Fractal

Διήγημα: “Ο ασπόνδυλος”

Της Έλενας Μεγαρίτη // *

 

f20

 

 

Τα πιόνια τους αυξάνονται, ο καλπασμός των αλόγων τους δυναμώνει και οι καβαλάρηδες με τις ασημένιες αντιασφυξιογόνες μάσκες, ψάχνουν την πόλη να ανακαλύψουν αυτούς που ακόμα αντιστέκονται.

Έχω καταρρεύσει στην άκρη του δρόμου, με τα μέλη μου να προσπαθούν να συγκρατήσουν το γάργαρο αίμα που θέλει να διαφύγει και να αφήσει τα κόκκαλα μου, έρμαια της γύμνιας τους και φοβάμαι. Φοβάμαι να κλάψω μη τυχών και τα μάτια μου στάξουν και εκείνα αίμα. Φοβάμαι να ανασάνω, να θυμηθώ, να ελπίσω πως κάποτε όλα θα αλλάξουν. Κάποτε. Βαριά λέξη το μέλλον, ασήκωτη η έννοια της σε έναν προκαθορισμένο κόσμο.

Δεν με νοιάζει αν καταφέρω μάταια να ζήσω ή αν απόψε τούτη η άσφαλτος με κοιμίσει με τα νανουρίσματα των καβαλάρηδων. Και ο πόνος, αυτός ο αψύς εχθρός που κατατρώει την λογική μου, με κάνει να κραυγάζω σαν άγριο ζώο φυλακισμένο στην αγωνία της τύχης του.

Ξέρω πως δεν πεθαίνω ήρωας. Κανείς μας δεν είναι ήρωας. Ούτε επικαλούμαι τον Θεό. Όχι! Δια του λόγου το αληθές, Τον αμφισβητώ. Γιατί αν Εκείνος υπήρχε, τα άλογα δεν θα βάσταγαν τους καβαλάρηδες στην ράχη τους. Θα τους είχαν γκρεμίσει με τόση δύναμη, που θα έμεναν σακατεμένοι. Όπως σακατεμένο είναι και εκείνο το ζωτικό τους όργανο που γέννησε το μίσος και την ηδονή που τραντάζει τα σώματά τους, βλέποντας τον στόχο τους να ξεψυχά. Τι είμαι τέλος πάντων; Θύμα; Επαναστάτης; Ή άλλος ένας τρελός που εναντιώθηκε στην υπέρμετρη ασυνειδησία τους;

«Πρέπει να μετακινηθείς.» μια φωνή τραγουδά πάνω από το κεφάλι μου και ένα πρόσωπο ξεπροβάλει από το πουθενά. Προσπαθεί να με ανασηκώσει αλλά αρνούμαι πεισματικά.

«Βοήθησέ με σε παρακαλώ. Πρέπει να σε κρύψω, δεν τους ακούς; Πλησιάζουν!» σχεδόν ουρλιάζει και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου γρήγορα έτσι ώστε να την κοιτάξω καλύτερα. Έχει διαπεραστικά γκρίζα μάτια και μακριά κεχριμπαρένια μαλλιά.

Κάνει άλλη μια προσπάθεια να με τραβήξει στα πόδια μου αλλά αποτυγχάνει.

«Αν μείνεις εδώ θα σε διαμελίσουν! Σε παρακαλώ…!» σκουπίζει με ένα μαντήλι το φρέσκο αίμα από το μέτωπό μου και όταν τελειώνει κρατάει το πρόσωπο μου στα χέρια της.

Τα μάτια της φτάνουν στην επιφάνεια της διάφανης ψυχής μου και τσιγκλάνε την θέλησή μου να επιβιώσω.

«Άσε με να σε σώσω…» παρακαλάει και τα ένστικτά μου ζωντανεύουν.

Γνέφω θετικά και της δίνω το χέρι μου. Με πιάνει με σιγουριά και με βοηθάει να σταθώ όρθιος, αν και το σώμα μου κυρτώνει προς την άσφαλτο. Περνάει το δεξί μου χέρι γύρω από τους ώμους της και αφού ελέγχει γρήγορα τις δύο πλευρές του δρόμου, αρχίζει να με τραβάει προς άγνωστη κατεύθυνση. Παραπατάω κάμποσες φορές και άλλες τόσες σταματάω, καθώς πρέπει να απαλλαγώ από το συσσωρευμένο αίμα στο στόμα μου. Η ένταση στο σώμα της υποδηλώνει την επιθυμία της να αντισταθεί στην βέβαιη τύχη μας και δεν μπορώ να αγνοήσω το φώς που μεταδίδει η αύρα της. Λυτρώνει τους ενδόμυχους φόβους μου και παραλύει τους ανεπαίσθητους ήχους της καρδιάς μου.

Η ατμόσφαιρα γύρω μας είναι θολή, μια πυκνή κιτρινόμαυρη ομίχλη έχει καλύψει τα πάντα και οι φωτιές μαίνονται σε κάθε γωνία προσπαθώντας να

σκαρφαλώσουν με μιαν ανάσα στον πορφυρό ουρανό. Ακούγονται οι εκκωφαντικοί ήχοι των σειρήνωνπου ουρλιάζουν από τα στερεωμένα στους τοίχους των κτηρίων μεγάφωνα και μια οχλοβοή που κάνει την ραχοκοκαλιά σου να ανασυντάσσει σε ευθεία γραμμή τους σπονδύλους σου.

Και ύστερα οι σειρήνες και η οχλοβοή παραμερίζονται στην πιο σκοτεινή γωνία της κρύπτης του αυτιού μου και οι αισθήσεις μου αντιλαμβάνονται τον μανιώδη ήχο της σύνθλιψης οστών, καθώς ένας άντρας μόλις έχει δώσει τέλος στον αγώνα του, πέφτοντας από το προπολεμικό κτήριο στα δεξιά μας.

Το κρανίο του κομματιασμένο και το σώμα του ασάλευτο. Θα έπρεπε να τρομάζω μπρος στο φρικιαστικό θέαμα αλλά ανίκανος να αισθανθώ το παραμικρό ίχνος συμπόνιας, γραπώνομαι από εκείνη και βουλιάζω την οργή μου στον πυθμένα του παρελθόντος.

«Από εδώ!» γρυλίζει εκείνη και αρχίζει να με τραβάει γρήγορα σχεδόν τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση από το άψυχο σώμα.

Ξέρω πως δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα το ταξίδι προς την σωτηρία μου και η προσπάθειά της να με σώσει θα είναι μια άδικη καταδίκη για εκείνη. Ο χρόνος έχει αρχίσει να χάνει κάθε έννοια. Για την ακρίβεια συρρικνώνεται όλο ένα και πιο πολύ, ανήμπορος να αντισταθεί στις ζοφερές βλέψεις της Ειμαρμένης.

«Φτάσαμε.» ανακοινώνει σχεδόν θριαμβευτικά, και σηκώνω τα μάτια μου βαριά να αντικρίσω τον Μητροπολιτικό Ναό της πόλης.

«Μέσα υπάρχουν πέντε γιατροί που έχουν διαμορφώσει τον Ναό σε προσωρινό νοσοκομείο.» εξηγεί, και με βοηθά να ανέβω τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούν στο εσωτερικό.

«Δεν πρόκειται να πεθάνεις απόψε!» μου χαμογελάει κλείνοντας μου το μάτι πριν με ξαπλώσει στα στασίδια της αριστερής πλευράς.

Όταν πια είμαι σε θέση να αισθανθώ κάτι πέραν του οξύ πόνου, σηκώνω το αλώβητο χέρι μου και παραμερίζω την τούφα που καλύπτει επιτακτικά τα μάτια της. «Τα μαλλιά σου μυρίζουν καλοκαίρι.» ψιθυρίζω.

Της σφίγγω το χέρι δυνατά και με κοιτάζει βαθιά στα γαλάζια μου μάτια. «Πήρες το κρύο μακριά…» μουρμουρίζω και εξαντλούμαι την επόμενη στιγμή.

Κλείνω τα μάτια και εκείνη με σκουπίζει ξανά χαϊδεύοντας στοργικά τα καστανόξανθα μαλλιά μου που πέφτουν άτσαλα στο λερωμένο μου μέτωπο.

Ο αέρας ξάφνου αλλάζει και εισπνέω την νοσοκομειακή μυρωδιά.

«Τι συμβαίνει;» μια τραχιά φωνή συνοδευόμενη από μια μεγαλόσωμη φιγούρα ξεπροβάλει μέσα στο ημίφως του ναού.

«Τον έχουν πυροβολήσει, μια στο στομάχι, μια στο γόνατο και η άλλη πέρασε ξυστά από τον δεξί του κρόταφο.» η φωνή εκείνης με ηρεμεί και ας μιλάει για τις πληγές στο σώμα μου.

«Πρέπει να τον μεταφέρουμε στο ιερό αμέσως. Βοήθησέ με.» φωνάζει οργισμένος ο γιατρός και αδέξια με σηκώνει από τα ξύλινα στασίδια. Το χέρι της αμέσως μπλέκετε στο σώμα μου, μια αυθόρμητη κίνηση που θυμίζει κτητικότητα.

Όταν ανοίγω τα μάτια μου το σώμα μου έχει ήδη μεταφερθεί στο ιερό του ναού. Σε ένα μέρος όπου δεν έχω βρεθεί ποτέ ξανά στη ζωή μου και σε μια αντανάκλαση των εσωτερικών μου αναγκών, νοιώθω δέος, τη στιγμή που αντικρίζω τον Εσταυρωμένο να με κοιτάζει έτσι όπως κείτομαι στα πόδια του. Ένα ρημαγμένο, αξιοθρήνητο σώμα. Ένα τίποτα.

Ο γιατρός ετοιμάζει τα σύνεργά δίπλα από το άγιο δισκοπότηρο και εκείνη παράμερα γονατιστή προσεύχεται στον Θεό της.

«Δεν έχω αναισθητικό. Θα πρέπει να τον χειρουργήσω χωρίς. Μπορεί να τον χάσω.» ανακοινώνει ο γιατρός και εκείνη ξεμπλέκει αμέσως τις παλάμες της.

Πλησιάζει αργά και αρπάζει τα χέρια του γιατρού.

«Μη τολμήσεις να τον χάσεις! Μη τολμήσεις να τον αφήσεις να φύγει.» γρυλίζει απόκοσμα και ο γιατρός γνέφει κουρασμένος.

Η σιωπή μας τυλίγει και το μόνο που καταφέρνω να ακούσω είναι τα αέρινα βήματά εκείνης καθώς σκύβει πάνω από την εύθραυστη σαρκοφάγο μου.Χαϊδεύει το πρόσωπό μου ευλαβικά και ύστερα τα χείλη τηςενώνονται με τα δικά μου.

«Δεν θα πεθάνεις απόψε.» λέει αποφασισμένη όταν σταματάει το φιλί μας.

Χαμογελάω. «Και αν πεθάνω ας ξέρω τουλάχιστον το όνομά σου.»

Τραβάει το χέρι μου στην καρδιά της και σκύβει να μου ψιθυρίσει. «Με λένε Ελπίδα.» λέει τραγουδιστά και με μιαν ανάσα αποτάσσω όλο τον πόνο που μέχρι πρότινος εκκόλαπτα φιλήδονα.

Αφήνομαι στην τύχη μου, ξέροντας πως ο θάνατος θα είναι δίκαιος και η ελπίδα ντυμένη με τα μεγαλόπρεπα ρούχα της ελευθερίας, θα μου κρατάει το χέρι ως το τέλος.

«Με λένε Πέτρο και πεθαίνω ευλογημένος.» λέω με τόλμη και συνθλίβω τα χείλη μου στα δικά της.

Δὲν σώζεται βασιλεὺς διὰ πλήθους στρατεύματος, ὁ δυνατὸς δὲν ἐλευθεροῦται διὰ τῆς μεγάλης αὑτοῦ ἀνδρείας.† Ψαλμοί 33,16

 

 

* Η Έλενα Μεγαρίτη γεννήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1988 και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Θήβα. Σπούδασε πληροφορική και εργάζεται ως webdesigner. Κατοικεί στην Αθήνα που λατρεύει και μόλις πριν τρείς μήνες τελείωσε το πρώτο της μυθιστόρημα.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top