Fractal

Το όνειρο σαν πρόσχημα διάπλου των αισθημάτων και ‘Ο αισθηματικός άντρας’ του Χαβιέρ Μαρίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

ais1

 

“Ο αισθηματικός άντρας” του Χαβιέρ Μαρίας, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Μετάφραση: Χατζηγιάννη Μαρία, 1991

 

‘Ο αισθηματικός άνθρωπος’ (El hombre sentimental, 1986) είναι μυθιστόρημα του Χαβιέρ Ματίας, μια μικρή σε όγκο αλλά αρκετά καλή εισαγωγή σε έναν συγγραφέα που πολλάκις θεωρήθηκε ως μελλοντικός νομπελίστας, ότι και να υπαινίσσεται η τελευταία διάκριση. Είναι η ιστορία ενός μελαγχολικού τραγουδιστή της όπερας, του Λεόν της Νάπολης, που αφηγείται ένα όνειρο βασισμένο σε πραγματικότητα περίπου τεσσάρων ετών και πραγματεύεται τη συνάντησή του  με έναν αυταρχικό Βέλγο  τραπεζίτη και την Ισπανίδα σύζυγό του, Ναταλία, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού  από το Παρίσι στη Μαδρίτη, ταξίδι μιας μέρας και μιας νύχτας. Πρόσωπα που κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος από τη φαντασία του, ένα σεβαστό μέρος από τις αναμνήσεις του και βεβαίως της ζωής του.

‘Ο αισθηματίας άνθρωπος’εξιστορείται από αυτόν ακριβώς τον εραστή της  όπερας, αρκετά νέο ακόμα, αλλά πολυταξιδεμένο και με μεγάλη ήδη φήμη. Γράφεται στην παρούσα κατάσταση, αλλά τα περισσότερα σχετίζονται με όσα συνέβησαν πριν από τέσσερα χρόνια. Γεγονότα που άλλαξαν τη ζωή του, όπως ακριβώς και αυτά που λαμβάνουν χώρα στο παρόν και τα οποία  προοιωνίζουν παρόμοια αλλαγή. Το μυθιστόρημα του Μαρίας κατοικείται από χαρακτήρες αποκομμένους, αποσπασμένους, μοναχικές υπάρξεις που παραπαίουν μέσα στον ιστό του μυθιστορήματος. Ο αφηγητής συγκρίνει τη δική του περιπατητική  ύπαρξη με εκείνη των πλανόδιων λιανοπωλητών, περισσότερο μάλλον των εμπορικών αντιπροσώπων, μια φυλετική και κοινωνική ομάδα με την οποία είναι   εξοικειωμένος από τα εκλεκτά  ξενοδοχεία στα οποία διαμένουν αμφότεροι και των οποίων περιγράφει τις απελπισμένες και μοναχικές περιπέτειές τους. Μερικά από τα καλύτερα περιγραφικά του δείγματα είναι εκείνα που αφορούν   περιφερειακούς χαρακτήρες, όπως  μια γυναίκα με την οποία συζούσε κάποτε και η οποία πρόσφατα έχασε τη ζωή της και της οποίας  ο σύζυγος έρχεται σε επαφή μαζί του κατ’επανάληψη, προειδοποιώντας ότι θα καταστρέψει όλα τα υπάρχοντά της και ζητώντας του αν θέλει να διεκδικήσει οποιαδήποτε θα επιθυμούσε από αυτά. Μια τυπική ίσως χειρονομία και μάλλον μια σημαδιακή κίνηση για το σύζυγο, να αφήσει πίσω του κάποια πράγματα και απελευθερωμένος να τραβήξει μπροστά στη ζωή του, να αναζητήσει ορισμένα πράγματα και αλήθειες κάπου αλλού.

 

aist2

 

Τρεις άνθρωποι ήρθαν στη ζωή του αφηγητή πριν από τέσσερα χρόνια. Ο τραπεζίτης Μανούρ, η γυναίκα του Ναταλία, και ο ακόλουθος του ζεύγους, Ντάτο. Ο αφηγητής τους συναντά για πρώτη φορά, όπως είπαμε,  στο τραίνο καθ’ οδόν για τη Μαδρίτη, τους οποίους όμως αρχίζει να γνωρίζει καλά μόνο όταν αποδεικνύεται ότι διαμένουν στο ίδιο ξενοδοχείο πολυτελείας.Ο σύζυγος ως συνήθως είναι πάντοτε  απασχολημένος, ενώ στη σύζυγό του κρατάει συντροφιά, παρακολουθώντας την εκ του μακρόθεν και διακριτικά, ο Ντάτο, κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται να έχουν συνηθίσει όλοι οι γνωστοί. Η Ναταλία και ο Ντάτο, προσκολλώνται πάνω στον αφηγητή, πιθανόν επειδή αναγνωρίζουν σε αυτόν όμοια πράγματα κι ενδιαφέροντα και ίσως μια ‘αδελφή ψυχή’. Τελικά το κρίσιμο σημείο έρχεται όταν η Ναταλία και ο αφηγητής βρίσκονται στα πρόθυρα μιας πιο στενής ανάμειξης,  σημείο στο οποίο ο Μανούρ  επεμβαίνει και εξηγεί στον αφηγητή την ακριβή φύση της σχέσης με τη σύζυγό του. Εκείνη τη γυναίκα την οποία ο αφηγητής μόλις είδε για πρώτη φορά στο τραίνο, διέκρινε τα μεγάλα σαρκώδη και σφιχτοδεμένα ματόκλαδα που τα διέτρεχαν κάποιες υποσημαινόμενες μικροσκοπικές και κοκκινωπές φλεβίτσες, μια γυναίκα που μάλλον ‘υπέφερε από μελαγχολικές και ανομολόγητες επιθυμίες…’!

 

aist3

 

Η αφήγηση κάνει άλματα πίσω και μπροστά, αγγίζοντας οικογενειακά θέματα του Λεόν όταν ήταν παιδί, και τις φαντασιώσεις του για το τι κάνει η Ναταλία πριν πάει στο κρεβάτι την πρώτη φορά που κατασκοπεύει τη σχισμή του στήθους της. Η ένταση συσσωρεύεται σε μια επίδειξη δύναμης στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, με μοιραίες συνέπειες.Όλα όσα κάνει ο Λεόν είναι να θυμάται τι έκανε σε ένα όνειρο το οποίο στην πραγματικότητα αναπαρήγαγε τμήμα της πραγματικότητας, μπερδεύοντας επανειλημμένα τους χρόνους από τους αναγνώστες. Έρχεται μια στιγμή,όμως, η ώρα εκείνη που πρέπει να παρθούν κάποιες αποφάσεις απ’ όλους τους χαρακτήρες, ακόμα και από αυτόν που έως τότε είχε εμφανιστεί ως ο πιο αποφασιστικός και ο οποίος προχωράει σε μια πράξη απελπισίας, ίσως τελικά επιτυχία, ίσως περισσότερο σαν μια ακόμη αναποτελεσματική χειρονομία. Η ιστορία είναι αρκετά απλή και γνωστή, εκείνη της πολύπαθης, συγκεχυμένης αγάπης και τους πάθους και αυτό που θα τολμήσει κάποιος για εκείνο το αδιέξοδο συναίσθημα στο οποίο βρίσκεται ανήμπορος και εξουθενωμένος από τη μεγάλη απόφαση. Τα συναισθήματα του συνόλου του κουαρτέτου μεταφέρονται στον αναγνώστη καλά, με τον καθένα πρωταγωνιστή να έχει τη δική του διαφορετική άποψη και τελικά να καταλήγει με τον δικό του τρόπο ένας τραγικός και ρομαντικός συνάμα ήρωας.‘…Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς ποιον ευνοεί με μια πράξη του ή με μια παράλειψή του. Αλλά και κουράζεται κανείς όταν δεν έχει προτιμήσεις…’!

Το θαύμα του μυθιστορήματος βρίσκεται στην αφήγηση. Ο Ματίας φέρνει κύκλους γύρω από την ιστορία του, πηγαίνει μακριά και εφαπτομενικά, περιγράφει τα παιδικά του χρόνια, την όπερα, την καριέρα του, τις ιστορίες για τους άλλους, αλλά επιστρέφει πάντα στην κύρια ιστορία, το παρελθόν και στη συνέχεια στο παρόν. Υπάρχει κάτι περισσότερο από μια ονειρική διάσταση σε όλα αυτά. ‘Δεν ξέρω αν πρέπει να σας διηγηθώ τα όνειρά μου’, είναι η εισαγωγική φράση του μυθιστορήματος. ‘…Είναι όνειρα απαρχαιωμένα, παλιομοδίτικα, όνειρα που ταιριάζουν πιο πολύ σε έναν έφηβο παρά σ’ έναν έφηβο αστό σαν κι εμένα…’. Ο Χαβιέρ Ματίας (Javier Marías, 1951- ) είναι αγγλόφιλος συγγραφέας, αρέσκεται στην αγγλική λογοτεχνία και δεν το κρύβει αφού, μεταξύ των άλλων, έχει μεταφράσειSterne, Stevenson και Conrad στα ισπανικά, ενώ έγραψε κι ένα μυθιστόρημα για την Οξφόρδη. Για εκείνη του Τρίστραμ Σάντι του Στέρνε, τιμήθηκε το 1979 με το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης. Επίσης υπήρξε καθηγητής της Ισπανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στο Ουέλεσλι Κόλετζ.

Ένας τραγουδιστής της όπερας λοιπόν ταξιδεύει με το τραίνο στη Μαδρίτη, όπου θα εκτελέσει, όπως είναι προγραμματισμένο,τον Κάσσιο στον Οθέλλο του Βέρντι.Κάθεται απέναντι από μια γυναίκα και δύο άνδρες, και αναρωτιέται χωρίς να μπορέσει να βρει απάντηση πώς σχετίζονται οι τρεις τους. Αργότερα όμως, εκείνη την εβδομάδα, τους συναντά στο πολυτελές ξενοδοχείο όπου, συμπτωματικά, μένουν όλοι και η ζωή του μοιραία μπλέκεται με τη δική τους.Ο Μαρίας είναι τόσο ικανός αφηγητής που ποτέ δεν σταματά να παίζει με τις προσδοκίες μας, να μας δελεάζει και με τον τρόπο του να φθάνει σε απλές εξηγήσεις, αλλά στη συνέχεια, μας αναγκάζει να σκάψουμε βαθύτερα, να ερμηνεύσουμε εκ νέου τα γεγονότα, βλέποντάς τα διαφορετικά. Διαβάζοντας τον τίτλο, για παράδειγμα, αναμένουμε ότι ο ‘αισθηματίας’στην ιστορία θα είναι ο τραγουδιστής της όπερας, ένας καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος εκλεπτυσμένος, ένα ανερχόμενο αστέρι στο μουσικό κόσμο, που κοσμεί τακτικά τα εξώφυλλα κάποιων περιοδικών και τις σελίδες των εφημερίδων. ‘Το βρίσκω δύσκολο να μιλήσω χωρίς λιμπρέτο’, εξομολογείται, και συγκρίνει τον εαυτό του με εμπορικό ταξιδιώτη, οδηγώντας μια θλιβερή και στείρα ύπαρξη.Εν τω μεταξύ, ο Μανούρ, ο σκληρός και αγροίκος, κατά τα φαινόμενα, επιχειρηματίας, αποκαλύπτεται ότι είναι αληθινός άνθρωπος πλήρης συναισθημάτων, του οποίου η καθολική αφοσίωση στη γυναίκα του, τελικά τον καταστρέφει.Σε μια πικρή καμπή, ο άκαρδος καλλιτέχνης απορροφά το πάθος του επιχειρηματία, κλέβοντας όχι μόνο τη σύζυγό του, αλλά τη θέλησή του να ζήσει.

Αυτή η κομψή αφήγηση είναι συσκευασμένη σε ένα εξίσου χαριτωμένο πλαίσιο. Αφορά γεγονότα που συνέβησαν πριν από τέσσερα έτη, και, καταγράφοντάς τα ερμηνεύει με καινούργιο μάτι και αναζητεί ότι του έχει διαφεύγει. Ο Μαρίας χρησιμοποιεί μια απλή αλλά πυκνή πρόζα που ξύνει συνεχώς τον πρωταγωνιστή και αφηγητή, εξετάζοντας τα ίχνη του. Το όνειρο στην πραγματικότητα είναι η αφορμή, το πρόσχημα κι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιστορία του. Στην αφήγηση μπλέκονται, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, οι ήρωες της όπερας του Τζουζέπε Βέρντιμε τους πρωταγωνιστές του βιβλίου του Χαβιέρ Μαρίας. Η Λιου στην όπερα είναι η Μπέρτα, η ερωμένη του αφηγητή, η Ναταλία Μανούρ θυμίζει λίγο την πριμαντόνα Πρίεστ και ο δυστυχής, άραγε, Μανούρ είναι ένας άλλος Οθέλος που θα πεθάνει. Κάποιοι να παραπονούνται για τη μοναξιά τους, ενώ άλλοι για τη συντροφιά των άλλων! Κάποιοι να αισθάνονται έντονα την ανάγκη της αυτοκαταστροφής ή του αφανισμού σε μια ξεχωριστή στιγμή της καριέρας τους ή του μακρυνού παρελθόντος ή της ζωής τους. Η Λιου στην όπερα του Βέρντι, είναι μια ηρωίδα καταδικασμένη και σίγουρη για το θάνατό της από την αρχή. Ότι και να γίνει δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί ο έρωτάς της. Κι αυτό γιατί έχει να διαλέξει ανάμεσα σε μια ευτυχία, εκείνη του αγαπημένου της, και σε καμία ευτυχία, ή με μια άλλη έννοια ανάμεσα σε δύο ευτυχίες ή καμία, αν δεχτούμε ότι το να πεθάνει κάποιος για το πρόσωπο που αγαπάει μπορεί να αποτελεί γι αυτόν μια ολοκληρωμένη μορφή ευτυχίας. ‘Τίποτα και κανένας δεν φιλονικεί με τα όνειρα. Τα όνειρα ούτε πίσω σελίδα έχουν, ούτε ανάγκη από δικαιολογία και απόδειξη. Διηγούνται από μόνα τους, με τη δική τους τάξη και με τις δικές τους καθοριστικές εικόνες…’, λέει κάπου ο αφηγητής της ιστορίας. Αλλού παραδέχεται ότι έκανε το μοιραίο λάθος να υποβάλλει δύο ερωτήσεις ταυτόχρονα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εξομολογείται, ‘… σχεδόν πάντα, η μια η πιο σημαντική, μένει αναπάντητη…’. Πολλές ερωτήσεις μένουν έτσι στο βιβλίο και απαιτούν από τον ίδιο τον αναγνώστη να συμπληρώσει το παζλ των δικών του υποθετικών ερωτημάτων, … και φυσικά απαντήσεων!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top