Fractal

Διήγημα Fractal: “Ο αλλόκοτος κόσμος του Γιόνας Τρέσζνι”

Του Γιώργου Λιόλιου // *

 

 

 

 

 

Στην Alexandra

 

Με τον Γιόνας Τρέσζνι γνωριστήκαμε στα τέλη του 1935, χάρη στον στενό μου φίλο Τσέζαρε Παβέζε, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί στο Τορίνο ήδη από την εποχή που ετοιμάζαμε και οι δυο τις διατριβές μας στο εκεί Πανεπιστήμιο –αυτός στην ποίηση του Ουόλτ Ουίτμαν κι εγώ σ’ αυτήν του Ε.Ε. Κάμινγκς. Ο Παβέζε επέμενε σ’ αυτήν την γνωριμία. Εγώ, από την άλλη, δεν είχα λόγο να την αρνηθώ. Άλλωστε η διατριβή μου είχε βαλτώσει την εποχή εκείνη. Με μαστίγωνε μια ερωτική απογοήτευση που είχε καταργήσει κάθε λογική προσέγγιση στο έργο του Αμερικάνου συγγραφέα. Μονότονα επαναλάμβανα συνεχώς το ποίημά του: «Κυρία, θα σε αγγίξω με τον νου μου / Θα σε αγγίξω και θα σε αγγίξω και θα σε αγγίξω / ώσπου να μου δώσεις ξαφνικά ένα χαμόγελο, συνεσταλμένα άσεμνο. / Θα σε αγγίξω, / αυτό είναι όλο, / απαλά κι εσύ ολότελα θα γίνεις / με απέραντη ευκολία / το ποίημα που δεν θα γράψω», και αυτή η κατατονία μου είχε κάνει έξαλλο τον Παβέζε, ο οποίος, παρά τους περίεργους καιρούς στην κεντρική Ευρώπη και στο Νότο, μου συνέστησε μια σειρά γενναίων δόσεων απεξάρτησης στο Μόναχο, κοντά στον Τρέσζνι.

Το ταξίδι μας έγινε λίγο καιρό αφότου ο Παβέζε είχε αποφυλακιστεί από το Κονφίνο, όπου κρατούνταν ως πολιτικός εξόριστος. Ο Παβέζε, διατηρώντας για πολλά χρόνια στενή σχέση με τον Τρέσζνι και πιστεύοντας ότι μόνο κοντά του θα μπορούσα να μυηθώ στην «αβάν-γκαρντ» και την ποιητική παραδοξολογία του Κάμινγκς, με έπεισε να μείνω στο Μόναχο για κάποιο χρονικό διάστημα, ενώ ο ίδιος σύντομα εγκατέλειψε τη Γερμανία, διότι η χώρα αυτή δεν τον χωρούσε, μετά την ανάληψη της εξουσίας το 1933 από τον Χίτλερ, ενώ και τα αντιφαστιστικά καμώματά του στην Ιταλία, δεν του επέτρεπαν την πολυτέλεια να παρατείνει την παραμονή του εδώ. Επέστρεψε στο Τορίνο, όπου εργάστηκε για τον αριστερό εκδότη Ειναούντι, ως συντάκτης και μεταφραστής.

Ο τρόπος που μου περιέγραφε τον Τσέσζνι στη διάρκεια του ταξιδιού, μου είχε εξάψει πραγματικά την περιέργεια. «Με τον Γιόνας», μου ΄λεγε, «κάναμε πολύ συχνά παρέα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν, πότε–πότε θλιμμένος. Αλλά εμείς σκεφτόμαστε, για αρκετό καιρό, ότι θα είχε αρρωστήσει από εκείνη την θλίψη, γιατί μας φαινόταν η θλίψη του σαν ενός αγοριού – η ηδονική και ονειροπαρμένη μελαγχολία του αγοριού που δεν έχει πατήσει στη γη… Στο τέλος, ξαφνικά έπαιρνε το παλτό του και έφευγε. Ταπεινωμένοι, εμείς αναρωτιόμασταν εάν τον είχε απογοητεύσει η συντροφιά μας, εάν έψαχνε κοντά μας να ευχαριστηθεί και δεν το κατάφερνε· ή εάν αντίθετα ήθελε να περάσει μια σιωπηλή βραδιά κάτω από το φως μιας λάμπας που δεν ήταν η δική του».

Τον Παβέζε, έκτοτε, έμελλε να μην το ξαναδώ ποτέ. Αν και αλληλογραφούσαμε αραιά και που, εν τούτοις οι δυσκολίες στις μετακινήσεις και οι διάφορες υποχρεώσεις που είχα αναλάβει στο Μόναχο μεταπολεμικά, δεν μου επέτρεψαν να παραστώ ακόμη και στην κηδεία του, στις 27 του Αυγούστου του 1950, έχοντας αυτός προηγουμένως αυτοκτονήσει από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Οι κακιές γλώσσες λέγανε τότε ότι η αυτοκτονία του οφειλόταν σε ερωτική απογοήτευση εξ αιτίας της άσχημης κατάληξης της ερωτικής σχέσης του με την Κονστάνς Ντόουλινγκ. Τελικά, το «Όμορφο καλοκαίρι» που ετοίμαζε χρόνια πριν και βραβεύτηκε συμπτωματικά την χρονιά του θανάτου του, δεν τον συγκράτησε από την αυτοκτονία.

Ο Γιόνας Τρέσζνι, πολύ νωρίς, είχε αποκτήσει μια μυθική διάσταση στον κόσμο της διανόησης. Πολλοί διανοούμενοι ένιωθαν την ανάγκη να γνωρίσουν τον μαικήνα της παραδοξολογότητας του λόγου. Από τους πιο συχνούς επισκέπτες του ήταν ο Χέμινγουέι, ο οποίος, όπως ομολόγησε πολλά χρονιά αργότερα και λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει κι αυτός με την κυνηγετική καραμπίνα του, χάρη στον Τρέσζνι απέκτησε η γραφή του οικονομία και ακρίβεια. Αν θυμάμαι καλά το είχε γράψει κάπως έτσι: «ευτυχώς που κάποτε διδάχτηκα πως ο πεζός λόγος έχει ανάγκη από αρχιτεκτονική και όχι από εσωτερική διακόσμηση».

Με τον Τρέσζνι είχαμε κάτι κοινό… ‘Όπως κι εγώ, δεν είχε ολοκληρώσει ποτέ τη διατριβή του για τον επιστημολογικό Εγελιανό λόγο στην ποίηση και τον τρόπο με τον οποίο στη συνέχεια μεταγράφεται η υπέρβαση του Ορίου στον ποιητικό λόγο μέσα από την ασυνέχεια του και τον ρευστό χωρόχρονο του. Τον βασάνιζε η φιλοσοφική σκέψη ότι προσδιορίζοντας κάτι ως Όριο, το έχουμε ήδη υπερβεί. Εγώ, πάλι, είχα απογοητευτεί, διότι αδυνατούσα να κατανοήσω την ασυνήθιστη –σχεδόν ιμπρεσιονιστική- ποιητική σύλληψη του Κάμινγκς, με τη χαρακτηριστική εκκεντρική χρήση της γραμματικής και της στίξης, που γινόταν περισσότερο εμφανής στην ποιητική συλλογή του «Τουλίπες και καμινάδες», το οποίο είχε εκδοθεί το 1923 – χρονιά που ο Χίτλερ αποπειράθηκε στο Μόναχο να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία.

Μέχρι τον θάνατο του Τρέσζνι, ο οποίος δεν ξέρουμε πότε ακριβώς συνέβη, διότι ο χρόνος σ’ αυτήν την εμπειρία δεν ήταν ποτέ ορισμένος στη ζωή του, όπως και στη δική μου, δεν είχε δημοσιεύσει ποτέ οτιδήποτε. Ούτε μισή αράδα. Μάλιστα, όταν κάποιοι με θρασύτητα τον ρωτούσαν τι επαγγέλλεται, αυτός συστηνόταν ως συγγραφέας υπό έκδοση… Σε μένα πάλι, όταν τόλμησα να τον ρωτήσω κάτι παρόμοιο, μου απάντησε ότι η δουλειά του ήταν να συλλέγει λέξεις˙ λέξεις αφημένες από περαστικούς στους υγρούς δρόμους.

Ο Τρέσζνι ήταν εξαιρετικά δημοφιλής για την ευρυμάθειά του και την πρωτοποριακή σκέψη του σε μια ευρεία γκάμα εκφράσεων του λόγου και της τέχνης. Γνώριζα από τις σπάνιες εξομολογήσεις του σε μένα ότι εργαζόταν νυχθημερόν πάνω σε ένα ποιητικό-φιλοσοφικό δοκίμιο με τον τίτλο «Η ευθύνη για μια Άνοιξη που δεν ήρθε ποτέ», όμως ποτέ δεν μου εμπιστεύθηκε το δοκίμιο κι ούτε επέτρεπε οποιαδήποτε συζήτηση γύρω απ’ αυτό. Το μόνο που μου αποκάλυψε μετά από πολύ καιρό, όταν πια είχε πεισθεί για την αφοσίωσή μου, ήταν ότι το δοκίμιο του ήταν αφιερωμένο σε κάποια Τζοάννα Πρέσιγκερ. Πάντως, όσα γραπτά του σώζονται, τα φύλαξαν διάφοροι συγγραφείς με τους οποίους αλληλογραφούσε και ήταν αυστηρά ιδιωτικά σημειώματά του – αληθινά όμως δοκίμια. Το πώς αυτός ο άνθρωπος γυρνούσε όλη μέρα, ξενυχτούσε, έπινε, έψαχνε στα παλαιοβιβλιοπωλεία, και από την άλλη σκεπτόταν κι έγραφε ασταμάτητα, παραμένει ένα μυστήριο. Δεν είχε αφήσει χαρτοπετσέτα για χαρτοπετσέτα, στο γνωστό στέκι, δίχως να τη μουτζουρώνει με σκίτσα και λέξεις.

Με τον Τρέσζνι συναντιόμασταν σχεδόν σε καθημερινή βάση σε μια μπρασερί, γωνία Μπάρερ και Τερέζιενστράσσε, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του, το οποίο βρισκόταν στον αριθμό 68 της Τερέζιεν. Υποψιάζομαι από τα λεγόμενά του αλλά και από αυτά που μου είχε εμπιστευθεί ο Κουρτ Τουχόλσκι, όταν τον είχα γνωρίσει σε ένα σύντομο ταξίδι μου στη Σουηδία την χρονιά που έφθασα στο Μόναχο, ότι ο Τρέσζνι ήταν τόσο εμμονικός με το Μάξφορσταντ και το Σβάμπινγκ, ώστε όχι μόνο δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό αλλά πιθανότατα δεν είχε βγει και από τα γεωγραφικά όρια της περιοχής αυτής. Αποδείχθηκε αργότερα ότι ο Τουχόλσκι δεν ήταν καθόλου υπερβολικός. Το επιβεβαίωσα σε ανύποπτο χρόνο, όταν ο ίδιος ο Τρέσζνι μού εξομολογήθηκε ότι ονειρευόταν κάποτε να επισκεφθεί το κοιμητήριο του Νόρντφριντχοφ, για να προσκυνήσει την τέφρα του ζωγράφου Μαξ Ερνστ (ένα από τα πλούσια αποκτήματα του Τρέσζνι ήταν και το γνωστό έργο του Έρνστ «La ville pétrifiée», το οποίο του είχε χαρίσει ο ίδιος ο ζωγράφος το 1933 και τώρα βρίσκεται στην Πινακοθήκη του Μάντσεστερ). Προσπάθησα τότε, μάταια, να τον πείσω ότι ο Έρνστ δεν θάφτηκε ποτέ στο Μόναχο, αλλ’ ότι το τεφροφυλάκιό του βρισκόταν στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι. Θυμόμουν, μάλιστα, ακόμα και τον αριθμό του στον τοίχο με τα τεφροφυλάκια,˙2102, παραδίπλα απ’ αυτό της Μαρίας Κάλλας. Και για να αποστομώσω το ειρωνικό του ύφος, του έδειξα στο κινητό μου την φωτογραφία που είχα τραβήξει ο ίδιος όταν επισκέφθηκα το 2013 το Παρίσι. Αυτός όμως τον ήθελε σώνει και καλά στο Νόρντφριντχοφ, οπότε ήταν ματαιοπονία να επιμένω. Βέβαια, στο κοιμητήριο του Νόρντφριντχόφ ο Τρέσζνι δεν πήγε τελικά ποτέ εν ζωή αλλά μόνο μετά το θάνατό του, και οι μαρτυρίες λένε ότι, πλην της συντρόφου του Τζοάννα Πρέσιγκερ, η οποία περιποιόταν τον τάφο του καθημερινά, μετά το καθιερωμένο τζόκινγκ της στον Έγκλισερ Γκάρτεν, ο μόνος που επισκεπτόταν συχνά τον τάφο του ήταν ο Τόμας Μαν, με τον οποίο ωστόσο δεν μιλιούνταν ποτέ εν ζωή, παρά το γεγονός ότι ο Τρέσζνι ήταν αυτός που παρακίνησε τον Μαν να εκδώσει τον «Θάνατο στη Βενετία». Για ποιον λόγο είχαν χαλάσει τις σχέσεις τους, δεν μάθαμε ποτέ, ούτε από τον έναν ούτε από τον άλλον. Πάντως, ο Μαν, σε κάθε επίσκεψη του στο νεκροταφείο, είχε τη σαδιστική συνήθεια να αφήνει στον τάφο του μια λευκή κόλλα χαρτί – σχεδόν, θα ‘λεγε κανείς, σα να θελε να τον λοιδορήσει για την συγγραφική απραξία του.

Για να επιστρέψω στον Τουχόλσκι, νιώθω εξαιρετικά τυχερός που είχα την τύχη να γνωρίσω αυτόν τον σπουδαίο διανοητή, τον οποίο εκτιμούσε απεριόριστα και ο Τρέσζνι. Ο ίδιος μου είχε εξομολογηθεί την βαθιά στενοχώρια του για τη φυγή του Τουχόλσκι εξ αιτίας της εβραϊκότητάς του. Δεν είχα προλάβει σχεδόν να επιστρέψω στο Μόναχο, όταν πληροφορήθηκα ότι ο Τουχόλσκι λίγες μέρες μετά την συνάντησή μας αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο. Ο Τρέσζνι, στο άγγελμα του θανάτου του, είχε εξαφανισθεί για αρκετό καιρό. Μάταια επιχειρούσα να τον συντρέξω, πετώντας κάτω από την πόρτα του διάφορα παρηγορητικά σημειώματα. Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, είχα ακούσει από τον Στέφαν Τσβάιχ, τον οποίο συνάντησα συμπτωματικά στη Σέλινγκστράσσε, ότι ο Τρέσζνι με τον Τουχόλσκι είχαν δουλέψει μαζί αρκετούς από τους περίφημους «Μονολόγους» του τελευταίου, ενώ ένας απ’ αυτούς («Το να ζεις σημαίνει να επιλέγεις»), γράφτηκε στην πραγματικότητα καθ’ υπαγόρευση του Τρέσζνι. Απ’ αυτόν έμαθα, εκ των υστέρων, ότι ο Τσβάιχ, την εποχή εκείνη, ετοίμαζε τη διαφυγή του στην Αγγλία, εξ αιτίας των γνωστών διακρίσεων σε βάρος των Εβραίων, και με πολλή λύπη πληροφορήθηκα πολύ αργότερα, το 1942, την αυτοκτονία του ιδίου και της γυναίκας του, Λότε, στη Βραζιλία όπου τελικά είχαν καταλήξει.

Το πογκρόμ σε βάρος των Εβραίων τη νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου του 1938, συμπαρέσυρε και τον Τρέσζνι, παρ’ ότι αυτός δεν ήταν Εβραίος. Για τους Ναζί, όμως, ήταν επίσης ενοχλητικός και ακόμα πιο ενοχλητικές οι φιλίες του με πολλούς Εβραίους διανοούμενους, ενώ η βάσιμη υπόνοια ότι έκρυβε στο διαμέρισμά του κάποιον περιώνυμο Εβραίο, προκάλεσε τη νύχτα εκείνη την εισβολή της Ασφάλειας του Μονάχου στο σπίτι του. Όμως, μετά από εξονυχιστική έρευνα, ο μοναδικός Εβραίος που ανακαλύφθηκε, καλά κρυμμένος, σ’ ένα από τα δωμάτια του, ήταν ένας Μοντιλιάνι του 1918. Για την ακρίβεια, ήταν ένας πίνακας του Ιταλοεβραίου ζωγράφου με τον τίτλο «Καθιστός άνδρας με μπαστούνι», τον οποίο του τον είχε εμπιστευθεί, λίγο καιρό πριν, ο Γαλλοεβραίος έμπορος έργων τέχνης Όσκαρ Στέτινερ, φοβούμενος αυτός για την τύχη του ιδίου και την ασφάλεια του έργου. Προφανώς ο «καλοθελητής» γείτονας που κάρφωσε τη νυχτερινή επίσκεψη του Στέτινερ στο διαμέρισμα του Τρέσζνι, παρακολουθώντας την κίνηση στην εξώθυρα μέσα από το χωνευτό ευρυγώνιο μάτι της βαριάς δρύινης πόρτας του σπιτιού του, μπέρδεψε τη λιπόσαρκη φιγούρα που κτυπούσε συνθηματικά την πόρτα του Τρέσζνι με τον γνωστό ζωγράφο, δίχως όμως να γνωρίζει ο τύπος ότι ο ζωγράφος είχε πεθάνει δεκαοκτώ χρόνια πριν.

Έμεινα εμβρόντητος την επομένη όταν, μπαίνοντας στο άλλοτε κατάφορτο από βιβλία και πίνακες σπίτι του, αντίκρισα το λεηλατημένο τοπίο. Την προηγουμένη και λίγες ώρες πριν την εισβολή, με τον Τρέσζνι είχαμε ένα ελαφρύ δείπνο στη γνωστή μπρασερί. Ο ίδιος, το βράδυ εκείνο, αντί για τον καθιερωμένο νυχτερινό περίπατό μας στους δρόμους του Σβάμπινγκ, είχε προτιμήσει να επιστρέψει στο σπίτι του σχετικά νωρίς. Βεβαίως, ο πίνακας

κατασχέθηκε, όπως και πολλές δεκάδες από τα ενοχλητικά βιβλία της βιβλιοθήκης του, όμως το φιάσκο της επιχείρησης δεν πέρασε απαρατήρητο από τα Κεντρικά της Ασφάλειας και ο Καρλ-Άουγκουστ Χέρτελ, που διηύθυνε την επιχείρηση ως διοικητής Ασφάλειας Πόλης, απελύθη λίγες ώρες μετά, με συνοπτικές διαδικασίες, για ανικανότητα. Μάλλον όμως μεγαλύτερο ρόλο στην απόλυσή του έπαιξε η καταγγελία σε βάρος του ότι λίγες βδομάδες πριν και κατά τη διάρκεια ομιλίας του Φύρερ σε στελέχη του Κόμματος στην Λέβενμπροϋκέλλαρ, αυτός, μαζί με κάποιους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, κατελήφθη να παίζει χαρτιά σε κάποιον εξώστη της μπυραρίας. Αν και άσχετο με το περιστατικό, αλλά την ίδια μέρα ο Φύρερ είχε θεαθεί να βγαίνει από πλαϊνή πόρτα της Φράουενκίρχε. Το ενσταντανέ αυτό ανακάλυψα συμπωματικά μόλις χθες, αναζητώντας στο διαδίκτυο κάποιες άλλες πληροφορίες. Μάλιστα, σύμφωνα με την πηγή, την φωτογραφία είχε τραβήξει ο Γαλλοτσέχος φωτογράφος Γιόζεφ Κουντέλκα, ο οποίος μπορεί να είχε γεννηθεί μόλις τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, αλλά για κάποιο μυστηριώδη λόγο πρόλαβε να καταγράψει με το φακό του διάφορες ιστορικές στιγμές, μεταξύ των οποίων την «Άνοιξη της Πράγας» και την έξοδο του Χίτλερ από την πλαϊνή πόρτα του καθεδρικού ναού του Μονάχου.

Έκτοτε, ο Χέρτελ υποβιβάστηκε στη θέση του ελεγκτή αλληλογραφίας στην Κεντρική Ταχυδρομική Υπηρεσία της πόλης, ενώ ο γιος του διέπρεψε μεταπολεμικά ως σολίστ του πιάνου και νυμφεύθηκε μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, έναν άγγελο ομορφιάς και ευγένειας, την Μαργαρίτα φον Γιαμπλόνσκι, η οποία, όμως, έφυγε νωρίς από τη ζωή, εξ αιτίας μιας σπάνιας πάθησης στο αίμα της. Δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια αν ήταν ο Τρέσζνι ή ο Μπερνάρ Μαρί Κόλτες που μου είχε πει τότε ότι «το αίμα είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο». Όλα αυτά τα ‘μαθα από πρώτο χέρι διότι με την κόρη του Χέρτελ και της Μαργαρίτα, την Ίνα, είχα συνάψει ένα σύντομο γάμο το 1994 στο Μόναχο. Ποιος να φανταζόταν πάντως ότι δύο δεκαετίες αργότερα θα μάθαινα από τις εφημερίδες ότι ο πίνακας του Μοντιλιάνι είχε περάσει από διάφορα χέρια για να καταλήξει στην γκαλερί του Ντέιβιντ Ναχμάντ. Ο πίνακας κοστολογούνταν πλέον εικοσιπέντε εκατομμύρια δολάρια και η αποκάλυψη της κατοχής του έγινε μετά από διαρροή των Panama Papers.

Μου είναι αφύσικα αδύνατο να θυμηθώ επακριβώς ποια χρονιά, ακόμα και σε ποια δεκαετία, συνέβη ο θάνατος του Τρέσζνι, αν και ήμουν παρών τότε. Τον συνάντησα αργά τη νύχτα, γωνία Μπάρερ και Τερέζιενστράσσε, μπροστά στο γνωστό στέκι όπου τον περίμενα κάθε βράδυ. Κουβαλούσε, όπως πάντα, μια αρμαθιά σπάνιων εκδόσεων, που του είχε προμηθεύσει ο γνωστός παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ- ο ίδιος Εβραίος γεράκος που προμήθευε και τον Τσβάιχ. Σε λίγο καιρό θα ΄μπαινε η Άνοιξη, ασχέτως εάν ένα ελαφρύ χιόνι μόλις είχε σκεπάσει το δρόμο και το γειτονικό πάρκο. Τον χαιρέτησα εγκάρδια. Αυτός, όμως, με προσπέρασε αδιάφορα, πετώντας μου με αφοριστικό ύφος ότι πλέον δεν τον αφορά ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Παρά την έκπληξή μου, πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ για τον σκαιό του τρόπο. Αυτός, όμως, συνέχισε το δρόμο του. Είναι αλήθεια ότι από τον Σεπτέμβρη του ’72 που είχε γίνει το τρομοκρατικό χτύπημα στο ολυμπιακό χωριό του Μονάχου, ο Τρέσζνι δεν είχε συνέλθει ή μήπως η κακή του διάθεση οφειλόταν στο συστηματικό πογκρόμ κατά της διανόησης με το κάψιμο των βιβλίων τον Μάη του 1933; Δεν θυμάμαι επακριβώς. Του φώναξα, ωστόσο, όσο αυτός απομακρυνόταν, αυτό που του είχε γράψει σε επιστολή του ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και είχε συμφωνήσει κι ο ίδιος απόλυτα: «ότι η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τρόμος που να μην έχει επηρεαστεί από κάποια μεγάλη ιδέα». Όμως, ο Τρέσζνι συνέχισε να απομακρύνεται, κουνώντας απλώς συγκαταβατικά το κεφάλι. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου μέχρι την πόρτα της μεσοπολεμικής πολυκατοικίας όπου ζούσε. Τη στιγμή που έβγαζε την αρμαθιά των κλειδιών από το παλτό του, γύρισε το πρόσωπό του προς εμένα και πριν χαθεί στο εσωτερικό της οικοδομής, μου φώναξε με ένα ύφος παραίτησης: «Ζούμε και πεθαίνουμε εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι θα θέλαμε, χωρίς ελπίδα οποιασδήποτε ανταμοιβής… Ευτυχώς που αυτή η ζωή είναι η μόνη -και μόνο αυτό είναι σίγουρο». Αν αυτά που είπε τα ξανασυνάντησα αργότερα ή νωρίτερα στον Κολτές ή τον Ρεμπώ, δεν θυμάμαι. Αυτό πάντως που θυμάμαι πολύ καλά είναι ότι ο Τρέσζνι περιποιόταν με συνέπεια τον κισσό γύρω από τα παραθύρια του σπιτιού του, για να μπορεί να σκαρφαλώνει στα όνειρα, όπως μου έλεγε.

Εκείνο το βράδυ θυμήθηκα όσα μου είχε πει ο Παβέζε γι’ αυτόν. Έμεινα αποσβολωμένος στη γνωστή γωνία κοιτώντας προς το σημείο όπου τον είδα τελευταία φορά ζωντανό. Σκεφτόμουν ότι ίσως ήταν ένα από τα συνηθισμένα του καπρίτσια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, όταν ευθυμούσε κι ενώ παράγγελνε επιπλέον ποτά για την παρέα του, αυτός ξαφνικά τραβούσε το παλτό του και εξαφανιζόταν πετώντας σαν πουρμπουάρ ένα απλό «γεια» ή ένα αδιάφορο «τα λέμε».

Κι ενώ σκεφτόμουν αυτά και για κάποιον ανεξήγητο λόγο αρνιόμουν να αποχωρήσω, άκουσα τον γδούπο της πτώσης του από το παράθυρο του σπιτιού του. Είχε σκαρφαλώσει στον κισσό και βούτηξε από τα όνειρά του στο κενό.

Στην υγρή πασπαλισμένη από χιόνι άσφαλτο, την ώρα εκείνη, ήμασταν αποκλειστικά οι δυο μας. Αυτός με τα μάτια ορθάνοιχτα, εγώ με την άκρη του παλτού μου να μουλιάζει στο αίμα του και τριγύρω σκορπισμένα τα χειρόγραφα από το μοναδικό δοκίμιό του “Η ευθύνη για μια Άνοιξη που δεν ήρθε ποτέ”, ενώ από την τσέπη του παλτού του μόλις που εξείχε ένα σημείωμα το οποίο ήταν γραμμένο σε ένα βρώμικο δελτίο παραγγελίας εστιατορίου και απευθυνόταν στην αφοσιωμένη του Τζοάννα: «Tρία σπίρτα ένα-ένα μέσα στη νύχτα/ Το πρώτο για να δω το πρόσωπό σου ολόκληρο/ Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου/ Το τελευταίο για να δω το στόμα σου/ Κι ολόκληρο το σκοτάδι για να μου θυμίζει όλα αυτά». Αυτοί οι στίχοι, θυμάμαι, ήταν μια από τις «Κουβέντες» του με τον Ζακ Πρεβέρ˙ ίσως τον πιο πιστό φίλο του ο οποίος πέθανε το ’77 από καρκίνο στον πνεύμονα.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά μετά την μοιραία πτώση του από το παράθυρο του σπιτιού του, θυμήθηκα ότι σε νεαρή ηλικία είχε εξομολογηθεί στον Στέφαν Τσβάιχ μια ιστορία που εγώ είχα διηγηθεί στον Τρέσζνι, πολλές δεκαετίες μετά, σχετικά με την γιαγιά μου και την οποία ως διήγημα συνάντησα εσχάτως στο βιβλίο του Τσβάιχ «Ο κόσμος του χθες». Μάλλον είχε να κάνει με το γεγονός ότι το πρωί της ίδιας ημέρας, κι ενώ οδηγούσα, η μητέρα μου με ειδοποίησε ότι η γιαγιά μου είχε σπάσει τον γοφό της παραπατώντας στο πλατύσκαλο: «Ήταν 84 χρόνων, είχε αδύνατα πόδια, και γι’ αυτό, όταν έκανε τον καθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού περπατούσε με κόπο πέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ’ ένα πάγκο του Ριγκ, ή του πάρκου». Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος της πόλης, απαγόρευσαν βίαια στους εβραίους να κάθονται σε πάγκο. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας τότε, η γιαγιά μου δεν καθόταν σε πάγκο αλλά κουβαλούσε μαζί της ένα σπαστό καρεκλάκι το οποίο τοποθετούσε δίπλα στο παγκάκι.

Πριν λίγες μέρες συναντήθηκα μετά από καιρό με την πιστή ερωμένη του Τζοάννα Πρέσινγκερ. Ήταν ακόμα απαρηγόρητη, και γω -είναι η αλήθεια- φανερά σοκαρισμένος από την αινιγματική αυτοκτονία του. Βέβαια έχουν περάσει πολλά χρόνια από την ημέρα του τραγικού θανάτου του. Διέσχιζα αργά τη νύχτα την Ακαντέμιεστράσσε και την είδα από μακριά να κάθεται σ’ ένα από τα παγκάκια απέναντι από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Στο ίδιο που είχαν γνωριστεί πριν πολλά χρόνια. Ούτε που θυμάμαι πόσα. Και οι δύο, τότε, ταλαιπωρούνταν από αϋπνίες και κάθε νύχτα τριγυρνούσαν μόνοι στους δρόμους του Σβάμπινγκ. Κάπως έτσι γνωρίστηκαν μια τέτοια νύχτα.

Η Τζοάννα μόλις είχε επιστρέψει από το καθημερινό βραδινό της τζόκινγκ στον Έγκλισερ Γκάρτεν. Φορούσε το μαύρο της κολάν, ένα φουτεράκι και στα αυτιά λευκά ακουστικά, μέσα από τα οποία μόλις που ακουγόταν το «About a boy» της Πάττι Σμιθ. Ήταν φανερά απογοητευμένη από έναν έρωτα που μόλις είχε τελειώσει, κι ένιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο Τρέσζνι από την άλλη, μόλις την είδε δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία της. Η Τζοάννα ήταν μια εύθραυστη, διάφανη κι αινιγματική φιγούρα με μεγάλα γκριζογάλανα μάτια. Μια κανονική βαμπ φιγούρα. Με το πρόσωπο χωμένο στο παλτό του, ο Τρέσζνι στάθηκε μπροστά της ζητώντας της να βγάλει τ’ ακουστικά. Η Τζοάννα τον παρατήρησε πρώτα με κείνο το χαρακτηριστικό έκπληκτο, σχεδόν παιδικό θα ‘λεγε κανείς, βλέμμα της. Η διαφορά ηλικίας δεν έπαιζε ρόλο, αλλά μπορεί τελικά να ήταν και συνομήλικοι. Το βλέμμα του δεν άφηνε περιθώρια για αδιαφορία. Αφαίρεσε τα ακουστικά από τα τρυφερά αυτιά της και άκουγε την βαθιά μπάσα φωνή του Τρέσζνι να της λέει: «Δεν είναι η ιδέα μου ότι συναντηθήκαμε κάπου όπου δεν ταξιδέψαμε ποτέ μαζί. Έχω κρατήσει άλλωστε φωτογραφίες από τις στιγμές εκείνες». Η Τζοάννα τον άκουγε έκπληκτη, ενώ ο Τρέσζνι, εκμεταλλευόμενος την αμηχανία της, κάθισε με θρασύτητα δίπλα της και συνέχισε λέγοντάς της: «Δεν σας προτείνω τα εύκολα κυρία μου, επειδή σας ξέρω». Εκείνη τη στιγμή, περνώντας συμπτωματικά από μπροστά τους ο Πάουλ Τσέλαν, ο οποίος επίσης είχε σοβαρό πρόβλημα με τον ύπνο του, άκουσε την στιχομυθία τους και θυμάμαι που μου είχαν πει και οι δυο τους ότι της είπε: «An die Haltlosigkeit sich schmeigen (Στηρίξου σε ό,τι δεν στέκει)». Αμέσως μετά αυτός εξαφανίστηκε και λίγες μέρες αργότερα βούτηξε οριστικά στον Σηκουάνα, ενώ αυτή στηρίχθηκε δίχως άλλο στον Τρέσζνι. Σε ό,τι δηλαδή δεν στέκει.

Μιλώντας τις προάλλες, λοιπόν, μαζί της, αναζητούσα μια λογική εξήγηση για την αυτοκτονία του. Αυτή, σα να περίμενε από καιρό να με συναντήσει για να μου το παραδώσει, έβγαλε από το σακίδιο της ένα λιτό σημείωμα. Το βρήκε στο διαμέρισμά του λίγες μέρες μετά την πτώση του και έγραφε κάτι που μου θύμισε τις εκρηκτικές συζητήσεις που είχε κάποτε ο Τρέσζνι με τον ακατανόμαστο Μπέκετ: «Ώρες ώρες σκεφτόμουν πως η ανταμοιβή μου που μίλησα με τόση παρρησία θα ’ταν αυτό… Να μπω ολοζώντανος στη σιωπή». Ήταν πραγματικά η μόνη εξήγηση που έστεκε.

Είναι αλήθεια ότι ο Τρέσζνι δεν είχε καταπιεί ποτέ την απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο μόλις κατέλαβαν οι ναζί την εξουσία. Έτσι κι αλλιώς ήταν αρκετά αιρετικός, ακόμα και για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης… Αλλά και η στενή σχέση του με τον Κουρτ Τουχόλσκι επισφράγισε την απόλυσή του. Αν θυμάμαι καλά, δύο μόνον πορτρέτα σώζονται από την εποχή πριν συμβεί αυτό. Τα είχε φιλοτεχνήσει ο Κρίστιαν Σαντ το 1928. Ένα κράτησε η Τζοάννα, όταν, ως μοναδική κληρονόμος του, μάζευε τα πράγματα του Τρέσζνι, κι ένα που μου είχε χαρίσει ο ίδιος. Έκτοτε ο Τρέσζνι δεν επέτρεψε ακόμα και να φωτογραφηθεί. Ούτε καν στον Γιόζεφ Κουντέλκα, τον οποίο είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του– από τους ελάχιστους που φιλοξένησε ποτέ.

Τρία χρόνια πριν, κι ενώ ο Τρέσζνι έτεινε να γίνει μια μακρινή ανάμνηση, νέες ειδήσεις τον παρουσίαζαν ζωντανό. Ήταν αδιανόητο. Ήμουν παρών στην πτώση του, όπως και στην κηδεία του στο Νόρντφριντχόφ. Παρών ήταν επίσης και ο Τόμας Μαν με τις γνωστές λευκές σελίδες του, καθώς και η Τζοάννα, η οποία μάλιστα ήταν ανέκαθεν πιο προσγειωμένη στην τρέχουσα πραγματικότητα, εν τούτοις στα γνωστά σαλόνια κυκλοφορούσε ευρέως η διάδοση ότι ο Τρέσζνι εθεάθη στον κήπο του Μουσείου Ροντέν στο Παρίσι, συνοδεύοντας μια κοπέλα που έμοιαζε καταπληκτικά στην Τζοάννα. Μάλιστα, ο Μίλαν Κούντερα, ο οποίος τυχαίως έκανε τον περίπατό του το πρωϊνό εκείνο στον κήπο, άκουσε κάποιον άγνωστο να ξεναγεί το ζεύγος Τρέσζνι, μιλώντας για το διάσημο γλυπτό με τα χέρια. Συγκράτησε μόνο μια αποστροφή του ξεναγού που φάνηκε ότι άρεσε πάρα πολύ στην Τζοάννα, ότι δηλαδή «την πιο μεγάλη αλήθεια συγκρατούν τ’ ακροδάχτυλα και η πιο μεγάλη προσμονή ξετυλίγεται ανάμεσά τους». Φυσικά η ερωμένη του Ροντέν, η Καμίλ Κλοντέλ, δεν ήταν παρούσα για να αφηγηθεί την ολέθρια σχέση της με τον ‘Ωγκυστ και να διαμαρτυρηθεί γι’ ακόμη μία φορά για την κλοπή από μέρους του κάποιων ιδεών της, μια από τις οποίες ήταν και τα διάσημα χέρια. Βέβαια, ο Τρέσζνι, γνωρίζοντας από τις εκμυστηρεύσεις του Ροντέν τη βαθιά ψυχική διαταραχή της, έδειχνε κατανόηση και αδιαφορούσε τόσο για την Κλοντέλ όσο και για τον ξεναγό και απλώς κοιτούσε με ευλάβεια την ακροθαλασσιά στα δάχτυλα της Τζοάννα. Για την ίδια ευλάβεια είχε κάποτε μαλώσει άσχημα με τον ξεμυαλισμένο Ρεμπώ. “Μπορώ να πεθάνω από επίγειο έρωτα ή να πεθάνω από ευλάβεια”, του είπε αυτός και ο Τρέσζνι έγινε έξαλλος. Σηκώθηκε και την ώρα που αναποδογύριζε το τραπέζι, του πέταξε κατάμουτρα ότι δεν μπορεί να πιάνει στο στόμα του ατιμωρητί την ευλάβεια.

Μια άλλη είδηση, πάλι, τον ήθελε να ταξιδεύει στο κατάστρωμα της άγονης γραμμής για τις Κυκλάδες, με την Τζοάννα ξαπλωμένη στα πόδια του και αυτόν να θαυμάζει την μαεστρία της, να την ταξιδεύει τη θάλασσα. Κάποιος άλλος τον άκουσε να ρωτάει στο λιμάνι τι ώρα αναχωρεί στο πλοίο. Αυτός που ρωτούσε ήταν σίγουρα ο Ρεμπώ, μια μέρα πριν πεθάνει στη Μασσαλία. Μάλλον αυτός που τον είδε, είχε μπερδέψει τον Τρέσζνι με μένα, εξ αιτίας μιας ουλής που είχαμε και οι δύο πάνω από το χείλος αριστερά και η οποία μας έκανε όμοιους αλλά και διαφορετικούς συνάμα.-


 

 

* Ο Γιώργος Λιόλιος γεννήθηκε και ζει στη Βέροια Σπούδασε δημοσιογραφία και νομικά. Στα γράμματα εμφανίστηκε μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά Εντευκτήριο και Εμβόλιμον. Από τις εκδόσεις Ευρασία κυκλοφορούν τα βιβλία του Ίχνη Εβραϊκής Παρουσίας στη Σίφνο (2007), Σκιές της πόλης (2009) και Η Σίφνος του Νίκου Μουτσόπουλου – Η ποίηση στην αρχιτεκτονική (2012). Εργάζεται ως δικηγόρος.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top