια. / Ο Αύγουστος που περιμένω / θα πρέπει να επινοηθεί / με νέα ακροατήρια / με σεμνές τελετές κι εμφανίσεις. / Υποκρίνομαι αξιοπρεπώς / αριθμώ επικίνδυνα όρια” (η πιθανώς εσκεμμένη ομοιοκαταληξία του πρώτου με τον τελευταίο στίχο σε δυο λέξεις-κλειδιά με αντίθετες όσο και συναφείς μεταξύ τους έννοιες – περιθώρια, όρια – θα λέγαμε ότι καθρεφτίζει εδώ το συναίσθημα της τιθασευμένης από τη σύνεση προσδοκίας που εκφράζεται στο ποίημα).

 

Το θέμα του ταξιδιού, της μετακίνησης/μετάβασης και του αποχωρισμού, είναι από τα κυρίαρχα και επανακάμπτοντα στον Αύγουστο που περιμένω – στους τίτλους καθώς και στο περιεχόμενο ποιημάτων όπως: Αποβάθρες, Απόγνωση, Νυχτερινά δρομολόγια, Ταξίδια των πουλιών, Χαιρετισμός, Τα λιμάνια, Το μακρινό σφύριγμα. Ο ποιητής, άλλωστε, γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει σε πόλη-λιμάνι, όπου η αδιάκοπη κίνηση των θαλάσσιων (και όχι μόνο) μέσων μεταφοράς βρίσκεται σε μόνιμη αντίθεση/αντίστιξη με τη “στασιμότητα” της καθημερινής ζωής στη στεριά, με την αγωνία εκείνων που μένουν πίσω για τον ξενιτεμό αγαπημένων τους προσώπων και την προσμονή της επιστροφής τους: “Και πάλι στις αποβάθρες / κυμάτισαν τα μεγάλα μαντήλια. / Χαιρετισμός προαιώνιος. / Θαλασσινός” (Αποβάθρες). Ή, ακόμα, με τον ακόρεστο ή και ανεκπλήρωτο πόθο του ταξιδιού, στο πνεύμα του Καββαδία: “Την άπειρη νοστάλγησα σιωπή των ταξιδιών / την τέχνη την κυρίαρχη / να με υπακούει ένα καράβι” (Κυρίαρχη τέχνη). Και αλλού: “Γιατί βηματίζοντας στην προκυμαία / ακούς το τρίξιμο των κάβων / σαν ένα μεγάλο παράπονο. / Για ταξίδια που ματαιώθηκαν / για όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν” (Τα καράβια).

 

Εκτός από τη θάλασσα και το ταξίδι σε όλες τις μορφές του, άλλες επίμονες έως απαράκαμπτες παρουσίες στην ποίηση του Χρήστου Κεραμίδη είναι η νύχτα, το φεγγάρι, η βροχή. Με την ίδια περίπου συχνότητα τις συναντάμε, μάλιστα, στην αρκετά προγενέστερη ποιητική του συλλογή  Δρόμοι της βροχής (1998) – μια ευπρόσδεκτα ιδιότυπη τυπογραφικά, εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση σε οριζόντιο σχήμα, με τα ποιήματα να συνοδεύονται από βινιέτες σε μπορντό ντεγκραντέ που δίνει την ψευδαίσθηση της χρυσοτυπίας – όπως και στην Τελευταία υπόσχεση (2001) που την ακολούθησε. Η διάχυτη ρευστότητα και μελαγχολία την οποία υποβάλλουν – ένα παραπάνω όταν συνδυάζονται – το σκοτάδι και το νερό, στοιχεία “θηλυκά” και ευμετάβλητα, διαπερνά και διαποτίζει απ’ την αρχή ως το τέλος τον Αύγουστο που περιμένω, αντισταθμίζοντας και την ίδια στιγμή υπογραμμίζοντας τη θυμοσοφική λακωνικότητα των στίχων, την εξομολογητική και περιγραφική τους αμεσότητα που δεν της λείπουν, ωστόσο, οι παραβολικές αιχμές. “Πάντα θα θυμάσαι τη νύχτα εκείνη […] / Την ομίχλη / που σκέπαζε βαριά / τα λησμονημένα όνειρα” (Λησμονημένα όνειρα). Και: “Στα πολυσύχναστα λιμάνια / τα καράβια φορτώνουν μόνο τη νύχτα. / Και φεύγουν πάλι νύχτα / γλιστρώντας πάνω στης θάλασσας / τη σκοτεινή αγκάλη” (Τα λιμάνια).

 

Παιδί Ποντίων προσφύγων, ο ποιητής σέρνει άθελά του, αταβιστικά – όπως όλοι οι ξεριζωμένοι – το φορτίο της ραγισμένης ταυτότητας, της ασίγαστης αίσθησης πως δεν ανήκεις πουθενά, όσο φιλόξενος κι αν είναι ο τόπος που σε δέχτηκε. Μιας αίσθησης που αναπόφευκτα επεκτείνεται σε κάθε λογής υπαρξιακά ερωτήματα και αναζητήσεις: “Αλήθεια, / πόσο δύσκολο είναι / να μην είσαι ο εαυτός σου;” (Συμβιβασμός). Πόσο μάλλον σε μια εποχή την οποία δεν ξέρουμε καν πώς να ονομάσουμε, “που είναι χωρίς ανατροπές, / χωρίς ελπίδα και προοπτικές / χωρίς καινούργιες μουσικές στο πεντάγραμμο” (Νέα εποχή). Ο ποιητής, παρ’ όλα αυτά, βρίσκει μέσω της έμπνευσης και της δημιουργικότητας τον τρόπο να φιλοσοφήσει τα πράγματα, να κατευνάσει τις αγωνίες του ανακαλύπτοντας και επιβάλλοντας τη δική του αρμονία στο χάος: “Μην τον λυπάσαι. / Μέσα […] στο άρρητο χάος / που τον κυκλώνει, / σαν από θαύμα / γεννιέται / η πιο παράξενη ευτυχία” (Η παράξενη ευτυχία του ποιητή). Γιατί, πέρα απ’ το ότι γράφει κανείς προκειμένου να αρθρώσει σκέψεις και συναισθήματα και να επικοινωνήσει έστω και σ’ ένα υπερβατικό επίπεδο με τους δυνάμει αναγνώστες, η ποίηση λειτουργεί εξίσου ως ίαμα της ψυχής – “άσκηση ψυχοθεραπείας”, για να δανειστώ, κλείνοντας, έναν από τους τίτλους της συλλογής. Είναι τα πολύτιμα, τα “ιερά” εκείνα ποιήματα “που γράφονται μόνο για σένα. / Μην κάνεις το λάθος να τα μοιραστείς” (Μόνο για σένα).

 

Ο Αύγουστος που περιμένω

Χρήστος Κεραμίδης

Εκδόσεις Στοχαστής, 2016

Μακέτα εξωφύλλου: Στάθης & Χριστίνα Ανδρέου

Σελίδες 64

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top