Fractal

“Θεατρικότητα κι όνειρο”

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου // *

 

Σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή της Άντζελας Ζιούτη, “Ο άνθρωπος που μιλούσε με τ` αγάλματα” εκδόσεων Γαβριηλίδη

 

Α΄

Ενδιαφέρουσες τεχνικές:

 

Με την πρώτη κιόλας ανάγνωση της όμορφης ποιητικής συλλογής της Άντζελας Ζιούτη, “ Ο άνθρωπος που μιλούσε με τ` αγάλματα”, κατάλαβα πως το “ξεκλείδωμα” των στίχων της απαιτούσε εξαιρετικά λεπτό χειρισμό. Η ποιήτρια δεν κατευθύνει τον αναγνώστη σε έτοιμες σκέψεις, ούτε του δείχνει εύκολα τις απόψεις της. Δεν του σερβίρει γλυκό με χαριτωμένες κινήσεις μέσα σε σκαλιστά σερβίτσια. Απλώς τραβάει αθόρυβα την κουρτίνα του δικού της θεάτρου και τον αφήνει να δει μικρές μεμονωμένες σκηνές από έργα που συνεχίζονται και μετά το κλείσιμο της κουρτίνας. Ο αναγνώστης δικαιούται να δει μια μικρή αποκομμένη σκηνή, για να μείνει με την απορία του πριν και του μετά. Όσα λείπουν οφείλει να τα συμπληρώσει με τη δική του φαντασία.

Είμαι βέβαιος ότι όλοι έχουμε διαβάσει μακροσκελή ποιήματα που μοιάζουν με ρωμαϊκά δείπνα: Εκεί η ποιητική αλήθεια – ό,τι κι αν τελικά σημαίνει αυτή η έκφραση – σερβίρεται με τυμπανοκρουσίες σε τεράστιες μερίδες που στοιβάζονται απανωτά, μέχρι να νιώσει κανείς βαρυστομαχιασμένος, μπουχτισμένος κι άρρωστος. Εδώ, σ`αυτή την εξαιρετικά εκλεπτυσμένη ποίηση δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό που η ποιήτρια θέλει να δώσει, αυτό που αρχικά την άγγιξε και αποτέλεσε το ερέθισμα να γράψει, είναι απαλό σαν άρωμα ανεπαίσθητο. Η ποιήτρια μοιάζει να λέει: “Στάσου δίπλα μου αθόρυβα κι ίσως νιώσεις κι εσύ αυτό το μακρινό άρωμα, αν έχεις -βέβαια- λεπτές αισθήσεις. Αν δεν έχεις, δεν έχει νόημα να σου το περιγράψω!”

Δεν ξέρω με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσα να αποδώσω καλύτερα τη λειτουργία αυτής της τόσο εκλεπτυσμένης ποίησης που σέβεται απόλυτα τον αναγνώστη. Τι νόημα θα είχε άλλωστε να πει κανείς με εγωισμό και στόμφο: “νιώσε το Α και το Β, γιατί αυτά έχω σερβίρει και το μενού δεν αλλάζει!”

Ο αναγνώστης, αν αφεθεί με εμπιστοσύνη σ`αυτή τη “θεατρική”, την “κινηματογραφική” ποίηση, την καμωμένη από εικόνες στατικές ή και κινούμενες, τη σκηνοθετημένη με ευαισθησία κι αγάπη, αν αφουγκραστεί τα ψιθυριστά λόγια των πρωταγωνιστών, μπορεί μετά να πλάσει με τα μάτια του κλειστά τα δικά του μικρά ή μεγάλα παραμύθια. Μπορεί να δώσει άπειρες προεκτάσεις στις σκηνές που του φανερώθηκαν. Αυτό δεν είναι το μεγαλείο της αληθινής ποίησης που εκπαιδεύει κι εξευγενίζει την ψυχή;

Δύσκολες ή σπάνιες λέξεις δε βρήκα. Άλλωστε, τι θα μπορούσαν να προσθέσουν, αν υπήρχαν; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, βαθυστόχαστο δεν είναι το ακατανόητο. Η ποίηση της Άντζελας Ζιούτη έχει βάθος κι ο κάθε αναγνώστης θα το βιώσει διαφορετικά. Ανάλογα με το πόσο επιθυμεί να αφεθεί να ταξιδέψει ή να “σκάψει” μέσα του.

 

Εξαίσιο δείγμα αυτής της όμορφης γραφής βρίσκουμε στο παρακάτω ποίημα που το παραθέτω ολόκληρο:

 

“Στους τέσσερις ανέμους

 

Το δωμάτιο του φωτιζόταν

Από μια πλάγια πόρτα με το αμυδρό φως της σελήνης

Ήταν ξαπλωμένος

Με το φανταχτερό παντελόνι και το μεταξωτό πουκάμισο

Κουμπωμένος ως το λαιμό

Κι είχε βγάλει τα παπούτσια του

 

Το δεξί του χέρι σερνόταν στο πάτωμα

Βλέποντας το σώμα του

Στην ντουλάπα με τους έξι ολόσωμους καθρέφτες

 

«δε κλαίω για τα χτυπήματα, ούτε για ό,τι μου έχει συμβεί»

Φάνηκε να λέει μέσα σε εκείνο το σπίτι

Ανοιχτό στους τέσσερις ανέμους”

 

Aυτό μόνο! Έτσι ωραία σκηνοθετημένο, χωρίς να δηλώνονται απερίφραστα τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή της. Αν δηλωνόταν πως ένιωθε μοναξιά, ή πλήξη, ή τύψεις, ή θλίψη δεν θα ήταν πολύ φτωχό; Τώρα όμως, παρόντες κι εμείς στο σκηνικό που στήθηκε, καλούμαστε να δούμε, όχι μόνο τη μορφή του άντρα στο μισοφωτισμένο δωμάτιο, αλλά μέσα μας. “Μέσα σας είναι η αλήθεια”, μοιάζει να μας λέει η ποιήτρια.

 

Άλλη ωραία τεχνική είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε μιαν ασήμαντη λεπτομέρεια, που στη συνέχεια αποκτά σημασία μεγάλη και σηκώνει σχεδόν ολόκληρο το βάρος του ποιήματος. Σαν να πέφτει επί σκηνής ο προβολέας σε ένα αντικείμενο και στη συνέχεια, ολόκληρο το έργο  περιστρέφεται γύρω από αυτό το φωτισμένο κι αρχικά ασήμαντο στοιχείο:

 

 

“Το ραντεβού

 

Έστριψε ένα τσιγάρο και έκανε δαχτυλίδια με τον καπνό

Τίναξε τη στάχτη και τράβηξε μια ρουφηξιά

 

Δε θα ξεχάσει τότε

Που τη φίλησε

Που τον φίλησε

Καθισμένοι σε ένα ξύλινο παγκάκι

Και μία αδέσποτη γάτα

Σύρθηκε για λίγο στα γόνατα τους

Και μετά χάθηκε στο πάρκο

 

Πάτησε τη γόπα με το σκονισμένο παπούτσι

Και επέστρεψε εκεί

 

Έλειπε όμως η γάτα

Έλειπε κι εκείνη”

 

Να λοιπόν που η εντελώς τυχαία κι ασήμαντη παρουσία μιας γάτας στο πάρκο, γίνεται σύμβολο της μοναξιάς και της ανθρώπινης απουσίας. Γύρω από την απουσία της γάτας περιστρέφεται μια μικρή ανθρώπινη ιστορία, ένας ατελέσφορος έρωτας που έληξε άδοξα. Η ποιήτρια δείχνει να πιστεύει στην αξία που έχουν οι λεπτομέρειες. Είναι σαν να λέει ότιοι λεπτομέρειες κάνουν πάντα τη διαφορά”.

Έχουν τα όνειρα ειρμό; Έχουν πάντα ένα κρυμμένο μήνυμα; Η ποίηση της Άντζελας Ζιούτη  με έβαλε μπροστά σ` αυτά τα ερωτήματα. Κάποια ποιήματά της μοιάζουν σαν “αφήγηση ονείρου”. Όπως ακριβώς ξυπνά κανείς το πρωί και με τα μάτια μισόκλειστα προσπαθεί να ανασυνθέσει τις εικόνες των ονείρων του, πριν αυτές ξεθωριάσουν στο φως. Κι αν καταφέρει να τα θυμηθεί, όπως ακριβώς τα είδε, μπορεί άραγε να τα ερμηνεύσει; Κρύβουν άραγε κάποιο μήνυμα ή μήπως δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτούν; Μήπως η εκλογίκευση θα μπορούσε να τα καταστρέψει;

 

“Δύο μπισκότα βουτύρου

 

Όλοι κοιμούνται και αυτός ξαγρυπνά

Σε λίγο θα ξημερώσει

Με ένα φλιτζάνι πορσελάνης στο τραπέζι

Και δύο μπισκότα βουτύρου

Ήπιε μία γουλιά καφέ και σηκώθηκε

 

Το πήρε απόφαση και πέταξε

τα κλειδιά της κάμαρας από το παράθυρο

και τα γαρίφαλα που στολίζανε το βάζο του

Σε έναν δρόμο που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καν

Το φως του ήλιου χτυπούσε πάνω στο χρυσό του δακτυλίδι

Κάνοντας σχήματα στους τοίχους

 

Μετά έκλεισε τα μάτια

Και είδε την αγαπημένη του

 

Να βγάζει τις κάλτσες της

Και κάποιον που χτυπούσε την πόρτα

Με το χέρι μέσα στον γύψο

σπασμένο”

 

Άντζελα Ζιούτη

 

Β΄

Τα θέματα της συλλογής κι οι σημαντικότερες απόψεις της ποιήτριας

 

Η ποιήτρια στη σημείωση προς τον αναγνώστη, στο τέλος της ποιητικής της συλλογής τονίζει: “Φλερτάρω με τα συγκινησιακά φορτία της θλίψης και της άρνησης, με κατευθύνει η αναζήτηση του νοήματος του κόσμου, συνειδητοποιώντας ότι όλα είναι περαστικά και εφήμερα. Εκφράζω το συναίσθημα λιτά δίχως γλωσσικά “στολίδια”, όπου το ερωτικό στοιχείο συνυπάρχει – μη υπερβαίνοντας – την ανθρώπινη πτώση. Υμνώ άλλοτε μελωδικά, άλλοτε τραχιά, το σώμα και το πνεύμα φτάνοντας συχνά σε μια κορύφωση με έναν δραματικό τόνο που οδηγεί στην πιστή αναπαράσταση εξωτερικών καταστάσεων, αντιτιθέμενη στον ρεαλισμό. Αποτυπώνω την ηθική κρίση την οποία βιώνουμε που τη συνοδεύει σήμερα και η οικονομική κρίση ως απότοκος του ηθικού ελλείμματος. Χτίζω το ποιητικό μου σύμπαν από τις αντιθετικές δυνάμεις: ζωή και θάνατος ή ύπαρξη και ανυπαρξία. Με μηδενιστική διάθεση συχνά – και χρησιμοποιώντας λέξεις της καθημερινότητας – προσπαθώ να ερμηνεύσω το διφυές του ανθρώπου. Υλικό και άυλο.”

Aναρωτιέμαι αν αρκεί αυτή η σημείωση για μια – κατά το δυνατόν- ολοκληρωμένη παρουσίαση  της  ποιητικής συλλογής. Αν αρκεί, ποιος είναι άραγε ο ρόλος της κριτικής; Νομίζω πως οι περισσότεροι θα συμφωνήσουμε ότι ένα ποιητικό βιβλίο είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πνευματικό έργο, όσο κι αν κάποιοι υπεραπλουστεύοντας θα έλεγαν πως είναι απλώς πολλές λέξεις γραμμένες στο χαρτί. Η ποίηση όμως,  δεν είναι ποτέ μόνο λέξεις. Δεν είναι ούτε καν μόνο έννοιες ή εικόνες. Ένα δοκίμιο, ας πούμε, περιέχει πάντα ένα τεράστιο πλήθος  εννοιών με εξαιρετικό ενδιαφέρον, όμως δεν αγγίζει ποτέ το μεγαλείο της ποίησης. Για τους λόγους αυτούς, πιστεύω πως αξίζει η προσπάθεια να μπούμε πιο βαθιά σ`αυτό το όμορφο βιβλίο! Με τη σκέψη ότι η σημείωση της ποιήτριας πρέπει να αξιοποιηθεί, προτείνω να ξεκινήσουμε από αυτή.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, λοιπόν, σε αυτή την ποιητική συλλογή την απασχόλησε η φθορά, η “πτώση” , το εφήμερο της ζωής , ο θάνατος, ο έρωτας και τέλος η οικονομική και ηθική χρεωκοπία της εποχής μας.

Η μελέτη του βιβλίου έδειξε πως η αγάπη και ο έρωτας απασχολούν την ποιήτρια τουλάχιστον στα μισά από τα 64 ποιήματα της συλλογής. Ο έρωτας όμως δεν είναι ικανός να ρίξει φως στα σκοτάδια της ψυχής της. Δεν βρήκα ηλιόλουστες και ξέγνοιαστες ερωτικές στιγμές γεμάτες από θαλπωρή και ευτυχία. Δε βρήκα την πληρότητα και τη γαλήνη που περιμένει να βρει κανείς στην ερωτική ποίηση, εκεί που όλα λούζονται στο φως και οι σκιές διαλύονται μπροστά στη μαγεία της αγάπης. Ο έρωτας εδώ είναι μισός, ανεκπλήρωτος, ατελέσφορος, μισοξεχασμένος και αναδύεται μέσα από αναμνήσεις γλυκόπικρες. Δεν ανήκει στο παρόν και δε γράφεται σε χρόνο ενεστώτα. Επίσης, σημαντικό είναι ότι η ποιήτρια δε χρησιμοποιεί α΄πρόσωπο αλλά γ΄ σαν να συμβαίνουν όλα αυτά σε κάποιους άλλους κι αυτή απλώς τους παρακολουθεί από απόσταση. Ο έρωτας εδώ είναι γλυκόπικρος με τη γεύση που έχουν πάντα όσα τελειώνουν άδοξα. Είναι οδυνηρός, γιατί ζητά μερίδιο στην αλήθεια, μέσα από εικόνες παλιές, σαν να ξεφυλλίζει κανείς ένα παλιό άλμπουμ με φθαρμένες φωτογραφίες.

 

“Το κομοδίνο

Τη φωτογραφία

 

Και την απέραντη από χιλιάδες χνώτα θέρμη

Ψάχνοντας ακόμη τους παλιούς εραστές

 

Λες και από φόβο δεν προχώρησε

Στη σκοτεινή μέσα κρύπτη που λέγεται μοίρα

Και στο βάθος σαν το μινώταυρο ο έρωτας να τον καρτεράει

 

Ύστερα ακούμπησε το κλειδί

Και το γύρισε δύο φορές στην πόρτα

Κλειδώνοντας μέσα του τις ίδιες παραστάσεις”

 

Kι έπειτα η μικρή αναλαμπή της ελπίδας πως ο έρωτας θα παραμείνει όμορφος και δεν θα μετατραπεί σε πικρές αναμνήσεις, αλλά θα αντέξει. Η ποιήτρια ξέρει όμως πως τα ρόδα έχουν πάντα αγκάθια:

 

«Θα αναγραμματίσουμε μία μία τις λέξεις

Θα κάνουμε την οδύνη, ηδονή, αγάπη μου»

 

Θεέ μου, πόσο όμορφη ήταν όταν του μιλούσε

Γίνονταν μία αναρριχώμενη τριανταφυλλιά

Που τυλίγονταν πάνω του

 

Χωρίς να πει μετά, ούτε μία φράση,

Έναν φθόγγο

Μήπως και τον τρυπήσει με τ’ αγκάθια”

 

Ο έρωτας δεν διαρκεί πολύ:

 

«Το μόνο που με τρομάζει είναι

Μήπως πάψεις να μ’ αγαπάς» έλεγε

Γιατί μέσα στην κάμαρα αντηχούσε

το έξοχο προμήνυμα του τέλους

……

Τα φιλιά τους

Ένα δαγκωμένο μήλο ξεχασμένο στο τραπέζι

Που μπήκε στη φλούδα μέσα το σκουλήκι

 

Με πολύ απλές κι όμορφες εικόνες η ποιήτρια μιλάει για τον έρωτα που μας κάνει να αποζητούμε τον άλλο σαν ψωμί που θα μας χορτάσει. Η αγάπη είναι πόλεμος, αγωνία, πείνα:

 

“Ήταν σα να έκλεβε από το τραπέζι το ψωμί

Γιατί αυτός πείναγε για αγάπη”

 

Όμως ο έρωτας τελειώνει κάποτε κι αφήνει πίσω του έρημη γη, αναμνήσεις οδυνηρές. Τα πάντα χάνονται, σαν να τα σκορπίζει ο άνεμος.

 

“Και την άγγιζε

Κάποτε κοιμήθηκαν στο ίδιο μαξιλάρι

Και είδαν τα ίδια όνειρα

 

Τώρα και αυτά σπασμένα”

………………

 

“Έδιναν ο ένας στον άλλον φιλί

Και λόγια που σκορπάγανε στο φύσημα του αέρα”

 

Κι ανάμεσα στα ποιήματα που μιλούν για την εφήμερη αγάπη, την αγάπη που χάνεται στη σκόνη της λήθης,  “πανταχού παρόν” το θέμα της φθοράς και του θανάτου:

 

“Κοίταξε μέσα στην παλάμη του τις χαρακιές

Και τα αυλάκια

Εκεί που κύλησαν τα χρόνια και περάσανε

Σαν τα ποτάμια που το νερό

Δεν έχει προς τα πίσω γυρισμό”

……………………………………..

“Μιλώντας όπως μιλάνε οι ζωντανοί για τους πεθαμένους

Την ώρα που χτυπάει λυπητερά η καμπάνα”

……………………………….

“Σαν ταινία είναι με λυπημένο το φινάλε”

……………………………………………….

“Όμως τα αγάλματα στέκουν πάντα βουβά

 

Έβαλε το πρόσωπο του

Μέσα στη χούφτα του να κλάψει”

 

O χρόνος που περνάει κλέβει σιγά -σιγά τη ζωή, αλλοιώνει τα πρόσωπα, σβήνει τα όνειρα και τους πόθους, απομακρύνει τους ανθρώπους από τους άλλους και  -δυστυχώς – τραβάει πάντα μπροστά σαν ένα ποτάμι που δε γυρίζει πίσω, ούτε καν μέσα στα όνειρα. Η ποιήτρια φοβάται τον εγκλωβισμό στο παρελθόν, γιατί ο χρόνος δεν επιτρέπει την έξοδο: Όπως οι πόρτες κάποιου μουσείου που ανοίγουν μόνο από έξω. Η ανθρώπινη ψυχή δε σμιλεύεται όμως, όπως η μορφή των αγαλμάτων. Οι άνθρωποι δεν είναι αγάλματα-εκθέματα. Μισούν τη στατικότητα κι αποζητούν τη δράση και τη συγκίνηση της αληθινής ζωής.

Κάθε φορά πουη ποιήτρια επιστρέφει με το μυαλό της στα παλιά, διαπιστώνει πως ήταν ανώφελη η αποδοχή των ίδιων και των ίδιων καταστάσεων. Έπρεπε τελικά να εναντιωθεί, τότε που μπορούσε. Έπρεπε να σκοτώσει τον ληστή Προκρούστη, αντί να δεχτεί να προσαρμόσει την ίδια της τη ζωή στις δικές του επιθυμίες. Σε άλλο ποίημα, εντύπωση μου έκανε η σκηνή στην οποία τα πουλιά που εικονίζονται σε ένα κάδρο επιθυμούν να αποδράσουν πετώντας. Είναι μια όμορφη σκηνή που δείχνει πόσο πολύ εκτιμά η ποιήτρια την ελευθερία.

Η μοίρα μοιάζει με στενό κοστούμι! Ποτέ της δε νοιάζεται αν ταιριάζει στο κορμί των ανθρώπων. Νομίζω πως η ποιήτρια εδώ επιστρέφει στην προηγούμενη δυσάρεστη σκέψη ότι η ελευθερία μας περιορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Εδώ δεν προσαρμόζεται το ύψος των ανθρώπων στο κρεββάτι του Προκρούστη, αλλά οι άνθρωποι ασφυκτιούν μέσα σε καταστάσεις που τους συνθλίβουν: Είναι υποχρεωμένοι να φορούν ένα πολύ στενό κοστούμι που δε ράφτηκε στα δικά τους μέτρα. Κάποτε η ζωή επηρεάζεται από δυσερμήνευτους παράγοντες. Ο εχθρός υπάρχει, αλλά είναι αόρατος και κινείται παρασκηνιακά και ύπουλα:

 

“Σαν να πολεμάω, θα είναι αγάπη μου

Δίχως κανένα να έχω εχθρό”

 

Στη φωνή μένουν μόνο τα σύμφωνα, ενώ τα φωνήεντα απουσιάζουν. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τη φωνή να βγαίνει χωρίς “γεμάτους ήχους”; Ο αναγνώστης μπορεί να κάνει τις δικές του υποθέσεις. Πάντως, χωρίς φωνήεντα δεν υπάρχει έρωτας, λέει η ποιήτρια. Ίσως τα πολλά σύμφωνα να οφείλονται λοιπόν, στην απουσία της χαράς:

 

“Από καιρό να λείπουν τα φωνήεντα

Πώς να κάνουν έρωτα

Δίχως το άλφα

το έψιλον

Και το ωμέγα”

 

Κάποτε οι απολογισμοί της ζωής βγάζουν “έλλεμμα” και η αριθμητική δε βοηθάει, όσες φορές κι αν επαναλάβει κανείς τις πράξεις. Οι πικρές αυτές διαπιστώσεις υποδηλώνουν το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου που βιώνει η ποιήτρια:

 

“Πέντε μείον ένα

Δύο και τρία

Δέκα και τέσσερα

 

Πάλι έλλειμμα βρίσκει στη ζωή του”

 

Κάποτε οι άνθρωποι εγκλωβίζονται στις συμβατικότητες της ζωής. Ο έρωτας είναι – δυστυχώς- αναλώσιμο αγαθό κι όταν τελειώσει, αφήνει τη θέση του στην πλήξη της συνήθειας. Η ανούσια επανάληψη των ίδιων λόγων, των ίδιων κινήσεων, των ίδιων καταστάσεων, θυμίζει θεατρικό έργο, όπου οι ηθοποιοί είναι υποχρεωμένοι να υποδύονται πιστά στους ρόλους τους:

 

“Το ίδιο σήριαλ

Με τους ίδιους ηθοποιούς

Που δε γελάνε

 

Υποκρινόμενοι ότι αγαπιούνται

Γιατί έτσι γράφει το σενάριο

Μετά κλείνει η κάμερα

Βγάζουν το μακιγιάζ

Και διαβάζουν εφημερίδα”

 

Και σε άλλο ποίημα:

 

“Πάνε χρόνια που διορίστηκε στη ζωή της

Κάνοντας αυτό το ίδιο πάντα επάγγελμα

Να την αγαπάει”

 

Ζούμε λοιπόν με θεατρικό τρόπο τις ανούσιες ζωές μας, χωρίς όμως αληθινή τραγικότητα. Στο επόμενο ποίημα, οι πρωταγωνιστές δε δικαιούνται ούτε καν την κορύφωση μιας αληθινά τραγικής σκηνής. Όλα είναι τελικά πολύ ρηχά, σε σημείο που ακόμα κι ο πυροβολισμός δεν είναι παρά ο ήχος μιας τσιχλόφουσκας! Πού πήγε άραγε το αληθινό πάθος; Πώς χάθηκε από τις ζωές μας;

 

“Αγόρασε από το ψιλικατζίδικο

ένα ψεύτικο πιστόλι

και τον απειλούσε

να την αγαπά μόνο και τίποτε άλλο

του ζήταγε 

 

Κάπνιζε αυτός

και κατέβαινε τις σκάλες

με τη στάχτη να πέφτει από τα κίτρινα δάχτυλα του

δεν έβλεπε, άκουγε μόνο εκείνην

 

Που είχε το δάκτυλο πάνω στη σκανδάλη

και όταν την πάτησε ακούστηκε

ένας θόρυβος

ίδιος με τον θόρυβο μιας τσιχλόφουσκας

που σκάει στο στόμα”

 

 

Η ζωή είναι φθηνή λοιπόν κι “ετοιματζίδικη”. Λέμε ψέματα, μας λένε ψέματα κι εκφωνούμε ένα σωρό ψευτιές στους επικήδειους για την ανύπαρκτη αιωνιότητα, που τη φανταζόμαστε, ακριβώς γατί δε μπορέσαμε να ζήσουμε ποτέ αληθινά. Γύρω μας μετανάστες ταξιδεύουν για να πεθάνουν αλλού κι οι ψυχές μαραίνονται σαν τα λουλούδια που κανείς δε νοιάζεται να τα ποτίσει. Κάποτε, οι πρωταγωνιστές των “θεατρικών” ποιημάτων της είναι άνθρωποι βαθιά απελπισμένοι που έχουν πάρει την απόφαση να δώσουν τέλος στη ζωή τους στο θλιβερό δυάρι που έχει θέα την πιάτσα των ταξί. Άλλοι κινούνται δίπλα μας με την αιώνια απόφαση να μην ξαναγελάσουν, ακόμα κι όταν οι πιστιρικάδες αφηγούνται δίπλα τους τα πιο ξεκαρδιστικά αστεία. Η αγάπη θα μπορούσε να μας προφυλάξει από το κρύο της μοναξιάς σαν παλτό, όμως αυτό το παλτό δεν το πουλούν στα μαγαζιά κι είναι δύσκολο να το αποκτήσει κανείς. Αν οι χαρές μπορούσαν να μπουν σε ένα ψυγείο, θα τις κρατούσαμε για πολύ καιρό και θα τσιμπούσαμε από εκεί μεζεδάκια να παρηγορούμε τη θλιμμένη μας ψυχή. Η ποιήτρια ειρωνεύεται και σαρκάζει, αλλά μετά από λίγο, με βαθιά λύπη μιλάει για τα ποικίλα σκουπίδια της ζωής :

 

“Αδειανές μποτίλιες, κουτιά ανακύκλωσης

Χαρτιά από σάντουιτς, ανοιγμένες κονσέρβες

Σβησμένες γόπες και αποτσίγαρα

Αποφάγια σε νάιλον σακούλες

Ριγμένα κόκκαλα για τους σκύλους”

 

 

Τελειώνοντας αυτή την ήδη εκτεταμένη εργασία, παραθέτω μια ακόμα “θεατρική -κινηματογραφική”σκηνή που σκόπιμα την κράτησα για το τέλος. Πιστεύω πως εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά την απαισιοδοξία και την πίκρα της ποιήτριας:

 

“Έκανε την κίνηση να πιάσει

από τη δεξιά του τσέπη τα τσιγάρα

«πώς να χαρώ» είπε «και πώς να ζήσω»

 

Η ποίηση της Άντζελας Ζιούτη, πικρή κι απαισιόδοξη, έχει μια αυθεντικότητα αξιομνημόνευτη. Η ποιήτρια έχει ήδη βρει τη δική της ποιητική φωνή που δε μοιάζει με καμιά άλλη. Ελπίζω να κατάφερα σε κάποιο βαθμό να περιγράψω την ιδιαίτερη χροιά της. Μου αρέσει πάντα να αφουγκράζομαι με προσοχή κι αγάπη τη φωνή των ανθρώπων. Εκόμα κι αν τους αρέσει να μιλούν με τα αγάλματα…

 

 

* O Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι απόφοιτος της φιλοσοφικής σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και εργάζεται ως καθηγητής Μ.Ε σε σχολείο της Κοζάνης, όπου μένει μόνιμα με την οικογένειά μου. Το 1996 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ» (Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «ΝΕΑΣ ΠΟΡΕΙΑΣ»). Η δεύτερη ποιητική του συλλογή έχει τίτλο «ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΟ ΕΡΕΒΟΣ» (Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «ΠΗΓH»).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top