Fractal

Διήγημα: “Ο αιώνιος διαβάτης”

Του Πολυχρόνη Μπούσιου // *

 

 

 

 

«Ποιά είναι αυτή η χλωμή μορφή, ανούσια σαν του νεκρού τη σκιά; Το όνομά του λησμονήθηκε. Πολλοί αιώνες πέρασαν από την μέρα του. Ήταν νέος, είχε ενθουσιασμό. Γύρευε το μαρτύριο. Στη φαντασία του έβλεπε τον εαυτό του καρφωμένο στο σταυρό και τους ουρανούς ανοιχτούς, όμως η πραγματικότητα ήταν μεγάλο βάρος για αυτόν∙ ο ενθουσιασμός εξαφανίστηκε, απαρνήθηκε τον Δάσκαλο του και τον εαυτό του. Ευχήθηκε να σηκώσει τον κόσμο, αλλά λύγισε στην πίεση∙ η ψυχή του δεν κατατροπώθηκε ούτε εκμηδενίστηκε, αλλά ράγισε, το πνεύμα του εξασθένισε∙ η ψυχή του παρέλυσε. Συγχαρείτε τον, αγαπητοί Συμπαρενεκρομένοι, γιατί ήταν δυστυχισμένος. Αλλά και πάλι, δεν έγινε ευτυχισμένος; Έγινε ότι επιθυμούσε, ένας μάρτυρας, ακόμη και αν το μαρτύριό του δεν ήταν, όπως επιθυμούσε, ούτε να καρφωθεί στο σταυρό, ούτε να ριχτεί στα άγρια θηρία, αλλά να καεί ζωντανός, να κατακαεί από μια σιγανή φωτιά.»

Soren Kierkegaard, The Unhappiest One

 

 

Τώρα θα γράψω κι όχι μετά. Τώρα προτού φύγει ο πόνος. Τώρα θα μιλήσω λες και τα λόγια μου τελειώνουν και κάθε γράμμα θα’ ναι ένας κόκκος άμμου που πέφτει από την κλεψύδρα της ζωής μου. Μα, ένας κόκκος που σαν πέσει θα χαθεί για πάντα αν δεν καταφέρει να κάνει σεισμό. Ένας κόκκος που θα βγαίνει από τα βάθη της ψυχής μου και την ολότητά αυτής θα συγκεντρώνει. Τώρα θα γράψω, κάνοντας ένα μικρό βήμα πίσω για να σταθώ με το βλέμμα στο γκρεμό, ακούγοντας τις πέτρες να πέφτουν και βλέποντας τον εαυτό μου φοβισμένο και αποφασισμένο να γράψει αληθινά. Περίμενα τόσα χρόνια ένα ιδιαίτερο συμβάν, κάτι που να συνταράξει την ύπαρξή μου για να αρχίσω την φλογισμένη γραφή και τελικά αυτό ήρθε… ήταν η μέρα που οι μύθοι, που για χρόνια άκουγα από τους γονείς μου, ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια μου. Ήταν η μέρα που έφτασε στα αυτιά μου ο ήχος της πικρής αιωνιότητας. Έφτασε η επανάληψη, προσπαθώντας να χωρέσει στην στιγμή και την διάλυσε για άλλη μια φορά, αγκομαχώντας. Η ανεμελιά της παιδικής μου ηλικίας τελείωσε σαν είδα για πρώτη φορά στο ταπεινό χωριό μου την άγνωστη μορφή του αιώνιου Διαβάτη, που σαν εφιάλτη με είχαν κάνει να τον μισώ. Τον ονόμαζαν Αχασβήρο, Εχθρό του Ανθρώπου, Καταραμένο… τον αναγνώρισα και είδα τους πάντες να αναστατώνονται και να κραυγάζουν το όνομά του. Άρχισαν να κρύβονται στα σπίτια τους και να τρέχουν μακριά του. Κάποιοι τον λοιδόρησαν, μα οι δυνατές φωνές του δεν τους άφηνε να ακουστούν. Βγήκα γρήγορα έξω από το σπίτι και τον ακολούθησα από μακριά. Θυμάμαι τα λόγια του να με χτυπάν βαθειά και να ενώνουν την τυφλή έχθρα μου με την περιέργεια, δημιουργώντας μια λύπηση, μα και ένα ενδιαφέρον για γνώση αυτού του αιώνιου ζωντανού μύθου, του Περιπλανώμενου Ιουδαίου. Αυτός, που όταν ο Χριστός, εισήλθε στην Ιερουσαλήμ με τον σταυρό φορτωμένος, αρνήθηκε να τον κρατήσει  και του δόθηκε η εντολή να περιφέρεται στη γη ως την Δευτέρα παρουσία. Αχ, πόσες φορές είχα ακούσει αυτόν τον μύθο; Και πάντοτε μόνο μία ερμηνεία επαναλαμβανόταν, αυτή που οδηγούσε στην υπακοή και τον φόβο. Σαν τον είδα, όμως, μπροστά μου αυτή πέρασε σε δεύτερο επίπεδο. Έβλεπα το αιώνιο να πορεύεται, την επανάληψη να συντελείται με μοναδικό τρόπο και οδηγήθηκα τυφλά σχεδόν πίσω του σαν να με μάγευαν τα φλογισμένα λόγια του.

«Ποιος τολμά να βγει εκεί έξω μόνος του, αυτός και ο εαυτός του; Να πορεύεται αιωνίως, βρισκόμενος πάντοτε μπροστά από τις ελπίδες και πίσω από τις θύμησες; Να βλέπει με δάκρυα, από χρόνια παγωμένα στο πρόσωπο, ό, τι κάποια μακρινή στο μέλλον επιθυμία είναι βυθισμένη στη λήθη και μια βαθιά στα όνειρα εμφάνιση του παρελθόντος είναι ένας αντικατοπτρισμός του εαυτού του που ελπίζει; Ποιος τολμά να πορεύεται την ατραπό αδιάκοπα και από το πρώτο μόλις βήμα να νιώθει την αιώνια κούραση; Κόσμε ζωντανέ, ποιος από σας τολμά να μ’ ακολουθήσει; Ή τουλάχιστον για λίγο να με αντικαταστήσει; Μπα, το κόλπο είναι παλιό για να πείσει τα “κουρασμένα” σώματά σας να πάρουν την θέση του αδιάκοπου διαβάτη.            

Εγώ είμαι ο αιώνιος εχθρός σας και μόνιμος περίγελός σας. Είμαι αυτός που είπε το πιο μεγάλο “όχι” στην ιστορία και δέχτηκα τη μεγαλύτερη κατάρα. Είμαι αυτός, που πάλι σε ρωτά, Κόσμε Εχθρέ, ποιος τολμά να μ’ αντικαταστήσει και αθάνατος να γίνει; Μήπως ένα  δυνατό πουλί μπορεί να αντέξει την αδιάκοπη στους αιώνες αποδημία; Μήπως ένα θηρίο ή ένα μικρό έντομο; Μήπως υπάρχει κάποιος ερημίτης ή κάποιος νέος, που δεν έχει γνώση της θλιβερής μου ιστορίας και επιθυμεί να βάζει αιωνίως το χέρι του στη λάσπη και πάντοτε να με σηκώνει; Ποιος τολμά, λοιπόν, Κόσμε δειλέ, να πιεί μία έστω γουλιά του αθάνατου νερού που του προσφέρω; Να δει τον ουρανό από όλες του τις μεριές και να αφήσει το στίγμα του σε κάθε κόκκο γης; Δεν θα εμφανιστεί κανείς που να τολμά να φορέσει για λίγο την αιώνια ενδυμασία και τα άτρωτα σανδάλια μου;»

Την πόρτα του τότε, κάποιος γέρος άνοιξε και απάντησε το καμπουριασμένο σώμα του Διαβάτη:

«Εχθρέ του κόσμου, Αχασβήρε, Εβραίε παπουτσή, γιατί ξανά μας ταλανίζεις σαν φτάνεις στην καταραμένη μας πολιτεία, που ο τύμβος σου σε μας τέθηκε, μα το κορμί σου αιωνίως από αυτή εκλείπει; Γιατί μας προσφέρεις την αθάνατη ζωή σου δίχως να κράζεις πως ο θάνατος δεν φτάνει ποτέ αυτόν που ποτέ του δεν έζησε;  Φύγε ξανά, Καταραμένε Διαβάτη, και αυτή τη φορά εύχομαι να μην γυρίσεις ποτέ. Ο τάφος σου σε περιμένει και όλοι από χρόνια είμαστε έτοιμοι αμέσως να γιορτάσουμε τη μνήμη της καταραμένης ζωής σου σαν τελειώσει. Φύγε μακριά από μας που ποτέ κανείς δεν σ’ αγάπησε, γιατί και εσύ δεν αγάπησες κανέναν. Φύγε, γιατί πενθούμε, βλέποντας πως η αιωνιότητα έχει τούτη την αισχρή φύση. Φύγε για να ελπίζουμε και πάλι σε ένα μέλλον διαφορετικό και την όψη σου και πάλι μόνο ως κακό εφιάλτη να ξαναδούμε.»

Ο Αχασβήρος, τότε, έστρεψε προς τα εκεί το βλέμμα και συνεχίζοντας να προχωρά έκραξε:

«Συνάνθρωπε, δειλέ, δυστυχισμένε, δεν αντιλήφθηκες πως ο τύμβος μου ράγισε από τα αιώνια δάκρυά μου; Δεν ένιωσες πως η επιγραφή του έσβησε και ο τίτλος μου σιγά-σιγά εκλείπει. Δεν αντιλαμβάνεσαι πως οδεύω προς την τελευταία αγκαλιά μου και στην τελική στέψη μου. Ο “πιο δυστυχής όλων των όντων” που υπήρξαν και θα υπάρξουν ποτέ, που θυμάστε και ελπίζεται. Φεύγω, ακατανόητε εχθρέ μου, σαν ξανάρθω, όμως, είμαι σίγουρος πως θα σε δω ξανά να με λοιδορείς σε άγνωστη για μένα πάλι γλώσσα. Φεύγω με συντροφιά την κουρασμένη κράση μου για να ρίξω τα τελευταία μου δάκρυα στο μνήμα.»

Πριν κλείσει και πάλι την πόρτα του, όμως, ο γέρος, χαμογελώντας χαιρέκακα του είπε:

«Αχ, και πάλι γελιέσαι, Αχασβήρε νεκρέ. Ποτέ της δεν θα σε αφήσει αυτή της η ψυχή να γκρεμίσεις την μόνη συντροφιά της. Έχεις χρόνια να φανείς στα μέρη μας και δεν έμαθες ότι η καθολική έχθρα σου τελείωσε. Με τα ρούχα της γυαλίζει το μνημείο και ο τίτλος σου είναι πιο φανερός από ποτέ. Πάλι απέτυχες, Κουρασμένε Διαβάτη, μα πήγαινε να μάθεις την αιτία της αγάπης της. Πήγαινε να καταλάβεις εσύ τα λόγια της, καθώς ακατανόητη είναι η λαλιά της για μας. Τρέξε, όσο μπορείς, Καταραμένε, τρέξε και μη γυρίσεις ποτέ ξανά.»

Συνέχιζα προς το βάθος του κοντινού στο χωριό μας δάσος να ακολουθώ την σιωπηλή πια μορφή του, ώσπου ξαφνικά και πάλι άρχισε να φωνάζει. Είδα τότε από μακριά μια γριά γυναίκα να καθαρίζει τα φύλλα γύρω από έναν μεγάλο βράχο. Ο Αχασβήρος της φώναζε:

«Πώς τολμάς, γυναίκα, να διακόπτεις τον αιώνιο άνεμο που αργά διαλύει τα πάντα; Πώς τολμάς και φωτίζεις το βαθύ σκοτάδι; Πως τολμάς να διαλύεις τις σκιές και να ενώνεις τα κομμάτια που αιωνίως χωρίζω, καταθέτοντας τον πόνο μου σε τούτο τον τύμβο; Κάνε στην άκρη, τρέξε να κρυφτείς στο δάσος, ελπίζοντας να βρεις απάτητη από μένα λάσπη. Φύγε, μα πες μου πρώτα, δειλή, γιατί; Γιατί γλυτώνεις την καταστροφή του τύμβου τούτου;»

Η γριά εκείνη, που πρώτη φορά έβλεπα και είχα ακούσει για την ζωή της μέσα στο απαγορευμένο σημείο του δάσους που τώρα ήμουν, σώπασε και είδα δάκρυα στα μάτια της σαν πλησίασα και άλλο.

«Πες μου, γριά ευλογημένη, που ο θάνατος σε πλησιάζει, με ποιον τρόπο εσύ χλευάζεις την ζωή μου. Εξήγησέ μου και εξαφανίσου για πάντα.»

Η φωνή του ήταν ακόμη πιο δυνατή και θυμωμένη. Η γριά με μια γαλήνια έκφραση γονάτισε και φαίνεται να προσευχόταν, ψιθυρίζοντας. Τότε, ο Αχασβήρος σαν φώναξε ακόμα πιο δυνατά:

«Εγώ, καθορισμένος από το αιώνιο, υπηρετώ αυτό, καταστρέφοντας τον κατακερματισμένο χρόνο. Με βρισιές και χτυπήματα διώχνω έξω από την ψυχή μου τις ημέρες, που δεν άγγιξαν το καβούκι της ύπαρξης και καλώ να με μιμηθείς. Εχθρέ μου, πού ΄ναι η περιβόητη ορμή σου; Με προσευχές, λοιπόν με λοιδορείς;  Πού είναι τα δάκρυα της αληθινής ζωής σου, της μοναχικής στιγμής που καταστρέφει το απέραντο παρελθόν και φωτίζει το αιώνιο μέλλον. Πλησιάζω και εσύ δεν υπακούς στην έκκλησή μου για χλευασμό. Δειλή, απομακρύνσου από τη στράτα μου, ή βγάλε κραυγή ζωντανή, άξια να πατηθεί από το παράδοξο της ζωής μου. Μίλα, λοιπόν, γιατί πλησιάζω.»

Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Διαβάτη:

«Καταλαβαίνω. Είναι δύσκολα πριν το μεγάλο βήμα. Κοιτάζεις κάτω και το κενό είναι μία πιθανότητα. Νόμιζες, όμως, πως δεν θα’ χεις εμπόδια; Κάνε ένα βήμα πίσω, πάρε μια βαθιά ανάσα και προετοίμασε την κάθε σου πράξη. Ενδυνάμωσε την πίστη σου ξεκίνα προς το άλμα. Αν νομίσεις κάποια στιγμή πως επέτυχες γελιέσαι, αγαπημένε μου. Το εμπόδιο έπαψε να υπάρχει, το σκαλοπάτι έπαψε να ΄ ναι ψηλό. Το ορμητικό φαράγγι έγινε ρυάκι σιγανό και η πεσμένη γέφυρα ανασηκώθηκε πιο γερή από ποτέ. Γεύτηκες ένα κομμάτι αιωνιότητας. Τότε ο δισταγμός και ο φόβος σου εμπρός στο εμπόδιο λησμονήθηκαν. Ο πραγματικός χρόνος σε πήρε από το χέρι, όμως, μόνο για λίγο. Τα σημάδια του πεπερασμένου, οι ρυτίδες και η καμπούρα σου εμφανίστηκαν και πάλι. Το ίδιο τρομερά και επώδυνα λαχανιάζεις, ιδρώνεις και κλαις, τρέμοντας ενώ οι ανάσες σου τελειώνουν ταχύτατα. Αναρωτιέσαι και πάλι μετά από αιώνες την αιτία της όλης ζωής σου. Ξαναγεννιέσαι. Όμως, το εμπόδιο πέρασε πριν καν βρεις την ελάχιστη δύναμη να δράσεις. Αναρωτιέσαι, έτσι, από τότε αν θα ξαναεμφανιστεί. Κάθε βήμα γίνεται πιο δύσκολο και κάθε ανάσα με άλγος βαθύ. Τα κόκκαλα τρίζουν, η ψυχή τρεμοπαίζει. Η πτώση σου θα είναι πάντοτε μπροστά στα μάτια σου, που μόλις και με τα βίας κρατάς ανοιχτά. Το εμπόδιο είναι εκεί. Το εμπόδιο είσαι εσύ. Έπεσες και πέφτεις συνεχώς. Κοίταξε κάτω. Μόλις που κουνάς τα δάκτυλα των αδύναμων χεριών σου. Μόλις που αναπνέεις. Οι σκέψεις σου αδυνατούν πια να εκφραστούν με τα φτωχά σου λόγια. Ψελλίζεις για βοήθεια, φαντάζεσαι ότι σηκώνεις το χέρι και σκέφτεσαι πως κάποιος σε βοηθά, μα κανείς δεν σε κατανοεί. Νιώθεις πως συνεχίζεις, μα σταμάτησες εδώ και πολύ καιρό, νεκρέ μου φίλε.»       

«Τι είναι αυτά που λες, Γυναίκα τυφλή; Μιλώ  της γλώσσες των λαών, μα τα λόγια σου δεν τα καταλαβαίνω. Εξηγήσου, γριά Παρθένα.»

«Συνήθισες τις γλώσσες των δειλών, μα λησμόνησες την μανία της ζωντανής  φωνής. Ο ήχος αυτός που ακούς βγαίνει από τα σπλάχνα μου και όχι από τη λαλιά μου. Δεν αντιλαμβάνεσαι πια την μανία αυτής της αιώνιας φωνής. Πορεύεσαι αιωνίως, μα η φωνή αυτή σε άφησε μονάχο, παράδοξε Διαβάτη. Σκάψε και πάλι και θα τη βρεις να στέκει εκεί κενή και να περιμένει την κατάβασή σου. Σκάψε βαθιά, χαμένε μου φίλε.»

Άρχισε τότε να κατευθύνετε προς τον τύμβο. Ακούμπησε τον τύμβο και καθάρισε την επιγραφή. Η γυναίκα εκείνη του είπε με ήρεμη φωνή:

«Οι φωνές και τα χτυπήματα των ανθρώπων είναι τα λόγια τους που πρέπει να καταλάβεις. Το μίσος τους πρέπει να αγκαλιάσεις, καθώς μόνο έτσι μπορούν να δείξουν την αγάπη τους προς το δώρο που τους έκανες. Είσαι ο Βασιλιάς τους, γιατί κυριαρχείς σε κάθε δάκρυ τους, σε κάθε βαθύ πόνο  και σε κάθε σταγόνα αίματος τους. Είσαι ο Βασιλιάς τους, γιατί κυριαρχείς σε κάθε εφιάλτη τους, μα σαν ξυπνήσουν και σε λοιδορήσουν και σε χλευάσουν, κατάλαβε πια, πως βαθιά σε ευχαριστούν με τον μόνο τρόπο που μπορούν.»

Φάνηκε τότε η επιγραφή στον τύμβο. Ήταν λαξευμένες τρεις μονάχα λέξεις: «Ο ΠΙΟ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ».

«Εσύ είσαι ο πιο δυστυχισμένος, φίλε Διαβάτη, συνέχισε η Γυναίκα. Σε σένα συνεχίζει να είναι το βαρύ φορτίο της ανθρωπότητας. Μα αυτό πρέπει πια να σταματήσει. Συμφιλιώθηκες πια με τον πόνο, γέμισε την ύπαρξή σου. Βλέπω να φοράς τη μάσκα του και δεν κρύβεσαι πια στα δάκρυα των παθών σου. Το δώρο σου στην ανθρωπότητα πια είναι κατάρα αληθινή. Οι πάντες επαναπαύονται και αποδέχονται την παραμονή τους σε ένα χαμηλό σκαλοπάτι, λίγο πάνω από τον πάτο της ύπαρξης σου. Καιρός οι ρόλοι να αλλάξουν και από φόβος των ανθρώπων να γίνεις η βαθιά τους επιθυμία. Καιρός να σταματήσεις, φίλε Περιηγητή. Κουράστηκες εσύ και η κούραση έχασε την σημασία της. Πόνεσες και ο πόνος έπαψε. Ο τάφος αυτός σε περιμένει να ξαποστάσεις. Η καθαίρεσή σου θα γίνει τώρα, Δυστυχισμένε. Καιρός το φορτίο να μοιραστεί σε όλους.»

Έκλεισε τότε τα μάτια του και η Γυναίκα τον αγκάλιασε. Αργά μετέφερε το άψυχο πια σώμα του στο κενό μνημείο. Το σφράγισε και καθάρισε την επιγραφή. Τότε με μια πέτρα που σήκωσε άρχισε να χτυπά με μανία τα γράμματα, που εύκολα ράγισαν και έγιναν χίλια κομμάτια.

Δάκρυα έπεφταν από τα βάθη της αληθινά πια θλιμμένης ψυχής μου. Σηκώθηκα, αδιαφορώντας πια αν θα με δει η Γυναίκα και περπάτησα προς την επιστροφή όταν λίγο έξω από το χωριό άκουσα και πάλι χλευασμούς προς των Αιώνιο Διαβάτη. Χλευασμούς που πάντοτε άκουγα και κάποτε έλεγα και ο ίδιος, μα αδυνατούσα πια να δέχομαι τα πλανεμένα λόγια τους.

Είδα από μακριά τον πατέρα μου, μα έστρεψα την πλάτη και έφυγα μακριά για να μάθει ο κόσμος όλος πρώτα ότι ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος, ο Καταραμένος των ανθρώπων, ήταν ο άγνωστος φίλος μας. Ότι ο Αιώνιος Διαβάτης σταμάτησε. Σαν ακούσουν όλοι τα ακατανόητα αυτά λόγια, θα γυρίσω να αγκαλιάσω τα απομεινάρια του μνημείου αυτού και τότε θα σταματήσω. Όταν, το φεγγάρι θα είναι όμορφο πια και κανείς δεν θα με δει ξανά. Κανείς δεν θα με ξανακούσει. Τότε, μόνος θα καταφέρω να δω τον εαυτό μου, θα ακούσω ίσως την ψυχή μου και θα κοιτάξω στον καθρέφτη της φύσης. Δεν θα μου χρειάζεται τίποτα άλλο.

                                

 

* Ο Πολυχρόνης Μπούσιος συνεχίζει, ανοικτιρμόνως,  τις σπουδές του ως μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας του Α.Π.Θ. Το κύριο ενδιαφέρον του είναι η αλληλεπίδραση λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, με επικέντρωση στη λογοτεχνική γενιά του ’30 και την φιλοσοφία των Νίτσε και Κίρκεγκορ.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top