Fractal

Όλα τα πράγματα, καλά και κακά, έχουν αρχή και τέλος: Απαράβατος νόμος τη φύσης.

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ανρί ντε Μονφρέντ, Περιπέτειες στην Ερυθρά Θάλασσα ΙΙΙ. Ο άνθρωπος που βγήκε από τη θάλασσα. Μετάφραση: Μάριος Σοφιανός-Ξένια Πλαχούρη. Εκδοτικός Οίκος Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος. 2016

mon_1

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920,  ο Ανρί ντε Μονφρέντ, έχτισε ένα σπιτάκι κοντά στο Χαράρ  της Αιθιοπίας, όπου περνούσε την καυτή σεζόν με την οικογένειά του. Από τα σημαντικά κέρδη του,  ειδικά από την πώληση του χασίς στην Αίγυπτο, αγόρασε ένα αλευρόμυλο στη Ντίρε Ντάουα, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζει μια μονάδα παραγωγής ενέργειας, ένα είδος θερμοηλεκτρικού εργοστασίου, κι ακόμα προχωράει στην κατασκευή του πρώτου τμήματος της σιδηροδρομικής γραμμής   Τζιμπουτί-Αντίς Αμπέμπα.

 

Τζιμπουτί. Café de la Paix. Κάρτα των αρχών του εικοστού αιώνα. Ομάδα Ευρωπαίων κάθονται στο καφενείο. Γύρω τους, τα παιδιά του δρόμου. Τα νεότερα, γυμνά. Τα μεγαλύτερα, κρατάνε βεντάλιες.

Τζιμπουτί. Café de la Paix. Κάρτα των αρχών του εικοστού αιώνα. Ομάδα Ευρωπαίων κάθονται στο καφενείο. Γύρω τους, τα παιδιά του δρόμου. Τα νεότερα, γυμνά. Τα μεγαλύτερα, κρατάνε βεντάλιες.

Ετούτο το βιβλίο με τίτλο ‘Περιπέτειες στην Ερυθρά Θάλασσα ΙΙΙ. Ο άνθρωπος που βγήκε από τη θάλασσα’, συνεχίζει και τελειώνει ουσιαστικά τις ηθελημένες, όπως ονομάσαμε, ταλαιπωρίες του Ανρί ντε Μονφρέντ στην Ερυθρά Θάλασσα, τουλάχιστον αυτές που ήθελε να μας γνωρίσει και όσα μυστικά, από τα πάμπολλα είναι αλήθεια που κρατούσε δικά του, προτίμησε να μας αποκαλύψει γράφοντας στο χαρτί και τελειώνοντας το αυτοβιογραφικό τρίτομο έργο του στην  Ινγκράντ, το έτος 1951. Είχαν όμως προηγηθεί τόσα πολλά!  Λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστηρίζει τους Ιταλούς, ειδικά κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Αιθιοπίας, το 1935. Στενός σύμβουλος του στρατηγού  Rodolfo Graziani, ο Ανρί ντε Μονφρέντ κάνει τα πάντα για να ανταποκριθεί στις ιταλικές προκλήσεις. Μάλιστα συμμετείχε σε ορισμένες ιταλικές αποστολές αέρος στα εδάφη της Αιθιοπίας. Μετά την πανωλεθρία του στρατού του Ντούτσε στην Αιθιοπία, το 1941, όμως, ο  Μονφρέντ συλλαμβάνεται από τους Άγγλους και αποστέλλεται αιχμάλωτος  στην Κένυα.

 

Το Grand Hotel Continental στο Τζιμπουτί. Ίδια εποχή.

Το Grand Hotel Continental στο Τζιμπουτί. Ίδια εποχή.

 

Η ιστορία μας υπενθυμίζει, πως το 1941, η Αιθιοπία περνά στην κατοχή του βρεττανικού στρατού. Έτσι, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ανρί ντε Μονφρέντ (1879-1974), ο οποίος ήταν τώρα μεγαλύτερος των εξήντα ετών, συνελήφθη  από τους Βρεττανούς και αφού γλύτωσε από τη δυσεντερία και την εκτέλεση, απελάθηκε στην Κένυα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα βρίσκεται αιχμάλωτος στο στρατόπεδο Νιερί και στη συνέχεια υπό περιορισμό στις παρυφές του βουνού Κένυα. Το 1943, απελευθερώνεται και διαμένει για κάποια χρόνια σε κατασκήνωση ξυλοκόπων ζώντας ουσιαστικά από το κυνήγι. Μετά τον πόλεμο, το 1947, ο Μονφρέντ επιστρέφει στη Γαλλία, όπου αποσύρεται και εγκαθίσταται σε ένα αρχοντικό σ’ ένα μικρό χωριό, στην Ινγκράντ.  Εκεί έπαιζε πιάνο, έγραφε, ζωγράφιζε και ήσυχα και χωρίς να ενοχλεί κανέναν καλλιεργούσε στον κήπο του μια φυτεία παπαρούνας. Είχε τη συνήθεια να δανείζεται και να χρησιμοποιεί τη ζυγαριά ενός τοπικού μπακάλη για να ζυγίσει το όπιο και να   το χωρίζει  σε καθημερινές  ποσότητες.  Ο μπακάλης της γειτονιάς του δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι το σπιτικό του Μονφρέντ αγόραζε τεράστιες ποσότητες μελιού, το οποίο ως γνωστόν απόκρυβε και μετρίαζε τις παρενέργειες και ανεπιθύμητες αντιδράσεις της χρήσης του οπίου και κυρίως της επίμονης δυσκοιλιότητας. Κατόπιν κάποιας καταγγελίας, γίνεται εισαγγελική έρευνα στο σπίτι του, όπου ανευρίσκονται χασίς και όπλα και ο Μονφρέντ καταδικάζεται σε πρόστιμο για ‘χρήση οπίου κατ’ οίκον’. Ήταν η εποχή κατά την οποία η χρήση της παραπάνω ουσίας γινόταν μόνο από αντισυμβατικούς  καλλιτέχνες, όπως ο φίλος του, Ζαν Κοκτώ.

Τα επόμενα τριάντα χρόνια της ζωής του έγραψε δεκάδες βιβλίων. Μέσα σ’ αυτά, ο Μονφρέντ καυχήθηκε σχετικά με την ικανότητά του να χειραγωγεί και να εκτρέπει την αδιάκριτη επιβολή του νόμου μέσω της έξυπνης ομιλίας και των επιχειρημάτων του. Λίγα από αυτά μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα και τα περισσότερα ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να βρεθούν. Η κόρη του, Gisèle de Monfreid, έγραψε αργότερα το βιβλίο ‘Mes secrets de la Mer Rouge’, περιγράφοντας πώς ήταν η ζωή με τον πατέρα της και πόσο επικίνδυνη ζωή έκανε εκείνος. Κατά τη διάρκεια της άγονης περιόδου, κι όταν πλέον το γράψιμο δεν του απέφερε αρκετά χρήματα, ο Μονφρέντ ασχολήθηκε με την υποθήκευση  μιας συλλογής έργων ζωγραφικής του Γκωγκέν, η οποία μόνο μετά το θάνατό του,  ανακαλύφθηκε πως ήταν ψεύτικη. ‘…Έζησα μια πλούσια, ανήσυχη, υπέροχη ζωή…’, δήλωσε λίγες μέρες πριν πεθάνει, το  έτος 1974, σε ηλικία ενενήντα πέντε ετών.

Ο Μονφρέντ επιβεβαίωσε προς το τέλος της ζωής τον εαυτό του, αφού όπως εξομολογήθηκε ήταν αηδιασμένος με τους επιχειρηματίες που καταστρέφουν τους φτωχούς και αθώους που πιστεύουν στην αξία της δικαιοσύνης, της εντιμότητας, της ακεραιότητας και της συνείδησης.  Για τον ίδιο, οι  επιχειρηματικές του συναλλαγές ήταν ένα μέσο για να συνεχίσει την εξερεύνηση  της Αφρικής και της Ερυθράς Θάλασσας. Παραδέχθηκε πάντως πλήρως την μεγάλη του αφέλεια στο βρώμικο χώρο των επιχειρήσεων και ως επί το πλείστον βασίστηκε όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια στην διαίσθηση και στη θεία πρόνοια   για να τον στηρίξουν. Την ίδια απέχθεια είχε και για τον κόσμο της πολιτικής και των εκπροσώπων της. ‘… Είχα δει από πολύ κοντά τα θλιβερά καραγκιοζάκια  που διεκδικούν τις ψήφους του αγαθού λαού για να τους διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ως προς τα αποτελέσματα της υποτιθέμενης διακυβέρνησής τους. Δεν είχαμε φτάσει ακόμα στις χρηματικές αφαιμάξεις και στα υπόλοιπα σχέδια της συστηματικής καταστροφής της γαλλικής οικονομίας, αλλά η κυνική ανηθικότητα ορισμένων ανώτερων αξιωματούχων, τους οποίους είχα την απρονοησία να τσακώσω απροετοίμαστους πίσω από το σκηνικό, μ’ έκανε να είμαι σε θέση να προβλέψω τις ληστρικές προθέσεις του Κράτους…’!

Κι αν αναγκάστηκε να ασχοληθεί με όλα αυτά που περιγράφονται στο τρίτο βιβλίο, ίσως ήταν και το γεγονός ότι έβλεπε στο ορίζοντα τον κίνδυνο μιας υποτίμησης και έπρεπε αναγκαστικά να ασχοληθεί με την τοποθέτηση του κεφαλαίου που είχε δημιουργήσει όλα εκείνα τα χρόνια των περιπετειών και ταλαιπωριών του περιφερόμενος, εσκεμμένα και ασκόπως, μέσα στην εκμαυλιστική Ερυθρά Θάλασσα! Ο Μονφρέντ, όμως,  αγάπησε την περιπέτεια, κι έτσι την αποτύπωσε στα βιβλία του. Λαχταρούσε μόνο να βρίσκεται μαζί  με τη θάλασσα, τον άνεμο, την παρθένα άμμο της ερήμου, το άπειρο του μακρυνού   ουρανού,  κι ονειρευόταν να γίνει ένα με  όλα αυτά!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top